Είναι αξιοσημείωτο γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια αύξηση εγγραφών μαθητών και μαθητριών στα ιδιωτικά σχολεία. Ταυτόχρονα παρατηρείται ένα αυξημένο ενδιαφέρον των γονέων για τη συμμετοχή των παιδιών τους στις εξετάσεις για τα πρότυπα και πειραματικά σχολεία. Πώς ερμηνεύονται αυτά τα φαινόμενα; Ποια είναι τα κίνητρα των γονέων και ποια είναι η πραγματικότητα; Το κείμενο που ακολουθεί θα προσπαθήσει να προσεγγίσει τις απαντήσεις των δύο ερωτημάτων.
Για τα πρότυπα σχολεία
Οι βασικοί λόγοι που οι πολίτες της χώρας οδηγούν τα δωδεκάχρονα παιδιά τους στη δύσκολη και πολλές φορές τραυματική εμπειρία των εξετάσεων των προτύπων σχολείων είναι η ανάγκη τους να ζήσουν οι ίδιοι και τα παιδιά τους την σιγουριά ενός καλού δημόσιου σχολείου, που δεν θα είναι υποβαθμισμένο, δεν θα οδηγείται η λειτουργία του από επιχειρηματικά κριτήρια, δεν θα απαιτεί δίδακτρα ενώ την ίδια στιγμή θα είναι ευέλικτο, ανοικτό στις ευρωπαϊκές προκλήσεις και θα εμπνέει σοβαρότητα.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Σε συνέντευξη που έδωσε το 2022 στην εφημερίδα «Το Βήμα» και στη Μάρνυ Παπαματθαίου, ο διευθυντής του Πρότυπου Γυμνασίου της Αθήνας που εδρεύει στην Πλάκα, Κώστας Κοντογιάννης, μεταξύ άλλων ανέφερε ότι: «Τα [πρότυπα] σχολεία στην ουσία έμειναν αστήριχτα. Πολλά από αυτά λειτούργησαν με σημαντικό αριθμό αναπληρωτών, αφού υπήρχαν περιπτώσεις που οι θέσεις που προκηρύχθηκαν για εκπαιδευτικούς επί θητεία προσέλκυσαν πολύ μικρό ή και καθόλου ενδιαφέρον. Το 2021 για κάθε θέση είχαμε μέχρι και δέκα αιτήσεις, ενώ πέρυσι υπήρχαν περιπτώσεις που δεν εμφανιζόταν κανένας. Έχει έρθει η ώρα να ασχοληθούμε και με την ουσία. Πρέπει να δοθούν ανθρώπινοι πόροι και κονδύλια για να στηριχθεί εκ νέου το πείραμα των πρότυπων και πειραματικών σχολείων. Είναι ένα ελπιδοφόρο μοντέλο, αν το υπηρετήσουμε σωστά. Και τα πρότυπα σχολεία, αν στηριχτούν επί της ουσίας και περιβληθούν με την απαραίτητη εμπιστοσύνη, μπορούν πολλά να συνεισφέρουν στη διαμόρφωση των όρων αυτών».
Στις απόψεις αυτές ο αντίλογος από την πλευρά της ΟΛΜΕ αλλά και μεγάλου αριθμού γονέων αντιτάσσει ότι: α) είναι πολύ μικρός ο αριθμός των παιδιών που τελικά θα φοιτήσουν σε αυτά τα σχολεία, β) επειδή δεν είναι δυνατόν να έχουμε πρότυπα σχολεία σε κάθε δήμο, οι χρονοβόρες μετακινήσεις των μαθητών τούς στερούν τις παιδικές και εφηβικές φιλίες του σχολείου της γειτονιάς, γ) τα σχολεία αυτά χρηματοδοτούνται από χορηγούς, εταιρείες, επιχειρηματικούς ομίλους που δρουν ανεξέλεγκτα στο χώρο του σχολείου παρεμβαίνοντας στη συνείδηση των μαθητών, δ) αυξάνεται η εργασιακή ανασφάλεια των εκπαιδευτικών αφού ανά δύο ή τρία χρόνια οι οργανικές θέσεις αλλάζουν, ε) μόνιμο αίτημα της εκπαιδευτικής κοινότητας είναι τα δημόσια ποιοτικά σχολεία για όλους τους μαθητές και όλες τις μαθήτριες με στόχο την ανύψωση του μορφωτικού επιπέδου ανεξαιρέτως όλων των παιδιών ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση, τη φυλή, το χρώμα και τη θρησκεία, και ε) η αναγκαία επιστημονική έρευνα και η πιλοτική εφαρμογή μεταρρυθμίσεων πρέπει να εφαρμόζονται σε γενικά και ειδικά σχολεία που λειτουργούν σε πραγματικές συνθήκες, ώστε τα αποτελέσματα να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Ιδιωτικά ή δημόσια σχολεία;
Είναι γεγονός ότι πολλοί νέοι γονείς, όταν φτάνει η ώρα που θα στείλουν το παιδί τους στο σχολείο, αντιμετωπίζουν το δίλημμα «δημόσιο ή ιδιωτικό». Ας δούμε, λοιπόν, τις πιθανές θετικές και αρνητικές πτυχές κάθε επιλογής.
Στα θετικά του δημόσιου σχολείου οφείλουμε να συνυπολογίσουμε ότι: α) φοιτούν παιδιά από την ίδια γειτονιά, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ισχυρές φιλίες, αφού είναι πολύ πιθανό να βρίσκονται συχνά και εκτός του σχολικού χώρου, β) υπάρχει λιγότερη πίεση και περισσότερος πολύτιμος ελεύθερος χρόνος για τα παιδιά, γ) στα δημόσια σχολεία η φοίτηση είναι δωρεάν.
