Συνεντεύξεις

Γιώργος Πλειός: Η βία στην τηλεόραση ευνοεί τον ακροδεξιό λόγο και την καταστολή

Τη συνέντευξη πήρε η Αγγέλα Νταρζάνου

* Ο τρόπος δημοσιογραφικής κάλυψης του άγριου ξυλοδαρμού και του θανάτου του Ζακ Κωστόπουλου ακολούθησε την τυπική διαδικασία από τα ΜΜΕ, όμως είχε και ανατροπές.

Η κάλυψη του γεγονότος αποτελεί χαρακτηριστική ακτινογραφία του τρόπου λειτουργίας των ΜΜΕ. Το μάθαμε από τα ΜΜΕ, κι αν δεν υπήρχε το βίντεο, ίσως δεν θα είχε πάρει τέτοια έκταση και τροπή. Αυτό δείχνει τη δύναμη των νέων μέσων να αμφισβητούν ενίοτε την πραγματολογική και ιδεολογική κυριαρχία των παλιών, όταν συνδυάζονται με την κριτική δημοσιογραφία. Είδαμε ακόμα την επανάληψη του στερεότυπου τρόπου περιγραφής παρόμοιων περιστατικών (ναρκομανής, ληστεία, μαχαίρι κ.λπ.), που συχνά προέρχεται από την αστυνομία και φτάνει στο κοινό μέσω του αστυνομικού ρεπορτάζ, που αναπαράγει άκριτα, χωρίς ρεπορτάζ, τις πληροφορίες που λαμβάνουν οι δημοσιογράφοι.

 

* Η μετάδοση του βίντεο με το λιντσάρισμα οδήγησε όλη την ελληνική κοινωνία να παρακολουθήσει τον πραγματικό θάνατο ενός ανθρώπου έπειτα από ξυλοδαρμό. Συνηθίζει η κοινωνία στη βία και τη θεωρεί φυσιολογική;

Ας μην ξεχνάμε ότι η βία είναι αγαπημένο θέμα των ΜΜΕ, ειδικά των εμπορικών και ειδικότερα των «κίτρινων». Τείνουν δε να παρουσιάζουν τον κόσμο πιο βίαιο από ό,τι είναι, γεγονός που ευνοεί την κοινωνική απομόνωση των πολιτών, την καταστολή, αλλά και τον ακροδεξιό λόγο. Είδαμε σε κάποια ΜΜΕ την εμπορική εκμετάλλευση της προκατειλημμένης περιγραφής του γεγονότος. Είδαμε και την αντίδραση μέρους του κοινού, που φαίνεται να προκρίνει την άσκηση παράνομης και παράλογης βίας, παρακινούμενο από οργή, έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς, με κλονισμένο αξιακό υπόβαθρο και ανεύθυνη έγκριση της άσκησης βίας από «εκπροσώπους» του που θα αναλάβουν πρόθυμα αυτόν τον ρόλο. Με την έννοια αυτή, η ελληνική κοινωνία θεωρεί σήμερα σε μεγαλύτερο βαθμό φυσιολογική τη χρήση βίας, γιατί σε κάποιο βαθμό πάντα τη θεωρούσε. Η κρίση έπαιξε μεγάλο ρόλο σε αυτό. Πρέπει να προσέξουμε (κι αυτό σημαίνει πολλές αλλαγές) να μην πολιτικοποιηθεί το φαινόμενο, να μην εμφανιστούν διεκδικούσες την έγκριση του κοινού συμμορίες αυτόκλητων «τιμωρών».

 

* Είδαμε ότι το “δικαίωμα στη ζωή” του θύματος, το ύψιστο ατομικό δικαίωμα, σχετικοποιήθηκε, καθώς τέθηκε σε συνάρτηση με τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, το ιατρικό του ιστορικό ή τις εξαρτήσεις του. Αυτή η προσέγγιση δεν προκύπτει από κανέναν νομικό πολιτισμό, μας γυρνάει στον 18ο αιώνα.

Κάποιοι δημοσιογράφοι και μέσα τάχθηκαν με την αποτρόπαια απάντηση του ερωτήματος, όπως άλλωστε και μέρος του κοινού. Όμως πρέπει να θυμόμαστε ότι αν κάποιοι πολίτες παραβιάζουν τη νομιμότητα ή τις θεμελιώδεις αρχές του σύγχρονου κόσμου, τα ΜΜΕ και όλοι όσων ο ρόλος και η ύπαρξη οφείλονται σε αυτές τις αρχές έχουν την υποχρέωση να τις υπερασπίζονται σθεναρά. Σε αντίθετη περίπτωση, πριονίζουν το κλαδί που κάθονται. Ποιος τους εγγυάται ότι κάποιος ο οποίος θεωρεί πως κατά την άποψή του ο α’ ή ο β’ δημοσιογράφος διέπραξε ανοσιούργημα δεν θα στραφεί εναντίον του με τον ίδιο τρόπο; Δεν έχει περάσει πολύς καιρός που παρόμοιοι «χασάπηδες» ασχημονούσαν στη είσοδο τηλεοπτικού σταθμού γιατί το θεωρούσαν «βοθροκάναλο». Οι ίδιοι θέλουν να ταυτίσουν την άσκηση κριτικής με βία από κάτω προς πάνω, αντίστροφα ή οριζόντια, θέλουν να μας γυρίσουν στον Μεσαίωνα.

