Ένας από τους στόχους του Πολυτεχνείου 1973 ήταν η Δημοκρατία. Όχι φυσικά κάποια αποκατάσταση του προηγουμένου διεφθαρμένου και αποτυχημένου κοινοβουλευτισμού ή κάποια βελτιωμένη εκδοχή του, αλλά ένα πολίτευμα στο οποίο ο δήμος θα είναι ουσιαστικά κυρίαρχος, θα υπάρχει «λαϊκή κυριαρχία» ή «λαϊκή εξουσία» (χρησιμοποιώ εδώ τους όρους που υπήρχαν στα συνθήματα των εξεγερμένων και στην Ανακοίνωση της Συντονιστικής Επιτροπής). Οι όροι αυτοί δεν είχαν τις σημασίες που έχουν συνήθως στα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα και Συντάγματα, και ισοδυναμούν στην ουσία με την απουσία λαϊκής κυριαρχίας. Διότι όπως εκφράζεται ρητώς στο Σύνταγμα: «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό και ασκούνται από τους αντιπροσώπους». Ενώ στη δημοκρατία όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό και ασκούνται από τον ίδιο τον λαό, όχι από αντιπροσώπους.
Είναι ενδεικτικό άλλωστε των προθέσεων των εξεγερμένων πως δεν ακούσθηκαν καθόλου ονόματα πολιτικών όπως του Κ. Καραμανλή, του Α. Παπανδρέου ή πολιτικών κομμάτων – δηλαδή των μετέπειτα κυρίαρχων της Μεταπολίτευσης. Όλα αυτά ήταν αδιανόητα για τους συμμετέχοντες. Υπήρχε σαφής εκφρασμένη απόρριψη του προδικτατορικού καθεστώτος, όχι μόνο της μοναρχίας, αλλά και του βασιλευόμενου κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, που είχε καταντήσει έρμαιο των δημαγωγών, του παρακράτους, της Αστυνόμευσης, του Στρατού και των επεμβάσεων των Ηνωμένων Πολιτειών, όλων αυτών που γέννησαν, έθρεψαν και συντήρησαν τη δικτατορία. Το προδικτατορικό καθεστώς σε καμία περίπτωση δεν ήταν δημοκρατικό, εν αντιθέσει με την κυρίαρχη αντίληψη στη Μεταπολίτευση -κομμάτων, διανοουμένων, δημοσιογράφων και ΜΜΕ- ότι με το τέλος της δικτατορίας το 1974 «αποκαταστάθηκε η δημοκρατία»!
Μία σαφής ένδειξη για την ιδέα της δημοκρατίας που είχαν κατά νου οι συμμετέχοντες, ή τουλάχιστον η πλειονότητά τους, ήταν η εσωτερική αυτοοργάνωση και ο αυτοκαθορισμός της κατάληψης. Η δυναμική και η λειτουργία της στηριζόταν στην αυτοδιεύθυνση, στην άμεση δημοκρατία και την αυτονομία όπως αναλύθηκε στο κεφ. 2. Αυτά σημαίνουν τη δημιουργία από τους συμμετέχοντες ενός ελευθέρου χώρου, ενός δημοσίου χώρου που ανήκε πραγματικά σε αυτούς που ήθελαν να συμμετέχουν επί ίσοις όροις ως πρόσωπα και όχι ως εκπρόσωποι ή αντιπρόσωποι. Ένας χώρος στον οποίο υπάρχουν ελεύθερες συζητήσεις, συνελεύσεις, διαβούλευση, αποφάσεις από τη βάση και μόνο από τους συμμετέχοντες. Η ανάδυση αυτή του δημοσίου χώρου είναι άλλωστε η απαραίτητη συνθήκη (αλλά όχι ικανή) για τη δημιουργία της πραγματικής δημοκρατίας, της άμεσης.
