Τη συνέντευξη πήρε η
«Τα στερεότυπα δεν είναι τα ίδια σε κάθε χώρα»
«Το ζήτημα του φύλου στα ΜΜΕ μπορούμε να το εξετάσουμε σε δύο πλευρές, από τη μια ως προς το περιεχόμενο, δηλαδή πώς περιγράφουν, αντανακλούν τα ζητήματα του φύλου και από την άλλη πλευρά ως προς την παρουσία των δημοσιογράφων στον χώρο εργασίας.
Η παρουσία των δημοσιογράφων έχει επίσης δύο πλευρές: α) τον επαγγελματικό ρόλο του/της δημοσιογράφου και β) τις σχέσεις των γυναικών δημοσιογράφων με τους άλλους δημοσιογράφους σε μια κλίμακα εξουσίας. Το ενδιαφέρον είναι ότι κάποιες φορές αυτά τα τρία επίπεδα αλληλοδιαπλέκονται» ανέφερε ο κ. Πλειός θέτοντας το βασικό πλαίσιο ανάλυσης στην αρχή της συζήτησης.
Ξεκινώντας από το πιο εμφανές, αυτό που μπορούμε να παρατηρήσουμε είναι ότι στις σύγχρονες κοινωνίες τα ΜΜΕ αναπαριστούν τη γυναίκα με βάση τα καθιερωμένα σε κάθε χώρα στερεότυπα. Τα στερεότυπα δεν είναι τα ίδια σε κάθε χώρα. Τα στερεότυπα στις ευρωπαϊκές χώρες για παράδειγμα δεν εμπεριέχουν τόσο έντονες διακρίσεις σε σχέση με άλλες χώρες του κόσμου. Αυτό οφείλεται σε κάποιες καθιερωμένες αντιλήψεις που καλλιεργήθηκαν στο βάθος δεκαετιών, γιατί για ιστορικούς λόγους στην Ευρώπη οι γυναίκες είχαν περισσότερη αναγνώριση και δικαιώματα.
Ωστόσο, όπως εξήγησε, οφείλεται και στον ρόλο του κράτους. Για παράδειγμα τον τρόπο που το κράτος παρέχει τα επιδόματα. «Σε εμάς στον Νότο τα επιδόματα παρέχονται κυρίως μέσω του εργαζόμενου μέλους της οικογένειας, συνήθως του πατέρα, και όχι σε μια εξατομικευμένη για το κάθε μέλος της οικογένειας βάση. Αν η σύζυγος δεν εργαζόταν, -και αυτό αφορά κυρίως το παρελθόν-, η ίδια και τα παιδιά ασφαλίζονταν μέσω του συζύγου. Είναι ισχυρή δηλαδή ακόμα και σήμερα η εξάρτηση της γυναίκας από τον άνδρα στην περίπτωση που εκείνη δεν εργάζεται». Ο καθηγητής σημείωσε όμως ότι σε σχέση με το παρελθόν έχει υπάρξει πρόοδος.
Μια άλλη διαφοροποίηση έγκειται στα ποσοστά απασχόλησης των γυναικών, τα οποία στις σκανδιναβικές χώρες, ή και τις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», που ήταν συνήθως από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, και αυτό αντανακλάται στα στερεότυπα και το περιεχόμενο των ΜΜΕ των χωρών αυτών. Αυτό το γεγονός έχει σχέση με τον χρόνο εισόδου της γυναίκας στην αγορά εργασίας αλλά σχετίζεται και με τις παραδόσεις που έρχονται από το παρελθόν. Δηλαδή, όπως εξήγησε ο κ. Πλειός, «οι διακρίσεις υπάρχουν παντού, αλλά δεν είναι της ίδιας έντασης».
Ωστόσο «ο γενικός κανόνας που ισχύει στα ΜΜΕ είναι ότι η γυναίκα και ο ρόλος της στην κοινωνία σε σχέση με τον άνδρα παρουσιάζεται μέσα από τις καθιερωμένες αντιλήψεις. Αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι σε γενικές γραμμές οι γυναίκες περισσότερο ή λιγότερο παρουσιάζονται με κάποιον βαθμό διακρίσεων. Οι διακρίσεις αυτές δεν σχετίζονται τόσο με τα δικαιώματα όσο με ότι τους αναγνωρίζονται ορισμένοι ρόλοι εργασιακοί, πολιτικοί και όχι κάποιοι άλλοι”.
Μισθολογικές διακρίσεις εις βάρος των γυναικών ακόμα και σήμερα
«Μέχρι τις αρχές του αιώνα, και αλλού μέχρι πιο πρόσφατα, υπήρχαν μισθολογικές διακρίσεις εις βάρος των γυναικών, κάτι που σήμερα δεν ισχύει στον ίδιο βαθμό. Σε αρκετές περιπτώσεις τις συναντάμε ακόμα και σήμερα στην Ελλάδα. Γενικότερα, θεωρείται αποδεκτό να πληρώνονται χαμηλότερα οι γυναίκες, ειδικά στα επαγγέλματα που, ας πούμε από ακαδημαϊκή άποψη, ανήκουν στη σφαίρα των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, καθώς η επικρατούσα αντίληψη πρεσβεύει ότι δεν πρόκειται για παραγωγικές εργασίες, άρα κατ’ ανάγκην συνεπάγονται χαμηλότερες απολαβές, και συνεπώς ως χαμηλότερος αυτός ο μισθός μπορεί να θεωρηθεί συμπληρωματικός στο εισόδημα της οικογένειας».
