Συνεντεύξεις

Γκεράρντο Ερέρο: Η Ακροδεξιά έχει ξεκινήσει και πολιτιστικό πόλεμο

 
 
Ο Γκεράρντο Ερέρο είναι Ισπανός σκηνοθέτης και παραγωγός. Τον γνωρίσαμε πριν από λίγο καιρό, καθώς η ταινία του (στην οποία είναι και συμπαραγωγός) «Ομαδική θεραπεία» προβλήθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα και πλέον έχει πάρει διανομή από το Cinobo. Είναι υπέροχο (αναμενόμενο λόγω εμπειρίας, αλλά διόλου αναμενόμενο όσον αφορά «αντίστοιχους» διάσημους καλλιτέχνες στην Ελλάδα) το πόσο ανοιχτός ήταν, να μιλήσει εξίσου ανοιχτά για οποιοδήποτε θέμα: από το πόσο σημαντικό είναι να κάνεις κωμωδία έως τις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις.
 
Ο Ερέρο μάς συστήνει τη νέα του ταινία, «Ομαδική θεραπεία» (Under Therapy). Μια δραμεντί, μια δηλαδή κωμωδία όσο πικρή τόσο και αστεία, η οποία ωστόσο φέρει ένα τελείως ανατρεπτικό φινάλε, απολύτως μη αναμενόμενο. Τόσο σκληρό που πραγματικά αναρωτιέσαι πώς γίνεται να νοείται ως «Happy End», αλλά ναι. Είναι. Η ταινία έχει καλό τέλος, κάτι που δύσκολα θα μπορούσε να υπάρξει στην πραγματική ζωή υπό τις συνθήκες που την πλαισιώνει ο σκηνοθέτης. Τα υπόλοιπα επί της οθόνης (αξίζει να τη δείτε, δίχως να «μαρτυρήσουμε» περισσότερα), ωστόσο ο ίδιος δεν κρύβει τίποτα στη συνέντευξή μας…
 
● Η ταινία σας είναι κωμωδία, μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Σπάνια βλέπουμε πλέον κοινωνικές κωμωδίες. Είναι πιο δύσκολο, πιστεύετε, να γίνουν; Ποιος φόβος υπάρχει;
 
Μέσα από αυτή την ταινία ανακάλυψα πως με την κωμωδία μπορώ να επικοινωνήσω με ένα ευρύ κοινό, πολύ μεγαλύτερο από όποιο άλλο είδος. Δεν νομίζω ωστόσο ότι είμαι καλός στο να κάνω κωμωδία κωμωδία. Προσωπικά πάντα χρειάζομαι και ένα σημείο τραγικότητας, κάτι που το ξέρετε πολύ καλά εσείς οι Ελληνες (και εδώ έγκειται και η δυσκολία μιας καλής «κωμωδίας» που καταπιάνεται με σύγχρονα ζητήματα): πόσο κοντά είναι το γέλιο με το δάκρυ, το χαμόγελο με τον προβληματισμό. Αυτό φαίνεται και στη γλώσσα σας: η αμφισημία των λέξεων οδηγεί στην αλήθεια των συναισθημάτων στο τέλος. Γι’ αυτό και επέλεξα όλη η ταινία να είναι σχεδόν σε θεατρικό σκηνικό: μέσα σε ένα δωμάτιο, τρία ζευγάρια καλούνται από την ψυχολόγο τους (η οποία δεν φαίνεται ποτέ στο έργο) να αυτοαναλυθούν μεταξύ τους, με βάση ωστόσο τις δικές της οδηγίες που έχει σε κλειστούς φακέλους. Οι συζητήσεις προκαλούν γέλιο, περαιτέρω συζήτηση έως φυσικά το τέλος όπου φανερώνεται η αλήθεια.
 
● Είναι μια πολιτική ταινία, κι ας μην παρουσιάζεται άμεσα ως τέτοια.
 
