Η αξιολόγηση έχει γίνει πολύ της μόδας όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά, δυστυχώς, και στη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα. Ο λόγος είναι μάλλον ότι έχει περισσότερο πολιτική παρά πρακτική χρησιμότητα, όταν χρησιμοποιείται εκτός του πλαισίου της ορθής και χρηστής διοίκησης. Βλέπουμε πολλά πλαίσια αξιολόγησης, με επιστημονική επίφαση, αλλά ουσιαστικά σημαντικές μεθοδολογικές αδυναμίες και ιδεολογική προκατάληψη. Για παράδειγμα, η συμβουλευτική καριέρας (που συχνά προσφέρεται σε εφήβους), πέρα από το ότι έχει ασαφή κριτήρια και χρονικό ορίζοντα ορισμού της επιτυχίας, βασίζεται σε μη ρεαλιστικές παραδοχές, όπως ότι μπορούμε από το παρελθόν να προβλέψουμε το μέλλον όσον αφορά κοινωνικές δομές και λειτουργίες, όπως η παραγωγή και η οικονομία, ότι οι προτεραιότητές μας δεν αλλάζουν στη διάρκεια του βίου, ότι η καριέρα είναι το παν στη ζωή, και ότι άλλοι παράγοντες εκτός από τις προσωπικές επιλογές δεν διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. Βασικό συστατικό των παραπάνω είναι η ιδεολογική αφετηρία ότι η «επιτυχία» είναι αποτέλεσμα προσωπικών επιλογών, προσωπική ευθύνη. Η προσωπική ευθύνη αποτελεί θεμελιώδες συστατικό της ιδεολογικής επίθεσης τα τελευταία χρόνια, έκφανση της γενικότερης λογικής της εξατομίκευσης που χαρακτηρίζει τη συντήρηση.
Αυτή η φορτισμένη χρήση της αξιολόγησης έχει μακρά προϊστορία στην επιστήμη και πρακτική της διοίκησης, στις επιχειρήσεις και στο Δημόσιο. Η αφετηρία βρίσκεται στην ανάπτυξη του «διοικητικού καπιταλισμού», με τη γιγάντωση των επιχειρήσεων και τη γεωγραφική τους διασπορά. Η λύση στην αδυναμία άμεσης εποπτείας ήταν η διοίκηση δια των αριθμών (management by the numbers). Η ιεραρχία ορίζει ποσοτικούς στόχους και τα κατώτερα επίπεδα διοίκησης φροντίζουν αυτοί να επιτευχθούν. Τα στελέχη αξιολογούνται βάσει της επίτευξης των στόχων. Στους παλιότερους ίσως αυτών να θυμίζει και τα πενταετή προγράμματα της ΝΕΠ. Στη μεταπολεμκή περίοδο, όμως, το αποτέλεσμα ήταν, από τη μία, οι αξιολογούμενοι να ξεγελούν το σύστημα διοίκησης δια της αξιολόγησης (gaming the system) και, από την άλλη, οι στόχοι που τίθενται να είναι βολικοί και επιτεύξιμοι ώστε να εξασφαλισθεί η επιτυχία της διοίκησης.
Το μοντέλο δούλευε όσο ο φορντισμός (της μαζικής παραγωγής) λειτουργούσε δίχως εμφανή όρια, αντιφάσεις και ανταγωνισμό. Μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973, οι ΗΠΑ συνειδητοποίησαν ότι πάνω από το 30% των πωλήσεων αυτοκινήτων στις ΗΠΑ ήταν από ιαπωνικές εταιρείες. Αντίστοιχη ήταν η κατάσταση και στην Ευρώπη. Ξεκίνησαν λοιπόν διαδοχικά 5ετή(!) ερευνητικά προγράμματα μελέτης και σύγκρισης των ιαπωνικών πρακτικών διοίκησης με το δυτικό –αγγλοσαξωνικό-φορντιστικό– μοντέλο. Ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα ήταν ότι το βασικό κριτήριο αξιολόγησης ήταν λάθος: η παραγωγικότητα μέτραγε τα οχήματα που παράγονταν, αλλά όχι αν αυτά λειτουργούσαν σωστά. Δεν υπήρχε εργοστάσιο στη Δύση που δεν είχε λιγότερο από το 20%-25% του χώρου για την επισκευή των παραγόμενων οχημάτων! Αντίθετα, τα ιαπωνικά οχήματα έβγαιναν σωστά με την πρώτη.