«Σύμφωνα με την επικρατούσα αντίληψη», εξήγησε ο καθηγητής, «τον συμπληρωματικό μισθό δεν τον έχει ο άνδρας, αλλά η γυναίκα. Δηλαδή παραδοσιακά υπεύθυνος για την εξασφάλιση του βασικού εισοδήματος της οικογένειας θεωρείται ο άνδρας. Το εισόδημα της γυναίκας θεωρείται συμπληρωματικό είτε για τις ανάγκες του σπιτιού είτε για τα δικά της έξοδα».
«Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτή την αντίληψη την αποδέχονται σε μεγάλο βαθμό και οι ίδιες οι γυναίκες. Δηλαδή οι γυναίκες εσωτερικεύουν τις κοινωνικές αντιλήψεις γι’ αυτές και θεωρούν ότι το εισόδημά τους είναι συμπληρωματικό αποδεχόμενες τον ρόλο που τους αναγνωρίζεται κοινωνικά».
Κατά συνέπεια οι ίδιες οι γυναίκες θεωρούν αρκετές διακρίσεις φυσιολογικές καθώς τις βλέπουν παντού γύρω τους, όπως αυτές εκφράζονται στις συγγενικές και κοινωνικές τους σχέσεις. «Όταν κάτι το βλέπεις να προκύπτει από παντού, νομίζεις ότι είναι τελικά ένα φυσιολογικό δεδομένο».
Οι αναπαραστάσεις των γυναικών στα media και οι έμφυλες διακρίσεις
«Οι γυναίκες παρουσιάζονται κατά κανόνα από τους δημοσιογράφους με κάποιες διαφορές επιβαρυντικές για τις ίδιες. Μια πρώτη διάκριση γίνεται σε σχέση με τους ρόλους που τους αποδίδονται για παράδειγμα στις τηλεοπτικές σειρές, ή και στις ειδήσεις, όπου οι γυναίκες δεν παρουσιάζονται ισότιμα στους διάφορους επαγγελματικούς ρόλους ή στις θέσεις ευθύνης. Δεν παρουσιάζονται ισότιμα στον επιχειρηματικό στίβο ή στη στρατιωτική καριέρα ή στην καριέρα εντός των κρατικών υπηρεσιών».«Σε ό,τι αφορά τους επαγγελματικούς ρόλους παρουσιάζονται με μεγάλη συχνότητα στη θέση της δασκάλας, της νοσοκόμας, της αεροσυνοδού, της οικιακής βοηθού, της πωλήτριας κ.ο.κ. Δεν θα δούμε σε τηλεοπτικά σίριαλ συχνά γυναίκες να οδηγούν ταξί, λεωφορεία ή να πιλοτάρουν αεροπλάνα. Σε καμία περίπτωση δεν θα δούμε γυναίκες στον κλάδο των κατασκευών.
Υπάρχουν επαγγέλματα που θεωρούνται περισσότερο γυναικεία και γι’ αυτό παρουσιάζονται οι γυναίκες συχνά ως μοντέλα ή επαγγέλματα που θεωρούνται ανδρικά, για παράδειγμα οι bartenders. Επίσης υπάρχουν επαγγέλματα που χαρακτηρίζονται από ένα βαθμό ερωτισμού, που και πάλι θεωρούνται περισσότερο γυναικεία, ή επαγγέλματα που άπτονται του αθλητισμού που θεωρούνται ανδρικά.
Επιπλέον μια δεύτερη διάκριση εις βάρος των γυναικών είναι ότι δεν παρουσιάζονται σε θέση ευθύνης, π.χ. στην πολιτική ως υπουργοί, πρωθυπουργοί, ή στην οικονομία και τις οργανώσεις σε διευθυντικές θέσεις, π.χ. σχολείου, επιχειρήσεων και τα λοιπά”.
“Άμεση είναι η σχέση της τηλεοπτικής παρουσίας των γυναικών πολιτικών και της παρουσίας τους στη Βουλή” εξήγησε ο κ. Πλειός επισημαίνοντας ότι στον ρόλο του πολιτικού παρουσιάζονται πολύ χαμηλά οι γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες.
«Σύμφωνα με έρευνα που είχαμε κάνει πριν από 13 χρόνια, όμως είναι ενδεικτική και για σήμερα, ως μια γενική τάση, στην προεκλογική περίοδο του 2004 το ποσοστό των υποψήφιων γυναικών που ήταν στις ενημερωτικές τηλεοπτικές εκπομπές ήταν 17%. Αντιστοίχως των ανδρών υποψηφίων βουλευτών ήταν 83%. Μετά τις εκλογές διαπιστώθηκε ότι υπήρχε μια καταπληκτική παραλληλία στο ποσοστό της τηλεοπτικής εκπροσώπησης των φύλων σε σχέση με την εκπροσώπηση των φύλων μέσα στη Βουλή. Τα ποσοστά, δηλαδή, ήταν σχεδόν ίδια».