Τα ζητήματα με τα οποία καταπιάνομαι είναι πολιτικά: ο έρωτας, οι σχέσεις, η γονεϊκότητα, η ελευθερία, η εξουσία σε κάθε της έκφανση (ακόμη και εκεί που δεν παρουσιάζεται ως «εξουσία» αλλά ως ενδιαφέρον και νοιάξιμο), ο σεξισμός, ο συναισθηματικός εκβιασμός, η κακοποίηση. Ολα τα θέματα είναι βαθιά πολιτικά – ακόμη και ο τρόπος που επιλέγουμε να περπατάμε στον δρόμο. Ή που αναγκαζόμαστε να περπατάμε: Υπάρχουν πεζοδρόμια; Μπορεί ένας ανάπηρος να περπατήσει άνετα; Μια μητέρα με παιδιά, με ασφάλεια; Κλείνουν αυτοκίνητα τον δρόμο μας; Υπάρχουν σκουπίδια γύρω; Παραβατικότητα; Τι μυρίζουμε; Τι ακούμε; Τι βλέπουμε κατά τη διαδρομή; Αναφέρομαι σε ένα απλό παράδειγμα, σε κάτι που ίσως ποτέ ή σπάνια δίνουμε χρόνο να το συνειδητοποιήσουμε. Πόσο πολιτικό είναι το να μπορούμε με ασφάλεια και ομορφιά να περπατήσουμε στον δρόμο… Ο κινηματογράφος είναι ένα μέσο που δίνει τη δυνατότητα σε δημιουργούς και κοινό να έρθουν αδιαμεσολάβητα σε επαφή με παρόμοια ζητήματα. Αν προσθέσουμε και το χιούμορ, τότε πραγματικά μπορείς να «μιλήσεις» για τα πάντα. Το θέμα είναι να μη γίνεις διδακτικός. Να παραμείνεις διακριτικά κριτικός και να χρησιμοποιήσεις το κινηματογραφικό λεξικό ώστε να δώσεις την ευκαιρία στον ίδιο τον θεατή να φτιάξει τη δική του γλώσσα ή να καταλάβει ποια γλώσσα μιλάει ήδη! (Φυσικά μιλάω μεταφορικά.) Μακάρι να το είχα ανακαλύψει αυτό νωρίτερα – θα είχα κάνει άλλες ταινίες, μάλλον καλύτερες.
 
● Στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας βλέπουμε τους στερεοτυπικούς ρόλους να μην αλλάζουν: ο άνδρας θα είναι αυτός που θα πάει να μιλήσει στον δάσκαλο, η οικογένεια συντηρητικοποιείται, οι νεότεροι γίνονται ακόμη πιο ανασφαλείς από τους μεγαλύτερους πλέον, άρα και πιο κλειστοί. Ετσι συμβαίνει, πιστεύετε, και εκτός φιλμ;
 
Στην ταινία, δεν υποδύονται ρόλους μόνο οι ηθοποιοί, αλλά και οι ρόλοι τους (δεν θα πω περισσότερα, θα το δουν οι θεατές στην οθόνη). Στήσαμε τους χαρακτήρες με στερεοτυπικά χαρακτηριστικά, όπως λέτε, ακριβώς γιατί το θέμα ουσιαστικά (και αυτό φανερώνεται στο τέλος) είναι η κακοποίηση. Αυτή έχει συγκεκριμένους «ανθρωπότυπους» οι οποίοι αναπαράγονται κοινωνικά (πολιτικά δηλαδή) ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, όπως το βρεφικό γάλα ή το χαρτί υγείας. Ξέρετε ποιο είναι το θέμα; Ακόμη κι αν το σύστημα δημιουργεί μαζικά εγκληματίες (σε όποιο επίπεδο: λεκτικό, σωματικό κ.λπ.), ακόμη κι αν μιλάμε για στερεοτυπικούς ανθρωπότυπους, ακόμη κι αν χρειάζεται ο κόσμος στερεότυπα ώστε να αισθάνεται ασφαλής (καθώς είναι δύσκολο να σκεφτείς και να αναλύσεις και να αλλάξεις, οπότε επιλέγεις να παραμείνεις «θύμα» ή «θύτης» από το να αλλάξεις τα πράγματα), ακόμη και έτσι να ‘ναι, αρκεί ένα μόνο για να ξεκινήσει η όποια αλλαγή: Να μιλήσεις! Να πάρεις θέση. Να ακουστεί η προβληματική. Να μη μείνει κάτω από το χαλί…
 
● Αυτό είναι το διακύβευμα των καιρών, πιστεύετε; Να μάθουμε να «μιλάμε»;
 
