Macro

Γιώργος Μπουγελέκας: Χαράζοντας τη διαχωριστική γραμμή

Τούτες τις μέρες, σε όλο τον κόσμο, οι δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού υπέστησαν μια συντριπτική ήττα. Η ατράνταχτη θεωρία τους ότι σε περιπτώσεις μεγάλης κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής, περιβαλλοντικής και υγειονομικής κρίσης μπορεί να εφαρμοστεί το δόγμα του σοκ φαίνεται ότι στις συνειδήσεις των ανθρώπων καταρρέει σαν χάρτινος πύργος. Μετά την πελώρια κρίση της πανδημίας του covid-19 οι περίφημες δυνάμεις της αγοράς σέρνονται αδύναμες να δώσουν τις γνωστές λύσεις τους για μια έξοδο από αυτήν την κρίση, που θα ήταν ως συνήθως σκληρές και επώδυνες για τις πάσης φύσεως δυνάμεις της εργασίας.

Ταυτόχρονα απειλούν ότι μια τυχούσα απόρριψη του αιτήματός τους θα σημάνει όχι μόνο απώλεια ανυπολόγιστου ύψους θέσεων εργασίας αλλά και την πλήρη κατάρρευση του πεδίου στο οποίο δραστηριοποιούνται. Έτσι -για παράδειγμα- βλέπουμε αεροπορικές εταιρείες να δηλώνουν ότι αν δεν χρηματοδοτηθούν άμεσα, θα εξαφανιστεί κάθε τουριστική δραστηριότητα στη χώρα που έχουν την έδρα τους, θα χαθούν οι θέσεις εργασίας που απασχολούν και βέβαια ούτε θέλουν να ακούσουν -ακόμα και μετά την κρατική τους ενίσχυση- για συμμετοχή του κράτους στη διοίκηση και τη συμμετοχή στα κέρδη της εταιρείας τους.

Από την άλλη πλευρά οι εργαζόμενοι, που συνεισφέρουν τα μέγιστα στα φορολογικά έσοδα, εκ των οποίων προκύπτουν οι κρατικές ενισχύσεις προς τις εταιρείες, αρνούνται να παραστούν στο ίδιο χιλιοπαιγμένο έργο ως θεατές, όπου οι ζημιές των ιδιωτικών εταιρειών θα αφορούν την κοινωνία και τα κέρδη θα εισπράττονται μόνο από τους ιδιοκτήτες.
Γιατί όμως δεν μούδιασαν αυτή τη φορά οι πολίτες σαν το ποντίκι του πειράματος, που επικαλείται η Ναόμι Κλάιν; Γιατί δεν έπεισαν οι θεωρίες της αποκλειστικά ατομικής τους ευθύνης για την υπέρβαση της κρίσης; Ποια ήταν η ειδοποιός διαφορά αυτής της φάσης ;

Είναι πλέον κοινός τόπος η απάντηση: στη λαίλαπα της πανδημίας του κορωνοιού το δημόσιο σύστημα υγείας απεδείχθη το μόνο ικανό να αντιμετωπίσει το τραγικό αυτό φαινόμενο και να προστατεύσει την υγεία του συνόλου. Ούτε τα πολυτελή ιδιωτικά νοσοκομεία, ούτε τα πανάκριβα πακέτα ιδιωτικής ασφάλισης μπόρεσαν να προσφέρουν το παραμικρό στην αντιμετώπιση του κινδύνου που απειλούσε τις ζωές μας. Όλοι και όλες έπρεπε να στηριχτούν αποκλειστικά στο δημόσιο σύστημα υγείας. Η επί δεκαετίες συστηματική απαξίωση κάθε κρατικής επιχειρηματικής δραστηριότητας από πολιτικούς και δημοσιογράφους, που προβάλλουν μονότονα τις δοξασίες του νεοφιλελευθερισμού, δεν έπεισε αυτή τη φορά. Η σκληρή πραγματικότητα έδωσε τη δική της απάντηση και ο λαός με την προσωπική -σε πολλές περιπτώσεις- εμπειρία του έβγαλε τα δικά του συμπεράσματα.