 

* Στην κοινωνία υπάρχει πολύς θυμός και πολλή βία. Η αναπαραγωγή τους από τα ΜΜΕ, θα έλεγε κάποιος, αποτελεί αντανάκλαση και όχι αιτία της βίας. Όμως ακριβώς αυτή η συνεχής αναπαραγωγή έχει δικά της, αυτόνομα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, έναν γενικευμένο φόβο.

Οι θεσμοί των κοινωνιών που διαθέτουν ακόμα μεγάλα κατάλοιπα παράδοσης ή οι θεσμοί προσωπικής εξάρτησης (στρατός, φυλακές κ.ά.) συντηρούνται και αναπαράγονται με αρκετές δόσεις βίας. Βία δεν είναι μόνο η σωματική. Είναι η οικονομική (ανεργία, φτώχεια κ.λπ.), είναι η λεκτική, η ψυχολογική κ.ά. Στα χρόνια της κρίσης, η ελληνική κοινωνία δέχτηκε μεγάλες δόσεις βίας, οικονομικής και άλλης, αλλά, ταυτόχρονα, ο κοινωνικός σεισμός που δημιούργησε η κρίση διέχυσε αυτή τη βία που συνήθως ασκείται από τον ισχυρότερο στον οικονομικά, κοινωνικά, ψυχολογικά ασθενέστερο. Νομίζω αυτό ισχύει για τον τρόπο του επίδικου γεγονότος αλλά και για τη μιντιακή του πρόσληψη.

 

* Συχνά τα ΜΜΕ επικαλούνται την έλλειψη αστυνόμευσης και ασφάλειας, η οποία, όπως λένε, «οδηγεί τον κόσμο στην αυτοάμυνα». Λένε «κανείς δεν είναι εγκληματίας, αναγκάζεται όταν απειλείται». Πώς θα μπορούσαν να διαχειριστούν τα ΜΜΕ με καλύτερο τρόπο έναν ορισμένες φορές δικαιολογημένο φόβο;

Δεν είμαι ειδικός σε θέματα ασφάλειας, όμως όσοι το λένε πρέπει να το θεμελιώνουν. Δεν θα το κάνουν χωρίς έρευνα, περιμένοντας σε γραφεία τις γραπτές ή προφορικές πληροφορίες από τα στελέχη των κρατικών υπηρεσιών ή πού και πού κανένα αποκλειστικό. Είδατε να υπάρχει έρευνα για παρόμοια περιστατικά – ή σε αυτό αν δεν υπήρχε το βίντεο; Παρατηρήσατε π.χ. ότι πολλά ΜΜΕ αποφεύγουν συστηματικά να απευθύνονται στους ειδικούς για τα θέματα που καλύπτουν; Αυτή η πρακτική από τη μία ισχυροποιεί τους στερεότυπους τρόπους κάλυψης και από την άλλη τους στερεότυπους τρόπους αντίληψης του κοινού. Εν τέλει, ευνοεί τα κυρίαρχα στερεότυπα αφηγήματα των ΜΜΕ, τα οποία κάποιοι τα έχουν έτοιμα στους υπολογιστές τους και απλώς τα «γεμίζουν» με τα επίκαιρα κάθε φορά γεγονότα.

 

* Είστε μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης. Τι περιθώρια υπάρχουν ώστε να περιοριστεί ο ρατσιστικός και μισαλλόδοξος λόγος στην τηλεόραση; Θα υπάρξει παρέμβαση στο κανάλι Αρτ του Καρατζαφέρη για το «γκάλοπ» που έθετε την ερώτηση «Είστε υπέρ της ηρωοποιήσεως του ληστή…»;

Σας απαντώ ως μέλος και όχι ως εκπρόσωπος του Συμβουλίου. Υπάρχει ο σχετικός αντιρατσιστικός νόμος, τον οποίο έχουν την υποχρέωση να τηρούν τα μέσα που εποπτεύονται, με ό,τι αυτό σημαίνει σε περίπτωση παραβίασής του. Σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη περίπτωση που ρωτάτε, την απάντηση έδωσε ο ορισμένος εκπρόσωπος του Συμβουλίου, ο αντιπρόεδρος, ότι σχηματίστηκε φάκελος, άνοιξε η έρευνα και θα κληθεί ο εκπρόσωπος του σταθμού να δώσει εξηγήσεις.

Πηγή: Η Αυγή