Ως κινηματογραφιστής θα σας πω πως μπορείς να «μιλάς» ακόμα και στον βωβό σινεμά. Το ζήτημα είναι να το κάνεις με κάποιο τρόπο. Να μη μείνεις απαθής! Ξαναλέω: Είναι δύσκολο για τον μέσο σημερινό άνθρωπο να σκεφτεί να κάνει το επόμενο βήμα, που είναι να σκεφτεί! Την επιβίωση, αυτή σκέφτεται. Το να σκεφτείς είναι το βήμα που θα σε κάνει να «μιλήσεις», με όποιο τρόπο. Ακόμα και με λέξεις. Αλλά για να ξεφύγεις από το επίπεδο της επιβίωσης και να μεταβείς στο επίπεδο της διεκδίκησης, υπάρχει ένα ενδιάμεσο «σκαλί»: αυτό τού «δεν αντέχω άλλο». Δυστυχώς, ακόμα και αυτό το «δεν αντέχω» σήμερα έχει γίνει ατομικιστικό: δεν αντέχω εγώ για μένα. Ενώ πρέπει να είναι συλλογικό για να μεταστοιχειωθεί σε «σκαλί» προς την αλλαγή. Πάντως κατανοώ τους ανθρώπους που δεν μπορούν. Οσοι έχουν την εξουσία, ξέρουν πλέον και έχουν κάνει πολύ δύσκολη όχι μόνο τη μετάβαση από το ένα επίπεδο στο άλλο, αλλά και τη θέαση αυτού του «σκαλιού». Είναι αυτό που κυριαρχεί: «δεν υπάρχει εναλλακτική». Αυτό δεν μας λένε; Γι’ αυτό δεν μας έχουν πείσει;
 
● Η ταινία, αν και αφήνει για το μεγαλύτερο μέρος της να εννοηθεί ακριβώς αυτό που λέτε, στο τέλος κάνει την ανατροπή. Επίσης εσείς προέρχεστε από μια χώρα, την Ισπανία, που έχει κάνει την ανατροπή: και πολιτικά (προ Φράνκο, αλλά και τελευταία) και καλλιτεχνικά (κυρίως μέσω της λογοτεχνίας).
 
Φυσικά και υπήρξαν σπουδαίοι αγωνιστές και ποιητές, φυσικά και υπάρχουν και σήμερα άνθρωποι που παρά τα όποια ζητήματα επιβίωσης και σκέφτονται και μιλάνε και δημιουργούν και αγωνίζονται. Αν δεν υπήρχαν, θα έπρεπε ν’ αυτοκτονήσουμε όλοι. Ακόμη και οι πολύ πολύ πλούσιοι – ξέρετε, ακόμα και η κεφαλαιοκρατία απαιτεί τον αντίθετο πόλο για να υπάρξει «υγιής». Αν υπάρχει ένας πρωθυπουργός/κυβερνήτης/μονάρχης, αυτό δεν είναι καλό ούτε καν για το καπιταλιστικό σύστημα. Επιστρέφοντας ωστόσο στο ερώτημά μας και μιλώντας για τον δικό μου χώρο, τον κινηματογραφικό, παρατηρώ πως η Ακροδεξιά έχει παρεισφρήσει παντού. Δεν μπορείς πλέον -ειδικά αν είσαι νέος σκηνοθέτης- να κάνεις την ταινία που θέλεις. Είναι πολύ δύσκολο. Γιατί η Ακροδεξιά έχει ξεκινήσει και πολιτιστικό πόλεμο (τόσο στην Ευρώπη όσο και παγκοσμίως και στη Λατινική Αμερική που την ξέρω καλύτερα). Αυτό δεν το έκανε η παραδοσιακή Δεξιά. Στην Ισπανία, αλλά και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, ο κινηματογράφος ανέκαθεν «ανήκε» στον αριστερό χώρο. Η Δεξιά (αν εξαιρέσουμε ακραία καθεστώτα, δεν μιλάω για την Ακροδεξιά δηλαδή) ποτέ δεν θέλησε να επιβάλει τα δικά της δόγματα στον κινηματογράφο. Δεν ήθελε να πάει κόντρα στους καλλιτέχνες. Πλέον όμως το κάνει! Γιατί ξέρει πως εμείς, του καλλιτεχνικού χώρου, στην πλειονότητά μας, δεν πρόκειται ποτέ να ψηφίσουμε αυτά τα κόμματα. Ετσι λοιπόν, χτυπάει την ίδια την τέχνη. Δεν υπάρχει παραδοσιακή Δεξιά πλέον: υπάρχει μια νεοφιλελεύθερη έως alt right πολιτική που ακολουθούν τα δεξιά, ακροδεξιά και κάποια κεντρώα κόμματα. Στην Ισπανία, το ακροδεξιό κόμμα VOX το είπε ξεκάθαρα: «Πρέπει να κάνουμε πολιτιστικό πόλεμο!». Αυτό είπε και ο νεοεκλεγείς πρόεδρος της Αργεντινής, πηγαίνοντας κόντρα στους κινηματογραφιστές. Μάλιστα το Ινστιτούτο Κινηματογράφου εκεί έκλεισε πρόσφατα. Αυτό έγινε ώστε το κράτος να δημιουργεί τις ταινίες που αυτό θέλει (μέσω των χρηματοδοτήσεων): αυτές είναι κυρίως «φτηνές» κωμωδίες, που «περνάς καλά», ξεχνάς και τις αγοράζουν αμέσως οι τηλεοράσεις. Κάθε άλλη ταινία είτε θα είναι πιο μικρή είτε δεν θα έχει την επιθυμητή ορατότητα.
 