Από την πρώτη στιγμή της κατάληψης η ριζοσπαστική τάση αγωνίσθηκε για την διεύρυνση του χαρακτήρα και το άνοιγμα στην κοινωνία, πράγμα που κατάφερε μετά από ομηρικές συγκρούσεις με τις δυνάμεις της παραδοσιακής Αριστεράς. Αποτέλεσμα ήταν η ριζική πολιτικοποίησή του και η πλαισίωσή του από σημαντικό αριθμό εργαζομένων. Στον χώρο του Πολυτεχνείου υπήρχαν εργαζόμενοι και μαθητές, οι οποίοι είχαν τις δικές τους συνελεύσεις. Προσήλθαν επίσης αγρότες από τα Μέγαρα. Η συνέλευση των εργαζομένων, με ταξική κατεύθυνση, εξέδωσε ανακοίνωση που όριζε, μεταξύ άλλων, πως ο χαρακτήρας του αγώνα ήταν κατά των ελληνικών και ξένων μονοπωλίων, για να περάσει η εξουσία στον λαό. Καλούσε σε συγκρότηση εργοστασιακών επιτροπών και μικτών επιτροπών φοιτητών-εργατών με σκοπό τη δημιουργία προϋποθέσεων οικονομικής και πολιτικής απεργίας.
Στο ίδιο περίπου πνεύμα, αλλά με πιο προσεγμένη ορολογία, ήταν και η ανακοίνωση της Συντονιστικής που καλούσε τον λαό να κατέβει στο Πολυτεχνείο να αγωνισθεί για «λαϊκή κυριαρχία» και «εθνική ανεξαρτησία», με «άμεσες μαζικές διεκδικήσεις, με απεργιακούς αγώνες, μαζικές κινητοποιήσεις, συλλαλητήρια, με προοπτική τη γενική απεργία για την ανατροπή της δικτατορίας». Οι μαθητές από την πλευρά τους επέμεναν και έβγαλαν ανακοίνωση για να μοιρασθεί στα σχολεία που καλούσε τους μαθητές να κατέβουν στο Πολυτεχνείο, σε έναν πολιτικό αγώνα για να πέσει η δικτατορία.[1]
Η κύρια μέριμνα των εξεγερμένων δεν ήταν για κάποιο αόριστο εθνικό συμφέρον, αλλά για το πολιτικό συμφέρον, για την πτώση της δικτατορίας και την ελευθερία, για τη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία. Οι στόχοι αυτοί ήταν αλληλένδετοι, αποτελούσαν ενιαίο σύνολο και όχι στάδια μιας εξελικτικής πορείας, η οποία θα απαιτούσε συμμαχίες και τακτικισμούς της παραδοσιακής Αριστεράς στο πλαίσιο μιας εθνοπατριωτικής ή σοσιαλδημοκρατικής αντίληψης. Στη σκέψη των περισσοτέρων και στις συζητήσεις ένα βασικό ζήτημα ήταν τι πρέπει να γίνει μετά τη δικτατορία. Πρέπει να σημειωθεί πως πρόθεση πάντως πολλών ήταν να τεθεί το ζήτημα αυτό για συζήτηση στις συνελεύσεις, για το τι μέλλει γενέσθαι μετά τη χούντα, τι κατάσταση πρέπει να υπάρξει, τι πολιτική οργάνωση και πολίτευμα. Δυστυχώς όμως τα στενά περιθώρια χρόνου -ουσιαστικά δύο ημέρες-, δεν επέτρεψαν την ευρεία συζήτηση που χρειάζεται για τέτοια ζητήματα. Όμως η αυτοοργάνωση και η αυτονομία της κατάληψης-εξέγερσης, καθώς επίσης η αυτοσυγκρότηση και ο αυτοκαθορισμός του φ.κ. καταδεικνύουν την πολιτική οργάνωση και μορφή που οραματίζονταν οι φοιτητές και οι εργαζόμενοι: μια αντιγραφειοκρατική πολιτεία, με ισοτιμία και άμεση συμμετοχή όλων στον καθορισμό των βασικών κατευθύνσεων και αξιών της – δηλαδή πραγματική δημοκρατία και όχι αντιπροσώπευση και κοινοβουλευτισμό.[2]
Εδώ περιγράφω σε αδρές γραμμές τάσεις και καταστάσεις της συντριπτικής πλειονότητας τόσο των ευρισκομένων εντός του χώρου του Πολυτεχνείου όσο και αυτών που διαδήλωναν έξω στους δρόμους πέριξ του Πολυτεχνείου. αυτών που την Παρασκευή 16 και το Σάββατο 17 Νοεμβρίου, συγκρούσθηκαν με τις δυνάμεις καταστολής και έστηναν οδοφράγματα, προσπαθούσαν να εξουδετερώσουν τα δακρυγόνα, να προφυλαχθούν από τις σφαίρες, να μαζέψουν τους νεκρούς και να φροντίσουν τους εκατοντάδες τραυματίες. Φυσικά θα υπήρχαν άτομα ή ομάδες που είχαν στο μυαλό τους κάποιο καθεστώς κοινοβουλευτικό, «σοσιαλιστικό» ή «εργατικό» ανατολικού τύπου, αλλά ούτε εκφράσθηκαν ανοικτά ούτε πρότειναν κάτι παρόμοιο στις συνελεύσεις, στις συγκρούσεις ή στα οδοφράγματα. Οπωσδήποτε, όμως, όλοι οι αγωνιζόμενοι στις κρίσιμες εκείνες στιγμές δεν διακινδύνευαν τη ζωή τους για έννοιες όπως «πατρίδα» και «έθνος», που χρησιμοποιούσαν και χρησιμοποιούν οι ποικίλοι πατριδοκάπηλοι και ελλαδέμποροι.