Σήμερα, που η πρώτη φάση της επίθεσης του νέου ιού φαίνεται να υποχωρεί, τα κράτη αρχίζουν να οργανώνονται. Η διασφάλιση της δημόσιας υγείας και ταυτόχρονα η επούλωση των πληγών, που το lock down επέφερε, βρίσκονται- θεωρητικά τουλάχιστον- στο επίκεντρο της προσοχής όλων των κυβερνήσεων και όλων των πολιτικών δυνάμεων παγκοσμίως. Ακολουθούν όλες αυτές οι δυνάμεις -κυβερνητικές και πολιτικές- τις ίδιες διαδρομές; Όχι, προφανώς.

Οι δυνάμεις που ανήκουν στη νεοφιλελεύθερη λογική επιχειρούν να ακολουθήσουν τη γνωστή και δοκιμασμένη πολιτική των μνημονίων διά της μετακύλισης των βαρών και της ευθύνης για το μέλλον των χωρών τους στους εργαζόμενους και στους αδύναμους. Χωρίς να αποκλείονται οι υπαρκτές εξαιρέσεις στον παραπάνω κανόνα οι δυνάμεις της Αριστεράς και της Προόδου επιχειρούν να χαράξουν μιαν άλλη πορεία με συχνές αναφορές στην παράδοση της αριστερής βιβλιογραφίας.

Γιατί απλούστατα δεν είναι δυνατή η συνέχιση της παραχώρησης όλων των βασικών κοινωνικών αγαθών στον ιδιωτικό τομέα. Η επανάκαμψη του κράτους ως ιδιοκτήτη και διαχειριστή επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας με κοινωνικό έλεγχο στη λειτουργία τους φαίνεται ότι πρέπει να γίνει η πρώτιστη και βασική πολιτική επιλογή της Αριστεράς. Η παράλληλη αυτονόητη απόρριψη εκείνων των μοντέλων του τέως δικομματικού παρελθόντος, όπου η κρατική επιχείρηση αποτελούσε το λάφυρο για την ικανοποίηση συμφερόντων των ημετέρων, είτε στο επίπεδο των αμαρτωλών προμηθειών και συναλλαγών, είτε στο επίπεδο των προσλήψεων κομματικής πελατείας διά μέσου των αλήστου μνήμης “κλαδικών”, πρέπει να θεωρείται “εκ των ων ουκ άνευ”.

Και η άμεση ανακούφιση των χειμαζόμενων στρωμάτων πρέπει να εξαφανισθεί από τον ορίζοντα των δυνάμεων της Αριστεράς; Η απάντηση είναι επίσης ένα μεγάλο όχι! Όμως, δεν πρέπει αυτές οι δυνάμεις να εγκλωβιστούν σε ένα τέτοιο πρόγραμμα ως την αποκλειστική τους έγνοια.

Τέτοιες βραχυπρόθεσμες δράσεις πρόνοιας των αδύναμων είναι δυνατόν να εκπονήσουν σε αυτήν τη φάση και οι δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού είτε ως επί μέρους εργαλεία τόνωσης της αγοράς διά της ζήτησης είτε ως ψηφοθηρικά μέσα εν όψει πιθανών εκλογικών αναμετρήσεων. Άρα, τα απολύτως αναγκαία στην εκπόνηση τους προγράμματα στήριξης των αδύναμων, των μισθωτών, των ανέργων, των αυτοαπασχολούμενων αλλά και των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων δεν διαφοροποιούν επί της ουσίας την Αριστερά από τη Δεξιά.

Για παράδειγμα, τα προγράμματα ενίσχυσης των επιχειρήσεων διά του κοινωνικού τουρισμού, παρά τις επί μέρους διαφορές τους, καταδεικνύουν τη φαινομενική σύγκλιση των πολιτικών δυνάμεων και τη δημιουργία σύγχυσης στην κοινωνία περί των ορίων και των διαφορών μεταξύ των δυνάμεων του νεοφιλελευθερισμού και των δυνάμεων της εργασίας.