Η περαιτέρω μελέτη έδειξε ότι το ιαπωνικό μοντέλο είχε βασιστεί σε τεχνικές που είχαν αναπτυχθεί στη Δύση, κυρίως στις ΗΠΑ. Ένας τέτοιος τομέας ήταν η διοίκηση ποιότητας, όπου είχαν υιοθετήσει τις αρχές διοίκησης του Ντέμινγκ (Deming). Ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία ήταν ο κύκλος ποιότητας, γνωστός και ως «κύκλος του Ντέμινγκ», που ορίζει τα τέσσερα βασικά στάδια της διοίκησης ποιότητας: το σχεδιασμό (δηλαδή τον καθορισμό των στόχων και των μεθόδων εργασίας για την επίτευξή τους, και των δεικτών μέτρησής τους), την υλοποίηση (εκτέλεση των οδηγιών), τον έλεγχο (αξιολόγηση των επιδόσεων) και τη (διορθωτική) δράση βάση των ευρημάτων του ελέγχου.
Εύλογα οι Αμερικάνοι μάνατζερς αναρωτήθηκαν πώς, αφού η μέθοδος ήταν δική τους και την εφάρμοζαν εκτεταμένα, είχαν τόσο μεγάλη υστέρηση. Οι βασικές αιτίες ήταν δύο και βασίζονταν στη δομή εξουσίας στην παραγωγή και την αντίληψη για την εργασία. Πρώτον, η μέθοδος αξιοποιούνταν ως μέσο άσκησης ελέγχου της διοίκησης (εξουσίας) στους διαδοχικούς υφιστάμενους, οπότε η βασική μέριμνα ήταν να επιτευχθούν οι στόχοι για να ικανοποιηθεί η διοίκηση. Έτσι, αναπτύχθηκε κουλτούρα ελέγχου (ποιότητας) – όπου η έμφαση ήταν στον έλεγχο παρά στην ποιότητα. Δεύτερον, σε συνέχεια του πρώτου, εμπεδώθηκε μια λογική αποφυγής-χρέωσης της ευθύνης: αυτή η λογική χαρακτηρίστηκε με τη φράση «εγώ σχεδιάζω, εσύ εκτελείς, εγώ ελέγχω, εσύ απολύεσαι».
Αντίθετα, στην Ιαπωνία για ιστορικούς λόγους το κοινωνικό συμβόλαιο που διαμορφώθηκε στη μεταπολεμική περίοδο επέβαλε τη χρέωση της ευθύνης στη διοίκηση, και συνεπώς στο σύστημα παραγωγής, κάτι που οδήγησε στη συλλογική διαχείριση μέσω κύκλων ποιότητας και την έμφαση στη συνεχή βελτίωση και εξέλιξη του συστήματος παραγωγήςi. Ο «κύκλος του Ντέμινγκ» συντελείται ολόκληρος –συμπεριλαμβανόμενου του σχεδιασμού και της στοχοθεσίας – όσο πιο κοντά γίνεται στη γραμμή παραγωγής, με λιγότερα επίπεδα ιεραρχίας. Στην εξέλιξη του μεθοδολογικού αντιδανείου στη Δύση, η διοίκηση ποιότητας έγινε πιο ολιστική, συμμετοχική και οργανική. Βλέπουμε, για παράδειγμα, πλαίσια «αξιολόγησης 360 μοιρών» και λογικές ενδυνάμωσης της εργασίας, με αναγνώριση του ρόλου της και ως νοητικής δύναμης. Γνωστό είναι το περιστατικό όπου, όταν ένα παλιό βρετανικό εργοστάσιο επαναλειτούργησε από ιαπωνική εταιρεία, κατά την εκπαίδευσή τους, τα παλιά διοικητικά στελέχη, συνειδητοποιώντας την ουσία της νέας διοικητικής φιλοσοφίας, διαπίστωσαν: «Δηλαδή, οι εργαζόμενοι εκτός από δύο χέρια έχουν και μυαλό»!
Οι αναγνώστες και αναγνώστριες μπορούν να αξιολογήσουν σε ποια σχολή σκέψης βασίζεται η πολιτική της κυβέρνησης.
Coda: Κατά τη δεκαετία του 1980, η «Volvo» πειραματίστηκε με την προσαρμογή του ιαπωνικού μοντέλου –γνωστού και ως «τογιοτισμού»– στις συνθήκες του σουηδικού κοινωνικού συμβολαίου της εποχής, σε δύο εργοστάσια στο Καλμάαρ και στην Ουντεβάλα (το υβρίδιο ονομάστηκε «καλμααρισμός»), με μέτρια αποτελέσματα. Το 2011, κατά την επίσκεψή μας στις κοπερατίβες του Μοντραγκόν είδαμε να εφαρμόζονται οι αρχές της ολιστικής διοίκησης με ενδυνάμωση των εργαζομένων και εξαιρετικά αποτελέσματα. Σε μία μονάδα με 180 εργαζόμενους και μία (1) εκλεγμένη διευθύντρια.
i Σημαντική για την κριτική κατανόηση της ιστορικής διαμόρφωσης του ιαπωνικού καπιταλισμού είναι η εργασία του William Lazonick. Στην Ελλάδα μεταφράστηκε το βιβλίο του Η οργάνωση των επιχειρήσεων και ο μύθος της οικονομίας της αγοράς (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2001), με επιμέλεια και πρόλογο του Χρήστου Χατζηιωσήφ.