Τηλεόραση και ζωή αντανακλούν τις προκαταλήψεις μας
Μια διαδεδομένη απάντηση από την πλευρά των μέσων είναι ότι η τηλεόραση αντανακλά την πραγματικότητα και «οι γυναίκες δεν παρουσιάζονται στους ρόλους αυτούς διότι δεν υπάρχουν, όμως το ερώτημα που τίθεται είναι: Οι γυναίκες δεν καταλαμβάνουν τους ρόλους αυτούς γιατί είναι ανίκανες ή γιατί τις θεωρούν ανίκανες; Τους λείπουν τα προσόντα ή εκείνοι από τους οποίους εξαρτάται η επιλογή τους θεωρούν ότι δεν έχουν τα προσόντα;
Μήπως και στην τηλεόραση και στη Βουλή το πρόβλημα έγκειται στις εδραιωμένες προκαταλήψεις που υπάρχουν σχετικά με τις δυνατότητες των γυναικών να ασκήσουν αποτελεσματικά αυτούς τους ρόλους; Μήπως η αιτία είναι κοινή και τόσο η ζωή όσο και η τηλεόραση αντανακλούν τις προκαταλήψεις μας;».
Μιλώντας για τις έμφυλες διακρίσεις στο περιεχόμενο των ΜΜΕ ο κ. Πλειός εξήγησε πως αυτές αποτυπώνονται και στη διάρθρωση του λόγου του αντίστοιχου μέσου επικοινωνίας. Στην τηλεόραση, για παράδειγμα, υπάρχουν τα περίφημα «πρωινάδικα», που απευθύνονται αποκλειστικά σε γυναίκες, κυρίως νοικοκυρές, και το περιεχόμενό τους είναι μόδα, συνταγές μαγειρικής, lifestyle, ζώδια. Δηλαδή υπάρχει ένα ολόκληρο τηλεοπτικό είδος που απευθύνεται αποκλειστικά σε έναν γυναικείο ρόλο, τη νοικοκυρά. Ανάλογα ισχύουν και για τα μεταμεσονύκτια περιεχόμενα ΧΧΧ.
«Η αντίληψη ότι η γυναίκα είναι νοικοκυρά είναι πολύ ισχυρή στην ελληνική κοινωνία. Αρκεί να δούμε τη γλώσσα μας, στην οποία θεωρείται ανοίκειο να πούμε για παράδειγμα τη λέξη ‘νοικοκυρός’. Η λέξη νοικοκυρά με αυτήν την έννοια υπάρχει μόνο σε θηλυκό γένος”. Όπως διευκρίνισε ο κ. Πλειός, ο νοικοκύρης σημαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό. Είναι ο άνθρωπος που έχει μια ευταξία στην καθημερινή του ζωή και όχι ο άνθρωπος που ασχολείται με τα οικιακά, τη φροντίδα των παιδιών και του σπιτιού.
Σε ερώτηση της «Α» για τους λόγους για τους οποίους τα ΜΜΕ επιλέγουν σε ένα συγκεκριμένο κοινό να παρέχουν ένα συγκεκριμένο «τηλεοπτικό προϊόν» ο κ. Πλειός υπογράμμισε ότι:
«Τα ΜΜΕ αυτό που συνήθως κάνουν είναι να διαπραγματεύονται τις καθημερινές καταστάσεις υπό το πρίσμα των καθιερωμένων αντιλήψεων. Όσο καινούργιο και αν είναι ένα γεγονός, για παράδειγμα μια νέα τεχνολογία, ένα επίτευγμα, μια ιατρική ανακάλυψη, μια οικονομική κρίση ή ένας πόλεμος, ό,τι και αν είναι αυτό, σχεδόν πάντα παρουσιάζεται υπό το πρίσμα των καθιερωμένων αντιλήψεων, όπως για παράδειγμα οι διαφημίσεις για υποτιθέμενα ευεργετικά για την υγεία ή το αδυνάτισμα νέα προϊόντα, σωματική άσκηση, φαγητά, παιδική διατροφή, οικιακές διευκολύνσεις και εργασίες κ.ο.κ.».
Ερχόμενοι τώρα στον χώρο της τηλεόρασης: «Στην παρουσίαση των ειδήσεων η επιλογή της τηλεπαρουσιάστριας όταν επιδιώκεται το θέαμα και όχι η ανάλυση είναι ευρέως διαδεδομένη. Αυτά είναι βαθιές τάσεις στην ελληνική τηλεόραση. Όταν ξεκίνησε η ελληνική τηλεόραση αρχές της δεκαετίες του 1970, υπήρχε λ.χ. η εκπομπή ‘Σύγχρονη Εύα’ αποκλειστικά για γυναίκες – για θέματα ομορφιάς, νοικοκυριού κ.λπ. Κάτι αντίστοιχο συνέβαινε και στο ραδιόφωνο κατά τη μεταξική περίοδο, όπου υπήρχαν εκπομπές που έδιναν συμβουλές για την ανατροφή των παιδιών, μιας και η παιδαγωγική θεωρούνταν αποκλειστική υπόθεση της γυναίκας. Σημειώστε ότι κατά την πρώτη στελέχωση του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών στη δικτατορία Μεταξά καθιερώθηκαν χαμηλότερες αμοιβές για τις γυναίκες στελέχη επειδή δήθεν λόγω σωματικής διάπλασης ήταν λιγότερο παραγωγικές».