Που θα μπορούσε άραγε να τεθούν αυτά τα όρια και πως θα μπορούσαν να αναδειχθούν οι διαφορές; Η άποψη του γράφοντος βρίσκεται στην εμμονική πεποίθηση ότι η λύση βρίσκεται στις απολύτως επίκαιρες βασικές αρχές της Αριστεράς, δηλαδή στον σχεδιασμό ενός δημοκρατικού δρόμου που θα μας οδηγεί ως κοινωνία στον σοσιαλισμό με δημοκρατία, ελευθερία και αυτοδιαχείριση. Η επαναφορά στην επικαιρότητα του υπαρξιακού μας αιτήματος με παράλληλες συγκεκριμένες, ταξικά μεροληπτικές και οικονομικά βιώσιμες προτάσεις που θα ανοίγουν -έστω και δειλά στην αρχή- τον δρόμο του σοσιαλισμού στα πεδία της υγείας, της παιδείας, της ενέργειας, των μεταφορών και των άλλων κοινωνικών αγαθών κάνουν εμφανείς τις μεγάλες διαφορές των δύο στρατοπέδων και θωρακίζουν τις δυνάμεις της εργασίας από τις χάντρες και τα καθρεπτάκια που απλόχερα θα τους προσφερθούν για θολώσουν το τοπίο και την κρίση τους.

Η σταδιακή υπέρβαση των υπαρκτών δυσκολιών και δεσμεύσεων με -όσες είναι δυνατόν να γίνουν- επαναδιαπραγματεύσεις και με ταυτόχρονη ενεργοποίηση του λαϊκού παράγοντα είναι κάποιες από τις προϋποθέσεις του δρόμου που -κατά τη γνώμη- μου οφείλουμε να ακολουθήσουμε.

Το παρελθόν της Αριστεράς στον τόπο δεν αποτελεί μειονέκτημα. Το αντίθετο. Η αναγκαστική εφαρμογή μνημονίων με ταυτόχρονη στήριξη της κοινωνίας, η έξοδος από την κρίση, η επιστροφή στην ανάπτυξη και η οικονομική μας θωράκιση αποτελούν τίτλους τιμής και διαβατήρια για μια επανάκαμψη της Αριστεράς πριν από όλα στις συνειδήσεις της συντριπτικής πλειοψηφίας του κόσμου, στη συνέχεια στη συνείδηση των κινημάτων και εν τέλει στις εκλογικές προτιμήσεις των ψηφοφόρων.

  • Ή ο γερασμένος κόσμος του ύστερου καπιταλισμού θα εξακολουθεί να καταστρέφει εκατομμύρια ανθρώπους, κοινωνίες, λαούς, το κλίμα, την ίδια τη γη, το κοινό μας σπίτι.
  • Ή οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις ενός νέου διαφωτισμού, ενός νέου ανθρωπισμού και πολιτισμού, μιας ευρύτατης κοινωνικής συμμαχίας και αντίστασης, με την Αριστερά σε θέση ευθύνης και μάχης ανάμεσά τους, θα βάλουν φραγμό στην καταστροφή, θα αλλάξουν τη ροή της ιστορίας προς τη κοινωνική χειραφέτηση.
  • Γιατί σήμερα, περισσότερο από ποτέ, το να αντισταθούμε στο σύστημα που ορίζει τα πάντα με μοναδικό κριτήριο το κέρδος αποτελεί ζήτημα ζωής και θανάτου.
  • Σήμερα, έχουμε την ευθύνη να οραματιστούμε, να προβληματιστούμε, να ενωθούμε, και να παλέψουμε για έναν άλλο κόσμο. Για έναν κόσμο με σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία.”

Ο Γιώργος Μπουγελέκας είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας και μέλος της Κεντρική Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ.

Πηγή: Independent News