Εδώ βρίσκεται το μεγαλείο τέτοιων γνησίων εξεγερσιακών καταστάσεων: συμβαίνουν από τα κάτω αυθόρμητα, μετά από καταπίεση και καταστολή αρκετών χρόνων, ξεχειλίζουν από σφρίγος, φαντασία και δύναμη, παρασέρνουν τους πάντες, κοινωνούν μεγάλα πλήθη σε μια μεθυστική αίσθηση κοινών πολιτικών στόχων και σημασιών, επιβάλλουν ανατροπές, καταργούν ατομικές φαντασιώσεις, τακτικισμούς και κομματικές σκοπιμότητες. Είναι οι μοναδικές στιγμές που ενσυνειδήτως, με όλες τις αισθήσεις, νοιώθεις πως όλα είναι δυνατά και οι κοινοί πολιτικοί στόχοι πραγματοποιήσιμοι, όχι όνειρο ή ουτοπία. Είναι οι στιγμές που αγωνίζεσαι για βασικές πολιτικές, συλλογικές και ζωτικές ανθρώπινες αξίες, συγκεκριμένες, και όχι για αφηρημένες έννοιες και ιδεολογίες. Είναι οι στιγμές που οι αγωνιζόμενοι εμφορούνται από ιστορική, κοινωνική και πολιτική συνείδηση. Είναι οι στιγμές που σημαίνουν ελευθερία. Όσοι συμμετείχαν σε τέτοιες καταστάσεις καταλαβαίνουν πολύ καλά αυτό που είπε η Χάνα Άρεντ: «Οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι (…) όσο διαρκεί η δράση τους. ούτε πριν ούτε μετά. Πράγματι, είμαι ελεύθερος και δρω σημαίνουν ένα και το αυτό πράγμα».[3]
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα του βιβλίου.
Σημειώσεις:
1. Στο Παράρτημα υπάρχουν οι πλήρεις Ανακοινώσεις.
2. Είναι ενδεικτικό σε αυτό το πλαίσιο ότι ο μετριοπαθής «Ρήγας Φεραίος» επηρεαζόμενος από τη ριζοσπαστική δυναμική της εξέγερσης και διαφοροποιούμενος από τις απαράδεκτες θέσεις του ΚΚΕ (εσ.), προσέγγισε τις πολιτικές θέσεις της κατάληψης-εξέγερσης και εξέδωσε ανακοίνωση μέσα από το κατειλημμένο Πολυτεχνείο (16.11.1973), στην οποία τονίζει τη λαϊκή και όχι την εθνική ενότητα, την ανατροπή όχι μόνο της δικτατορίας αλλά και του καθεστώτος που την γέννησε και την ανέθρεψε, τον αγώνα για τη λαϊκή κυριαρχία και την λαϊκή εξουσία, για τον λαϊκό έλεγχο και τη λαϊκή συμμετοχή στην επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων. Στην πράξη όμως, ο «Ρήγας» έπραττε αλλιώς, όπως είδαμε πριν.
3. Hannah Arendt, «Τι είναι ελευθερία;», Ελευθερία, αλήθεια και πολιτική, μτφ. Γ. Μερτίκας, Στάσει εκπίπτοντες, Αθήνα, 2012, σ. 24.
Ο Γιώργος Οικονόμου είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας και δοκιμιογράφος.