Macro

Γιώργος Μπιθυμήτρης: Μέχρι τη Γάζα και ακόμη πιο πέρα

Η ανάρτηση του Άδωνι Γεωργιάδη εναντίον της πρωτοβουλίας March to Gaza, ενώ είναι απολύτως προβλέψιμη ως προπαγανδιστικό υποπροϊόν χαμηλής στάθμης, έχει ορισμένα σημεία που αξίζει να προσεχθούν. Οι δύο βασικοί πυλώνες του σκεπτικού της επίθεσης του υπουργού Υγείας, στήνονται στις δύο πρώτες φράσεις:

«Σε όλες σχεδόν τις Δυτικές Χώρες από την Αριστερά και διάφορους άλλους περιθωριακούς, γίνονται ασταμάτητες διαδηλώσεις για την Γάζα. Ποτέ δεν έκαναν για την Ουκρανία, για τους Χριστιανούς του Σουδάν που σφάζονται καθημερινά από τους ισλαμιστές εκεί, για τους Γιεζίντι που εξολόθρευσε ο ISIS, αλλά καθημερινά κλείνουν τους δρόμους και τις πλατείες μας για τη Γάζα και την Χαμάς».

Ασταμάτητες λοιπόν διαδηλώσεις διακόπτουν την καθημερινή ρουτίνα∙ διασαλεύουν την τάξη∙ κουράζουν με το μονότονο τραγούδι τους εναντίον του «αυταρχισμού» των κυβερνήσεων της Δύσης. Ο υπουργός γνωρίζει ότι αυτός ο πυλώνας, παρότι χρήσιμος, από μόνος του είναι ευπρόσβλητος. Κι αν αυτή η ευαισθησία που εισβάλει ξεδιάντροπα στο δημόσιο χώρο έχει ερείσματα; Αν μέσα στον κουραστικό σκοπό της φιλειρηνικής μελωδίας, εμείς, οι φιλήσυχοι πολίτες που λαχταρούμε να φτάσουμε νωρίτερα στο σπίτι μας για να αγκαλιάσουμε τους αγαπημένους μας, διακρίνουμε ένα απρόβλεπτα ανθρώπινο μήνυμα; Αν, για παράδειγμα, μας συγκλονίσει η σκέψη ότι άλλοι άνθρωποι δεν θα φτάσουν ποτέ στους αγαπημένους τους, γιατί δεν υπάρχει πια κάπου για να φτάσουν; Τότε, μπαίνει σε λειτουργία ο πυλώνας νούμερο 2: ηθική απαξίωση. Αγαπημένο πεδίο διάκρισης για τον υπουργό Υγείας.

Ο ισχυρισμός είναι λίγο πολύ ότι η βασίλισσά σας, η «αλληλεγγύη» (πάντα μέσα σε εισαγωγικά), είναι γυμνή… Η ευαισθησία σας είναι επιλεκτική! Εδώ ακριβώς αξίζει να σταθεί κανείς, γιατί αυτή την ένσταση την ακούω κι από ανθρώπους που δεν εμπορεύονται φτηνά προπαγανδιστικά υλικά. Εξάλλου, μιλάω εκ πείρας. Έχω υπάρξει κι εγώ σκεπτικιστής απέναντι στην ευαισθησία άλλων σε δράματα που δεν χωρούσαν στο στενό ηθικοπολιτικό μου ορίζοντα.

Γιατί όμως επενδύουν τόσο συχνά οι εξουσιαστικοί μηχανισμοί στο μούδιασμα που προκαλεί μία μάλλον αναπόφευκτη ανθρωπολογική σταθερά, όπως η επιλεκτική ευαισθησία (ή, κατ’ αναλογία η επιλεκτική μνήμη); Γιατί μετατρέπεται τόσο εύκολα σε μηχανισμό ενοχών; Μα ακριβώς γιατί είναι ανθρώπινη, άρα εμβαπτισμένη στην ατέλεια και τη μερικότητα. Δύο ερωτήματα προκύπτουν αβίαστα: Μπορούμε άραγε να ταυτιζόμαστε με όλα τα ανθρώπινα όντα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο; Κι έπειτα, είναι δυνατόν να φτάσουμε σε μια ιδεώδη καθολικότητα της ταύτισης με τον πόνο του άλλου;
Δεν είμαστε Θεοί

Ως προς το πρώτο, θα έλεγα κατηγορηματικά όχι. Δεν μας το επιτρέπει καταρχάς η φύση της αδικίας και του πόνου που εκδηλώνονται πάντοτε ασύμμετρα, διαφοροποιημένα και διαμεσολαβημένα: δεν έχουν όλες οι συρράξεις τον ίδιο αριθμό θυμάτων σε μία δεδομένη μονάδα χρόνου, ούτε έχουν πάντοτε την ίδια ηλικιακή κατανομή τα θύματα (δεν είναι τυχαίο κύριε υπουργέ Υγείας ότι οι μακάβριες στατιστικές της Γάζας κάνουν ξεχωριστή αναφορά στο σύνολο των νεκρών παιδιών, ή στο χτύπημα νοσοκομείων και άλλων εγκαταστάσεων ζωτικής σημασίας για την επιβίωση του πληθυσμού).

Ακόμα όμως κι αν είχαν, η πρόσβαση στα γεγονότα και τις εικόνες δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι πανομοιότυπη, είτε για λόγους που σχετίζονται με την ασύμμετρη ψηφιοποίηση-μεσοποίηση του πλανητικού μας χωριού, είτε λόγω των διαφορετικών δυνατοτήτων προπαγάνδας που έχει στη διάθεσή του ο δράστης του κάθε ξεχωριστού συλλογικού τραυματισμού.