«Είναι βαθιά ριζωμένη δηλαδή η αντίληψη στα ΜΜΕ ότι κάποιες ασχολίες που έχουν να κάνουν με το εσωτερικό του σπιτιού είναι γυναικείες το μαγείρεμα, η φροντίδα των παιδιών, του κήπου. Αντίστοιχα αποκλειστικά ασχολίες του άνδρα να κάνει κάποιες κατασκευές στο σπίτι, να ασχολείται με αθλήματα, να βγαίνει με τους φίλους τους στο καφενείο ή στην ταβέρνα – μοτίβα που αναπαρήγαγαν ποικιλοτρόπως τα ελληνικά ΜΜΕ.
Τα στερεότυπα αυτά είναι πολύ ισχυρά. Στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο για παράδειγμα το βλέπουμε στην ταινία ‘Και η γυνή να φοβείται τον άνδρα’ που προβάλλεται συχνά από την ελληνική τηλεόραση. Φυσικά και δεν είναι η μοναδική ταινία. Σε πολλές ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου ο κύριος στόχος των γυναικών είναι να βρουν σύντροφο να παντρευτούν».
Ρωτήσαμε τον κ. Πλειό κατά πόσο έχουν αλλάξει σήμερα τα πράγματα και αν είναι αισιόδοξα τα μηνύματα από τη νέα γενιά. «Οι γυναίκες πλέον εμφανίζονται να εργάζονται, να είναι ορατές πολύ περισσότερο στον δημόσιο βίο, στα τηλεοπτικά στούντιο. Έχουν αλλάξει τα πράγματα στη πραγματική ζωή, άρα και τα ΜΜΕ το ακολουθούν. Σήμερα η γυναίκα δεν γίνεται αντιληπτή μόνο ως νοικοκυρά. Σαφώς έχουν αλλάξει τα πράγματα προς το καλύτερο και αυτό ισχύει κυρίως για τους νέους ανθρώπους».
Ωστόσο σε σχέση με τη νέα γενιά «τα στερεότυπα σε ό,τι αφορά την ομορφιά και τη σχέση μεταξύ των φύλων είναι ακόμα ισχυρά. Σε ό,τι αφορά όμως την αναζήτηση επαγγέλματος, τις ίσες αμοιβές, τις ίσες ευκαιρίες στην αναζήτηση εργασίας ή τη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων τα ποσοστά των γυναικών είναι σημαντικά αυξημένα ακόμα και στα ΜΜΕ».
«Οι γυναίκες των λαϊκών στρωμάτων δεν είναι γατούλες»
Πέρα όμως από την οριζόντια και κάθετη διάκριση στα ΜΜΕ, υπάρχουν και πολλές άλλες διακρίσεις που κάνουν το παιχνίδι διαφορετικό, όπως η ταξική διάσταση του προβλήματος, την οποία σημείωσε ως εξόχως σημαντική ο κ. Πλειός. Αναφερόμενος στο περιεχόμενο των τηλεοπτικών σειρών εξήγησε ότι σε αυτές που παρουσιάζουν τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα οι γυναίκες εμφανίζονται περισσότερο ισότιμες, ενώ στις τηλεοπτικές σειρές όπου παρουσιάζουν τα λαϊκά στρώματα οι γυναίκες εμφανίζονται σε πιο παραδοσιακούς ρόλους, όπως της νοικοκυράς.
Για παράδειγμα σε πολύ γνωστή τηλεοπτική σειρά ο επιχειρηματίας με τη σύζυγό του εμφανίζονται σε ισότιμο σχεδόν ρόλο, αντίθετα στις σειρές που παρουσιάζουν τη ζωή από τις λαϊκές συνοικίες οι γυναίκες εμφανίζονται σε πιο παραδοσιακούς ρόλους, όπως της μάνας, της νοικοκυράς, της μαγείρισσας κ.ά.
«Η στερεότυπη εικόνα του παρελθόντος, της παράδοσης εγγράφεται πιο πολύ στα λαϊκά στρώματα. Αυτή είναι και η πιο απατηλή αντίληψη, διότι στα λαϊκά στρώματα οι γυναίκες αναγκάζονται να εργάζονται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι οι γυναίκες μεσοαστικών στρωμάτων που πιθανόν να μην έχουν αυτή την ανάγκη.
Επίσης οι ζωές των γυναικών από τα λαϊκά στρώματα έχουν πολλές περισσότερες διακινδυνεύσεις στην καθημερινότητά τους, στη μετακίνηση, στον χώρο εργασίας, στην αγορά και άρα έχουν αναπτύξει αυξημένες δεξιότητες αντίδρασης και ενεργητικής στάσης απέναντι στο περιβάλλον τους”. «Στην πραγματικότητα οι γυναίκες των λαϊκών στρωμάτων δεν είναι γατούλες, οι γατούλες προέρχονται από τα μεσαία στρώματα» πρόσθεσε.
