Οι καιροί που διανύουμε δεν είναι εύκολοι ούτε για τους εργαζόμενους, αλλά ούτε και για το συνδικαλισμό. Αυτό ήταν το κεντρικό συμπέρασμα που κάναμε με το μέλος του γενικού συμβουλίου της ΑΔΕΔΥ Γιώργο Πετρόπουλο με αφορμή την εργατική Πρωτομαγιά. Μέσα σε μία ατμόσφαιρα πολύ έντονης οικονομικής πίεσης για τους παραγωγούς του πλούτου, η οποία χαρακτηρίζεται από την εργασιακή επισφάλεια (ακόμη και στο Δημόσιο), τους ανεπαρκείς μισθούς και την έλλειψη οράματος χειραφέτησης, οι εργαζόμενοι φαίνεται ότι πολλές φορές είτε συμβιβάζονται, είτε και παραιτούνται εντελώς από την όποια διεκδίκηση. Ο Γιώργος Πετρόπουλος πιστεύει, μεταξύ άλλων, ότι το συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα χρειάζεται (και) νέες μορφές αγώνα και κινητοποίησης.
Nα αρχίσουμε με μία ερώτηση επικαιρότητας: Πώς αντιμετωπίζετε την εξαγγελία της κυβέρνησης για πριμ παραγωγικότητας στους δημοσίους υπαλλήλους ένα μήνα πριν από τις ευρωπαϊκές κάλπες;
Πρόκειται για προσπάθεια παραπλάνησης των εργαζομένων που χρησιμοποιεί κατ’ ευφημισμό έννοιες όπως «παραγωγικότητα» «στοχοθεσία» και «αξιολόγηση» αναφερόμενο στο Δημόσιο που έχει εγκαταλειφθεί στη τύχη του, υποστελεχωμένο και υποχρηματοδoτούμενο. Το αναφερόμενο ποσό ανέρχεται στα 40 εκατομμύρια ευρώ και στη πραγματικότητα θα αφορά ένα επίδομα λίγων ευρώ και ένα μικρό ποσοστό του προσωπικού. Η κυβέρνηση αρνείται να αντιμετωπίσει το πραγματικό πρόβλημα, που είναι οι χαμηλοί μισθοί στο δημόσιο, που σε συνδυασμό με την ακρίβεια ισοδυναμεί με απώλειες για τους εργαζόμενους στο Δημόσιο, με ένα νέο μνημόνιο. Αντί γι’ αυτό επιχειρεί να δημιουργήσει ατομικούς μισθούς που θα καθορίζονται από το «διευθυντικό δικαίωμα» ανθρώπων που δεν έχουν καταλάβει τις θέσεις με κρίσεις, δεν έχουν οι ίδιοι αξιολογηθεί και στη πλειονότητα τους αποτελούν πολιτικές επιλογές της παρούσας κυβέρνησης. Καθιστά, δηλαδή, τον μισθό των εργαζομένων στο Δημόσιο αντικείμενο πελατειακών σχέσεων. Ταυτόχρονα, θα μετατρέψει σε «αρένα» τους εργασιακούς χώρους, με εργαζόμενους να επιδίδονται σε έναν αγώνα «αλληλοεξόντωσης» με «έπαθλο» αυτό το μικρό επίδομα, υπονομεύοντας στην πράξη τη λειτουργία των υπηρεσιών του Δημοσίου.
Τι «λέει» η Πρωτομαγιά στους νέους εργαζόμενους και πώς δουλεύει το συνδικαλιστικό κίνημα, ώστε η φλόγα να παραμένει αναμμένη;
Οι νέοι εργαζόμενοι βιώνουν την εργασιακή ανασφάλεια, τον κατακερματισμό και την αποδιάρθρωση του εργασιακού χρόνου και τους χαμηλούς μισθούς. Μια αντίστροφη πορεία, δηλαδή, από αυτή που ξεκίνησε στην Πρωτομαγιά του Σικάγο και έφτασε στη καθιέρωση του 8ώρου, της κοινωνικής ασφάλισης, σε καλύτερους μισθούς και εργασιακές συνθήκες, ειδικότερα στη μεταπολεμική περίοδο. Είναι αναμενόμενο να φαντάζει γι’ αυτούς περισσότερο μια επαναλαμβανόμενη συνδικαλιστική τελετουργία, χωρίς περιεχόμενο. Η κρατική εμπλοκή με την κορπορατίστικη «μεταφορά της αργίας», όπως φέτος, απονευρώνει ακόμη περισσότερο το νόημα της Εργατικής Πρωτομαγιάς. Η επιμονή μας (των μελών των συνδικάτων) σε απεργιακή κινητοποίηση τη 1η Μαΐου αποσκοπεί να δώσει στην Πρωτομαγιά τον χαρακτήρα μιας κινηματικής υπόμνησης πως οι καλύτερες συνθήκες δουλειάς, οι καλύτεροι μισθοί και το τέλος της εκμετάλλευσης, δεν χαρίζονται, αλλά είναι αποτέλεσμα των εργατικών αγώνων. Γνωρίζουμε πως δεν είναι αρκετό. Χρειάζονται καλύτερη οργάνωση, μεγαλύτερη συλλογικότητα και μικρές η μεγαλύτερες νίκες, για να αποκτήσουν όλα αυτά νόημα ξανά