● Μου λέτε δηλαδή ότι και οι ψηφιακές πλατφόρμες και η τηλεόραση είναι οι πυλώνες άσκησης ακροδεξιάς πολιτικής; Ρωτάω γιατί και στην Ελλάδα ο πρωθυπουργός μας, ενώ βρέθηκε στο φεστιβάλ κινηματογράφου, για μια τέτοια πλατφόρμα μίλησε μόνο.
 
(γελάει) Αλήθεια; Μάλιστα. Η πλειονότητα σε αυτές τις πλατφόρμες ανήκει σε καπιταλιστές που αυτό επιδιώκουν: το άμεσο κέρδος και τις καλές επαφές με τις κυβερνήσεις. Θέλουν ταινίες εύκολες, ευρείας και «εύπεπτης» κατανάλωσης. Πλέον, ή έχουμε ταινίες μικρού budget με κοινωνικό ή πολιτικό θέμα ή μεγάλες ταινίες με άδειο θέμα. Εχουν ουσιαστικά δολοφονηθεί ή πληγεί έστω πολύ σοβαρά οι ταινίες που ανήκουν στον ενδιάμεσο χώρο… Μα αυτό δεν συμβαίνει και με τα κοινωνικά στρώματα; Για να μη μιλήσω για τις ξεκάθαρες πολιτικές θέσεις που παίρνει και ο κινηματογραφικός χώρος. Θέλετε να πούμε για τη γενοκτονία που συντελείται στην Παλαιστίνη; Αυτή είναι ενορχηστρωμένη από έναν άνθρωπο: τον Νετανιάχου. Και φυσικά από όλους όσοι τον στηρίζουν. Το Ισραήλ γίνεται όλο και πιο δεξιό. Και ο Νετανιάχου κάνει να φαίνεται πως όλο το Ισραήλ τον στηρίζει, κάτι που δεν είναι αλήθεια. Θα ρωτήσω κάτι που ίσως ακουστεί πεζό, αλλά με τρελαίνει: Πώς κοιμούνται αυτοί οι άνθρωποι το βράδυ;
 
♦ Η ταινία παίζεται ήδη στους κινηματογράφους σε διανομή Cinobo και σύντομα θα προβάλλεται από το cinobo.com. Πρωταγωνιστούν: Μαλένα Αλτέριο, Αλεχάντρα Χιμένεθ, Φέλε Μαρτίνεθ, Αντόνιο Παγούδο, Εβα Ουγκάρτε, Χουάν Κάρλος Βεγίδο.
 
♦ Ο Ερέρο, στα 70 του χρόνια, έχει κάνει παραγωγή (με την εταιρεία του Tornasol, που ίδρυσε το 1987 και ακόμη διατηρεί) σε περισσότερες από 175 ταινίες μεγάλου μήκους, πολλά ντοκιμαντέρ και τηλεοπτικές σειρές, ενώ έχει επίσης σκηνοθετήσει 17 ταινίες. Οι ταινίες του έχουν διαγωνιστεί στα Φεστιβάλ Βερολίνου και Σαν Σεμπαστιάν και έχουν κερδίσει, μεταξύ άλλων, το Χρυσό «Biznaga» καλύτερης ταινίας και το Αργυρό «Biznaga» καλύτερης σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ της Μάλαγα. Ως παραγωγός έχει κερδίσει το Οσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας το 2009 για το υπέροχο φιλμ «Το μυστικό στα μάτια της» και αυτός έκανε την παραγωγή στο εξαιρετικό «Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι» που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Κανών το 2006.
 
Νόρα Ράλλη