«Στην ταυτότητα της γυναίκας τι είναι πιο σημαντικό, το ότι είναι γυναίκα ή το ότι ανήκει στην μια ή την άλλη τάξη; Όσο σημαντικό και αν είναι το ότι είναι γυναίκα, πιο σημαντικό είναι σε ποια τάξη ανήκει. Δεν έχουν όλες οι γυναίκες την ίδια δυνατότητα για μόρφωση, άρα και απελευθέρωση. Παλαιότερα συνήθως τα κορίτσια των λαϊκών στρωμάτων δεν μπορούσαν να σπουδάσουν εύκολα και άρα έμεναν στο σπίτι κάνοντας τις ασχολίες της νοικοκυράς ή εργάζονταν».
«Η ταξική θέση της γυναίκας είναι πάρα πολύ σημαντική. Οι γυναίκες από τα λαϊκά στρώματα αντιμετωπίζουν περισσότερες αντιξοότητες και κατακτούν μεγαλύτερες ελευθερίες, όχι όμως στους ρόλους που θεωρούνται ταυτόσημα ως γυναικείοι». Ένα καλό παράδειγμα αποτελούν τα ρεμπέτικα τραγούδια, όπου οι γυναίκες έχουν πολύ περισσότερες ελευθερίες.
Επιπλέον, όπως εξήγησε ο καθηγητής, υπάρχουν διαφορές στην αποτύπωση της έμφυλης ανισότητας από μέσο σε μέσο. «Στο Διαδίκτυο σήμερα υπάρχουν όλες οι φωνές. Παλαιότερα η εφημερίδα ήταν κατ’ εξοχήν ανδρικό μέσο επικοινωνίας. Οι άνδρες έβγαιναν στον δημόσιο χώρο, πήγαιναν στο περίπτερο, αγόραζαν την εφημερίδα τους, που τη διάβαζαν λ.χ. στο καφενείο. Η εφημερίδα ήταν περισσότερο ένα ‘ανδρικό’ μέσο επικοινωνίας, ενώ για τις γυναίκες προορίζονταν περιοδικά όπως το ‘Ρομάντζο’, ο ‘Οικογενειακός θησαυρός’ κ.ά. Με την τηλεόραση όμως και αυτό αλλάζει». Η τηλεόραση είναι πιο unisex, αν και το ποιος ορίζει το τηλεκοντρόλ, ο άνδρας ή η γυναίκα, έχει -στην αρχή τουλάχιστον- μεγάλη σημασία.
«Τα στερεότυπα είναι πιο ισχυρά από την εμπειρία»
Συζητώντας για τη δύναμη που έχουν τα στερεότυπα στις σύγχρονες κοινωνίες ο κ. Πλειός παρέπεμψε σε μια έρευνα που είχαν κάνει επιστήμονες πριν από χρόνια στην Αμερική.
«Κοινωνιολόγοι δημιούργησαν μια τηλεταινία, στην οποία πρωταγωνιστούσε μία γυναίκα γιατρός, η Μαίρη, που είχε ως βοηθό τον Τζον. Το κοινό – δείγμα παρακολούθησε την τηλεταινία και ένα μήνα μετά τους μοίρασαν ερωτηματολόγιο για το περιεχόμενο της ταινίας που είχαν δει. Οι περισσότεροι απάντησαν ότι είδαν μια τηλεταινία με πρωταγωνιστή τον γιατρό Τζον και τη νοσοκόμα Μαίρη. Τα στερεότυπα λοιπόν είναι πιο ισχυρά από την εμπειρία. Δηλαδή τα στερεότυπα άλλαξαν ακόμα και την εμπειρία».
«Έχουμε μια διαφοροποίηση λοιπόν ανάλογα με το μέσο, αλλά και με την ιδεολογική ταυτότητα του μέσου. Κακά τα ψέματα, τα μέσα επικοινωνίας τα οποία στρατεύονται στην υπόθεση της χειραφέτησης οπωσδήποτε τείνουν και συχνά πετυχαίνουν να παρουσιάζουν μειωμένες αυτές τις διαφορές, την έμφυλη ανισότητα. Δεν το πετυχαίνουν βέβαια πάντα καθώς είναι ριζωμένες τόσο βαθιά στη γλώσσα και στις αντιλήψεις αυτές οι ανισότητες, ώστε αναπαράγονται ακόμα και εκεί. Ωστόσο πιστεύω ότι συνειδητά προσπαθούν και το πετυχαίνουν περισσότερο από άλλα μέσα επικοινωνίας».
«Άρα η ιδεολογία είναι ένας ισχυρότερος παράγοντας που μπορεί να επηρεάσει. Η βιομηχανία του πορνό, για παράδειγμα, δεν μπορεί να παρουσιάσει ισότιμα τα δύο φύλα καθώς δεν παρουσιάζει καν σφαιρικά την ανθρώπινη προσωπικότητα. Θυμάστε πως αντέδρασε ο αστικός κόσμος όταν διεκδίκησαν οι σουφραζέτες ίσα πολιτικά δικαιώματα, με αποτέλεσμα ο όρος σουφραζέτα να είναι προσβλητικός ακόμα και σήμερα».