Στα αρνητικά του θα πρέπει να σημειώσουμε ότι: α) συχνά υπάρχουν ελλείψεις στην υλικοτεχνική υποδομή, β) υπάρχουν ελλείψεις σε εκπαιδευτικό προσωπικό, γ) η ποιότητα του διδακτικού έργου σε ορισμένες περιπτώσεις επαφίεται αποκλειστικά στην υπευθυνότητα του κάθε εκπαιδευτικού.
Στα θετικά του ιδιωτικού σχολείου καταγράφουμε τα εξής: α) υπάρχει μεγάλη οργάνωση και προγραμματισμός, β) το περιβάλλον είναι πιο προσεγμένο, γ) προσφέρεται ποικιλία δραστηριοτήτων που διευρύνουν τους μαθητικούς ορίζοντες, γ) το διευρυμένο ωράριο των περισσοτέρων ιδιωτικών σχολείων εξυπηρετεί τις εργασιακές απαιτήσεις των σκληρά εργαζόμενων γονέων.
Στα αρνητικά του ιδιωτικού σχολείου μπορούμε να επισημάνουμε ότι: α) τα παιδιά εθίζονται σε ένα υπερπροστατευτικό περιβάλλον, β) γίνονται πιο έντονες οι κοινωνικές ανισότητες, γ) οι εκπαιδευτικοί δεν μπορούν να κάνουν ελεύθερα τη δουλειά τους, καθώς υπάρχει παρέμβαση από τους γονείς, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις και από ορισμένους σχολάρχες, δ) συχνά το πελώριο κόστος ενός ιδιωτικού σχολείου δεν συνάδει με την ποιότητα και τις παροχές, ε) ενώ οι μαθητές σε κάθε τάξη ή τμήμα τάξης Γυμνασίων και Γενικών Λυκείων δεν μπορεί να υπερβαίνουν τους είκοσι επτά (27), στα ιδιωτικά σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δίνεται η δυνατότητα να υπάρχει προσαύξηση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα κατά 10% που τυπικά αποφασίζεται από τον διευθυντή και τον σύλλογο διδασκόντων, με τον σχολάρχη να έχει προφανώς τον τελικό λόγο σε μια τέτοια απόφαση.
Και επειδή οι συνθήκες εργασίας των εκπαιδευτικών είναι και συνθήκες μάθησης των μαθητών καταγράφουμε τις ενστάσεις της ΟΙΕΛΕ για τις συνέπειες της εκρηκτικής αύξησης των μαθητών της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Αυτές αναφέρουν ότι η συντριπτική πλειονότητα των ιδιωτικών εκπαιδευτικών δεν λαμβάνει ίχνος ηθικής και οικονομικής ενίσχυσης/επιβράβευσης από την γιγάντωση του χώρου της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Η παραβίαση του εργασιακού ωραρίου, το εργασιακό καθεστώς των ελεύθερων απολύσεων, η έλλειψη ουσιαστικής εποπτείας της πολιτείας έχουν καταστήσει τα ιδιωτικά σχολεία ένα όχι ελκυστικό τόπο εργασίας για τους νέους εκπαιδευτικούς.
Υπάρχει συμπέρασμα;
Στην Αγγλία υπάρχει ένα αντίστοιχο σχολείο με το πρότυπο, το grammar school. Και εκεί, όπως κι εδώ, καταγράφει ο εκπαιδευτικός Γιάννης Μιχαηλίδης στο άρθρο του «Πρότυπα σχολεία. Αξίζουν;», η επιλογή των μαθητών γίνεται στο τέλος του Δημοτικού μέσω εξετάσεων.
Σε σχετική έρευνα οι ερευνητές- συνεχίζει ο αρθρογράφος- εξέτασαν τις επιδόσεις μαθητών που πάνε στα δημόσια σχολεία, στα grammar schools και στα ιδιωτικά. Γνώριζαν ήδη ότι ο μέσος όρος των επιδόσεων στα ιδιωτικά και στα grammar schools είναι υψηλότερος από τον μέσο όρο των δημόσιων. Έψαξαν να δουν αν αυτή η διαφορά στην επίδοση οφείλεται στην επιλογή αρίστων μαθητών από τα ιδιωτικά και τα grammar schools ή επειδή αυτοί οι δύο τύποι σχολείων τελικά διδάσκουν καλύτερα από τα δημόσια;
Βρήκαν ότι ουσιαστικά η επίδραση και των δύο τύπων σχολείων, ιδιωτικών και grammar schools, στον υψηλό μέσο όρο των μαθητικών επιδόσεων είναι απειροελάχιστη. Ενώ οι μαθητές τους έχουν πράγματι κατά μέσο όρο υψηλότερες επιδόσεις, αυτό οφείλεται στα δικά τους ατομικά χαρακτηριστικά, καθώς τα ίδια τα σχολεία δεν προσφέρουν κάτι ιδιαίτερο. Την ίδια στιγμή υπάρχουν εξίσου καλά δημόσια σχολεία με πολύ λιγότερους όμως μαθητές με υψηλή επίδοση. Η επίδοση αυτών των μαθητών δε διαφέρει από την επίδοση των καλών μαθητών των ιδιωτικών και των grammar schools.
Εν κατακλείδι θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον μία αντίστοιχη έρευνα από τα πανεπιστήμια μας για τα σχολεία της χώρας μας.
Ο Γιώργος Μπουγελέκας είναι εκπαιδευτικός