Μήπως κάποιες από τις μορφές πάλης –και δεν εννοώ την απεργία– των προηγούμενων δεκαετιών είναι πια ξεπερασμένες; Χρειάζεται ίσως μία άλλη ματιά ως προς αυτό;
Είναι αλήθεια, πως σε αντίθεση με το κεφάλαιο που ανασχηματίζει ταχύτατα τις μορφές του και συνακόλουθα τις εργασιακές σχέσεις, οι συλλογικές μορφές οργάνωσης της μισθωτής εργασίας απαντούν με μια καθυστέρηση. Τόσο στις δομές και την οργάνωσή τους, όσο και στα αγωνιστικά τους ρεπερτόρια. Παρ’ όλα αυτά, τόσο στην Ελλάδα όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, εμφανίστηκαν νέες μορφές αγώνα, όπως για παράδειγμα στην απεργία των εργαζομένων στην efood που πλαισιώθηκε από μια μορφή ψηφιακού ακτιβισμού που «χτύπησε» το συγκριτικό πλεονέκτημα των εργοδοτών, την άυλη ψηφιακή μορφή τους.
Πόσο έχει επηρεάσει το συνδικαλιστικό κίνημα στη χώρα και τη συμμετοχή των εργαζόμενων στις όποιες κινητοποιήσεις ο νόμος Χατζηδάκη και οι διατάξεις του;
Ο νόμος Χατζηδάκη, ως προς το σκέλος του περιορισμού των συνδικαλιστικών ελευθεριών αποσκοπούσε στο να δυσχεράνει την ελευθερία συγκρότησης συνδικαλιστικών οργανώσεων, τον έλεγχο τους από την εργοδοσία, την παρακώλυση της δυνατότητας να υπάρξουν αποφάσεις απεργιακής κινητοποίησης από τα σωματεία και τέλος να καταστήσει την προκήρυξη τους αντικείμενο μιας μακρόσυρτης γραφειοκρατικής διαδικασίας, που καθιστά την απεργία πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθεί. Και αν αυτό γίνει κατορθωτό, στο τέλος έρχονται τα δικαστήρια να τις καταστήσουν παράνομες. Ειδικά για το Δημόσιο, το 90% των απεργιών έχει κριθεί παράνομο. Στον ιδιωτικό τομέα είναι ακόμη χειρότερα, έτσι έχουμε φτάσει σε μια στιγμή κατά την οποία το συνταγματικό δικαίωμα της απεργίας, έχει ουσιαστικά καταργηθεί στη χώρα μας
Από την πείρα σας, ποια είναι η αντίστοιχη εικόνα στην Ευρώπη; Τα συνδικάτα παραμένουν ζωντανά, πόσο κόσμο εκφράζουν και πώς «μιλούν» στη νεολαία;
Το μεγαλύτερο πρόβλημα των συνδικάτων, στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη είναι η χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα. Η μικρή συμμετοχή, δηλαδή, των εργαζομένων στα συνδικάτα που σε πολλές περιπτώσεις δεν ξεπερνά το 10% (ανάλογα τη χώρα βέβαια, την παράδοση, τους τρόπους οργάνωσης κλπ). Αυτό οφείλεται τόσο στην αλλαγή των εργασιακών σχέσεων όσο και στην έλλειψη εμπιστοσύνης αναφορικά με την αποτελεσματικότητα των συνδικάτων. Όμως η εμπειρία, τόσο από την Ευρώπη (μεγάλες κινητοποιήσεις στη Γαλλία για το ασφαλιστικό, απεργίες στη Γερμανία για τις αυξήσεις μισθών), όσο και από την Ελλάδα της εποχής του αντι-μνημονιακού αγώνα, δείχνει πως τις κρίσιμες στιγμές και παρά τις επιφυλάξεις τους, οι εργαζόμενοι εμπιστεύονται τα συνδικάτα.
Πώς πρέπει να οραματιστούμε τον συνδικαλισμό του 21ου αιώνα, έτσι ώστε αυτός να παράξει συγκεκριμένα, χειροπιαστά αποτελέσματα για τους εργαζόμενους;
Να οραματιστούμε το μέλλον του συνδικαλισμού, γυρίζοντας στο παρελθόν των αγώνων για την ανθρώπινη χειραφέτηση. Να επιμείνουμε στην παρακαταθήκη μας, στη συλλογικότητα, τη μαζική συμμετοχή, την αλληλεγγύη, τη δημοκρατική οργάνωση και τον ανυποχώρητο αγώνα για τις ζωές μας.
Νίκος Γιαννόπουλος