«Πήγαινε, μωρή, στο σπίτι να πλύνεις κανένα πιάτο» -μια φράση βαθιά φασιστική
Μιλώντας για το πώς διάφορες περιρρέουσες αντιλήψεις αντικατοπτρίζονται στα ΜΜΕ ο κ. Πλειός αναλυτικά εξήγησε ότι:
«Προφανώς έχουμε και τις εθνικές διαφορές και τις περιφερειακές διαφορές, ενώ μια βασική πηγή των έμφυλων διακρίσεων σε πολιτιστικό και ιδεολογικό επίπεδο είναι οι θρησκείες» πρόσθεσε ο κ. Πλειός φέρνοντας ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από τη χριστιανική μυθολογία.
«Στη χριστιανική μυθολογία η γυναίκα δημιουργήθηκε ως συμπλήρωμα του άνδρα -και μόνο αυτό είναι θεμελιώδες ως προς το πώς αντιλαμβάνεται η χριστιανική μυθολογία τη σχέση γυναίκας – άνδρα. Όλη η πολιτιστική κληρονομιά που προέρχεται από εκεί περιέχει ενσωματωμένη αυτή την αντίληψη. Παραδοσιακές αντιλήψεις που έχουν ενστερνιστεί οι εθνικιστικές και φασιστικές ιδεολογίες θέλουν τη γυναίκα αποκλειστικά κλεισμένη στο σπίτι να ασχολείται με το νοικοκυριό και την ανατροφή των παιδιών».Όπως εξήγησε, «τα μέσα επικοινωνίας υιοθετούν συχνά αυτές τις αντιλήψεις. Αυτές του είδους οι αντιλήψεις συνδέονται πολύ με την καθημερινή συμπεριφορά στις γυναίκες του στυλ ‘πήγαινε, μωρή, στο σπίτι να πλύνεις τα πιάτα σου’, φράση που στην ουσία της είναι φασιστική».Ένα ακόμη παράδειγμα που αγγίζει τα όρια της φασιστικής ιδεολογίας είναι ότι για τον βιασμό στα ΜΜΕ φταίει -συνήθως- η γυναίκα. Πολλοί δημοσιογράφοι προσπαθούν να βρουν ένα ψεγάδι στη γυναικεία συμπεριφορά της βιασθείσας ξεχνώντας τη βίαιη συμπεριφορά του βιαστή. Αυτό το συναντά κανείς συχνά στα μέσα επικοινωνίας. Αυτή η υπονόηση αντανακλά την άποψη για ποια πράγματα είναι προορισμένη η γυναίκα σε αυτόν τον κόσμο, ότι η ίδια δηλαδή πρέπει να είναι το «ωραίο», αλλά και εύκολο, φύλο. «Λες και το φύλο εξ ορισμού μπορεί να είναι ωραίο ή άσχημο».
Το «ωραίο φύλο» δεν είναι τίποτε άλλο από τη γυναίκα – αντικείμενο. Της αποδίδεται αποκλειστικά εκείνης μια εντελώς φυσιολογική ανθρώπινη ανάγκη, του να είσαι ωραίος, ωραία, της αποδοχής από τον κοινωνικό περίγυρο, και μάλιστα ως κύρια, αν όχι αποκλειστική, ιδιότητά της.
«Υπάρχουν πάρα πολλές κατηγοριοποιήσεις των Μέσων Επικοινωνίας που κάνουν αυτή τη θολή εικόνα που περιγράψαμε στην αρχή πολύ διαφορετική» συνέχισε ο κ. Πλειός μιλώντας για την επίδραση του παράγοντα της ιδεολογίας.
«Στις εφημερίδες του χώρου της Αριστεράς η γυναίκα παρουσιάζεται κυρίως ως εργαζόμενη, πράγμα που σημαίνει ότι ως πρόσωπο διεκδικεί δικαιώματα και μια ισότιμη συμπεριφορά στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο ταυτόχρονα. Δεν είναι το ίδιο στον χολιγουντιανό κινηματογράφο ή στη χολιγουντιανή τηλεόραση και το ίδιο ισχύει και στα εγχώρια μέσα επικοινωνίας, απλώς τα πραγματολογικά στοιχεία και η έντασή τους διαφέρουν εδώ».
Καθοριστικός παράγοντας για τις έμφυλες ανισότητες η ιδιοκτησία και ο ιδεολογικός προσανατολισμός του μέσου
Οι έμφυλες διαφορές στο περιεχόμενο ποικίλλουν ανάλογα με τη χρονική περίοδο, το μέσο επικοινωνίας, την ιδεολογική ταυτότητα του μέσου, ακόμα και τη θεματολογία εξήγησε ο κ. Πλειός προσθέτοντας ότι ο πιο σημαντικός παράγοντας λόγω του οποίου προκύπτουν διαφορές είναι η ιδιοκτησία και ο προσανατολισμός του μέσου.
«Τα ιδιωτικά μέσα που αποσκοπούν στον μέγιστο αριθμό πωλήσεων -στοχεύουν στις πωλήσεις και όχι στο ποιοτικό περιεχόμενο- στηρίζονται συνήθως στα πιο διαδεδομένα στερεότυπα”. Κατά συνέπεια σε μια κοινωνία όπου «τα σεξιστικά στερεότυπα είναι δεδομένα, τα ιδιωτικά μέσα ακουμπάνε πιο συχνά πάνω σε αυτά».
Μερικά από τα πιο μεγάλα και πιο γνωστά ΜΜΕ στην Ελλάδα, και στον χώρο του Διαδικτύου και σε αυτόν των έντυπων εκδόσεων, ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Αυτά τα μέσα αναπαραγάγουν τα πιο διαδεδομένα σεξιστικά στερεότυπα που περιστρέφονται κυρίως γύρω από το «η γυναίκα γατούλα και ο άνδρας μάτσο».
Από την άλλη πλευρά «τα μέσα που δεν είναι εμπορικά και διαπραγματεύονται με όρους ποιότητας το περιεχόμενό τους έχουν αρκετά μετριασμένες έμφυλες ανισότητες, όχι ότι δεν συναντώνται και σε αυτά, αλλά σε μικρότερο βαθμό. Για παράδειγμα στα δημόσια μέσα, όταν καταπιάνονται με τέτοια θέματα, υπάρχει προβληματισμός πάνω σε αυτά τα ζητήματα, κάτι που σπάνια συναντάται στα ιδιωτικά».
Οι έμφυλες διαφορές καθορίζονται και από το ποιοι ασχολούνται στην παραγωγή του περιεχομένου. Σε γυναίκες συντάκτριες ανατίθενται θέματα που αφορούν αδυνάτισμα, θηλασμό ή τοκετό, ενώ στον χώρο των «σοβαρών ειδήσεων» πιο συχνά συναντάς γυναίκες στο ρεπορτάζ υγείας ή παιδείας, διότι είναι πιο «ουδέτερα» ρεπορτάζ. Πολιτικό και οικονομικό ρεπορτάζ ανδροκρατούνται, όπως άλλωστε και το ρεπορτάζ του υπουργείου Άμυνας ή το αστυνομικό.
Το αθλητικό ρεπορτάζ, παρ’ όλο που τα τελευταία χρόνια υπάρχουν και γυναικεία ονόματα, κυρίως στον στίβο, γενικά ανδροκρατείται. Ωστόσο ο κ. Πλειός ανέφερε ότι δεν πρόκειται για έναν απόλυτο διαχωρισμό, καθώς υπάρχει τάση τα τελευταία χρόνια να δίνονται και σε γυναίκες πλέον.
«Το φύλο παίζει ρόλο στο είδος των ιστοριών με τις οποίες ασχολούνται οι δημοσιογράφοι στα μέσα επικοινωνίας και αυτό μπορεί να έχει να κάνει με τις γνώσεις του θέματος ή τις γνωριμίες, καθώς γυναίκες και άνδρες μπορεί να κινηθούν διαφορετικά, ανάλογα με το φύλο τους.
Για παράδειγμα σε χώρους ανδροκρατούμενους (στρατός, αστυνομία) ένας άνδρας υπολογίζεται πιο πολύ από μία γυναίκα. Στον χώρο του στρατού δεν θα δείτε εύκολα γυναίκες στα ανώτερα κλιμάκια του στρατού ή της αστυνομίας (όχι ότι δεν υπάρχουν, αλλά δεν είναι σε ανώτερα αξιώματα). Ο χώρος μάλιστα της Εκκλησίας είναι ο πιο ανδροκρατούμενος. Εκεί οι γυναίκες, όταν δεν είναι αγίες, εμφανίζονται κυρίως ως πιστές ή καλόγριες».
«Οι απόψεις δηλαδή στις οποίες δίνουν βαρύτητα κάποιοι άνθρωποι που ασχολούνται με τα θέματα γυναικών – ανδρών στα ΜΜΕ προέρχονται από τους πιο ανδροκρατούμενους χώρους. Οπότε είναι λογικό να διαιωνίζονται οι διακρίσεις και οι έμφυλες ανισότητες ακόμα και αν δεν συνειδητοποιεί κάποιος ότι το κάνει. Άρα συνδέεται σε ένα βαθμό ο επαγγελματικός ρόλος των γυναικών με το ρεπορτάζ που παράγουν, ενώ και οι ίδιες οι γυναίκες τείνουν να καλύπτουν συγκεκριμένα θέματα, αλλά και οι αρχισυντάκτες τους αναθέτουν θέματα που θεωρούν ότι θα τα καλύψουν καλύτερα». Κι αυτό ενισχύεται όταν εξασφαλίζει καριέρα στις γυναίκες σε μια δύσκολη, επαγγελματικά, εποχή
Παρ’ ότι είναι μεγάλος ο αριθμός των γυναικών στον χώρο της επαγγελματικής δημοσιογραφίας εντούτοις ο αριθμός των γυναικών σε θέση ευθύνης είναι δυσανάλογος είτε μιλάμε για θέσεις αρχισυντάκτη/τριας είτε για θέση διευθυντή/τριας. Κάπως αυξημένο είναι το ποσοστό στην παρουσίαση των ειδήσεων ή εν γένει στις παρουσιάστριες εκπομπών. Τα ποσοστά των γυναικών παρουσιάζονται αυξημένα κυρίως στον χώρο της εικόνας και όχι σε θέση ευθύνης.
Επιπλέον και αυτές οι διαφορές για τον θεσμικό ρόλο γυναικών και ανδρών δημοσιογράφων εξαρτώνται και από το αν είναι εμπορικό ένα μέσο υποστήριξε ο κ. Πλειός.
«Στα πιο εμπορικά μέσα, που τείνουν να συμπιέζουν το κόστος, τις σελίδες δηλαδή και να πληρώνουν λιγότερα, είναι λογικό να απασχολούν περισσότερες γυναίκες παρά άνδρες, γιατί συμφωνούν σε χαμηλότερες μισθολογικές απολαβές. Στα δημόσια μέσα δεν μπορούν να υπάρξουν τέτοιες διαφορές στις αμοιβές, γιατί σε αυτά πληρώνονται με βάση τη νομοθεσία της χώρας, ενώ έχουν λόγο και τα επαγγελματικά σωματεία και άλλοι παίκτες. Ή ένα μέσο που εμμένει περισσότερο στη χειραφέτηση των γυναικών είναι πιο εύκολο να απασχολήσει γυναίκες απ’ ό,τι άλλα μέσα ή να τους ανατεθούν ρόλοι που παραδοσιακά ανατίθενται σε άνδρες”.
Τέλος, είναι και ο παράγοντας της διάρκειας παραμονής στο επάγγελμα, της καριέρας. «Είναι προφανές πως οι γυναίκες που δουλεύουν ως δημοσιογράφοι αναγκάζονται συχνότερα να τα παρατήσουν μετά από τόσες δυσκολίες, ειδικά με τον ερχομό ενός παιδιού, οπότε έχουν σχεδόν δεδομένη την απόλυση».
Τέλος στον σεξισμό σημαίνει ουδετεροποίηση του φύλου
Σε ερώτηση σχετικά με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο στη χώρα μας, ο κ. Πλειός τόνισε: «Υπάρχουν νόμοι που απαγορεύουν τις διακρίσεις με βάση το φύλο στο επάγγελμα, στον δημόσιο βίο και στην ιδιωτική ζωή. Υπάρχει δηλαδή ένα βασικό νομοθετικό πλαίσιο που αφορά τη διαπραγμάτευση των θεμάτων αυτών από τα ΜΜΕ. Σχετικές καταγγελίες στα θέματα αυτά ερευνώνται και εξετάζονται από το ΕΣΡ”.
Όμως υποστήριξε ότι «δεν υπάρχει τίποτα που να αλλάξει την πράξη από την ίδια την πράξη» δηλώνοντας ότι στην πραγματικότητα «αν δεν υπάρξει μια έμπρακτη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των γυναικών, δεν θα αλλάξει τίποτα. Με μια τέτοια διεκδίκηση καθημερινά και οργανωμένα, ατομικά και συλλογικά, πρέπει οι γυναίκες να διεκδικούν αυτό που θεωρούν ότι τους ανήκει. Από την άλλη υποστήριξε ότι το να θεωρούμε πως «μόνο με βάση το φύλο θα πρέπει να έχουμε δικαιώματα είναι σεξιστικό».
«Για να περιοριστεί ο σεξισμός στο περιεχόμενο και τους επαγγελματικούς ρόλους στα ΜΜΕ, θα πρέπει να μην έχει ιδιαίτερη σημασία το φύλο, να μην υπολογίζεται με αρνητικό ή θετικό τρόπο. Δηλαδή μια γυναίκα αν δεν έχει τα προσόντα να μπορεί λόγω του φύλου να πάρει μια θέση, όπως και να μπορεί ασχέτως του φύλου της. Μόνο όταν ουδετεροποιηθεί ο παράγοντας φύλο στις ευκαιρίες απασχόλησης, ζωής, καριέρας, κοινωνικής ανόδου θα καταπολεμηθεί ο σεξισμός» εξήγησε.
«Τέλος του σεξισμού σημαίνει την ουδετεροποίηση του, την εξουδετέρωση του παράγοντα φύλου και αυτό απαιτεί κυρίως προσπάθεια σε συμβολικό επίπεδο, διότι οι αντιλήψεις μεταδίδονται συνήθως συμβολικά, μέσω της γλώσσας, για παράδειγμα με το ‘νοικοκυρά’ ή με το ‘επάνδρωση’ ή αποκρύπτοντας το γυναικείο φύλο όταν απευθυνόμαστε σε ένα σύνολο ανθρώπων μέσα από γενικεύσεις χρησιμοποιώντας το ‘όλους’, αντί για ‘όλες και όλους’. Δεν πρέπει δηλαδή να ξεχνάμε ότι κυρίως μέσα από το συμβολικό επίπεδο αναπαράγονται τα στερεότυπα. Για παράδειγμα στο πλαίσιο κάποιων Εκκλησιών η ανισότητα ανδρών – γυναικών μπορεί να θεωρείται φυσιολογική, αυτό όμως δεν μπορεί να μετατίθεται και να υιοθετείται και στον δημόσιο βίο”.
Πηγή: Η Αυγή