Ούτε ο τρόπος με τον οποίο τα υποκείμενα σχετίζονται με άλλα υποκείμενα είναι κοινός, ούτε όμως και ανεξάρτητος από το πολιτισμικό-κοινωνικό πλαίσιο. Κάποια τραυματισμένα υποκείμενα τα νιώθεις πιο κοντινά, κάποια όχι. Μεταξύ δε του κοντά και μακριά, οι διαβαθμίσεις είναι αμέτρητες, μα και ρευστές. Δεν μιλάω μόνο για τη γεωγραφική εγγύτητα, παρότι πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι αυτό ήταν κεντρικό κριτήριο ταύτισης με τον πόνο του άλλου, κατά το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης παρουσίας στη γη.

Πιο σημαντικές είναι οι συμβολικές διαφορές που με τις ιστορικές τους τροχιές επιδρούν ενισχύοντας ή αποδυναμώνοντας την ταύτισή μας με τραυματισμένα υποκείμενα. Έχει διατυπωθεί δημόσια το ερώτημα: Μα γιατί τα θύματα των τροχαίων μετράνε λιγότερο από τα θύματα του ατυχήματος των Τεμπών; Ή, γιατί ήταν η δολοφονία του Παύλου Φύσσα η θρυαλλίδα για την καταδίκη της εγκληματικής συμμορίας και όχι η δολοφονία του Alim Abdul Manan, δύο χρόνια νωρίτερα;

Υπάρχουν μήπως ζωές που είναι πιο άξιες να βιωθούν από άλλες; Το ερώτημα είναι κρίσιμο και σε ένα βαθμό ξεφεύγει από το οντικό επίπεδο. Ακόμα και αν είναι εγγενής η αδυναμία μας να εξασκούμε αδιακρίτως την ικανότητα του να νιώθουμε τα βάσανα ολόκληρης της ανθρωπότητας ως δικά μας, ισχύει άραγε το ίδιο και σε επίπεδο κοινωνίας; Δεν οφείλει μια κοινωνία που δεσμεύεται από τις αξίες της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης να εξασκεί ένα πεδίο ταύτισης τόσο διευρυμένο, ώστε να χωρά κάθε υποκείμενο που έχει υποστεί αδικία;
Η αξίωση καθολικότητας ως εάν…

Ακριβώς επειδή οι άνθρωποι δεν είναι Θεοί, η καθολικότητα του εν-συναισθάνεσθαι είναι απαραίτητο να καλλιεργείται μέσα στην κοινωνία, ως προϋπόθεση για μια καλύτερη σχέση μας με τον κόσμο, έμβιο και άβιο. Οι δικοί μου ηθικοπολιτικοί ορίζοντες μπορεί να είναι στενοί για να χωρέσουν ταυτόχρονα όλη την ένταση από την βαρβαρότητα που διαπράττεται στη Γάζα, στην Ουκρανία, στο Σουδάν, στα χωριά των Γεζίντι και αλλού. Το ίδιο και οι ορίζοντες ενός πολιτικού κόμματος ή μιας παράταξης.

Στους θεσμούς όμως μιας κοινωνίας όχι υπερβολικά εποικισμένης από την εργαλειακή λογική, πρέπει να διασφαλίζεται επαρκής χώρος ώστε η κοινωνία να μπορεί να εμπεριέξει το βίωμα ενός τραύματος, όσο μακρινό κι αν είναι. Είμαστε μέρος μιας ανθρωπότητας που υπήρξε ικανή για απαρτχάιντ, γενοκτονίες, εθνοκαθάρσεις και, πρώτα από όλα, για το Ολοκαύτωμα∙ η συλλογική ευαισθησία στα τραύματα που προκαλούνται από τοπικές, εθνικές και υπερεθνικές οντότητες, απολύτως βέβαιες για τα συμφέροντά τους, είναι το μόνο αντίδοτο σε αυτή την επιθετική βεβαιότητα.

Δεύτερον, ο χώρος για τον οποίο μιλάω, είναι κρίσιμος ώστε να μπορούν να αναδυθούν ερωτήματα που ξεβολεύουν, αποσταθεροποιούν και αναπροσανατολίζουν τις πρακτικές μας, όπως: Τι μπορούμε να κάνουμε για την ανακούφιση των πληγέντων; Τι θέση είχαμε ως τώρα στις ενδείξεις μιας συλλογικής οδύνης; Πώς επαναπροσδιορίζουμε φίλους και συμμάχους; Πόσο ξεμακραίνουμε από τη διεθνή νομιμότητα, όντας πιστοί στα συμφέροντά μας;

Εδώ ερχόμαστε στον πυρήνα του επιχειρήματος του Άδωνι Γεωργιάδη. Τα μέλη του March to Gaza, όπως και το κομμάτι της Αριστεράς που δίνει μάχες διεθνώς για να ακουστεί το έγκλημα στη Γάζα, δεν οφείλουν να απολογηθούν για επιλεκτική ευαισθησία∙ αυτή η κατηγορία ελπίζω να φάνηκε πόσο άστοχη είναι όταν απευθύνεται σε μία παράταξη, ή σε μια ομάδα ατόμων (ή ακόμα περισσότερο σε ένα άτομο).

Οι αλληλέγγυοι και αλληλέγγυες θα ελέγχονταν μόνο εάν με τις πρακτικές τους απαξίωναν και ακύρωναν την ευαισθησία μας για άλλα συλλογικά τραύματα. Θα ελέγχονταν επίσης εάν η ατζέντα τους ήταν απλά να δηλώσουν το παρών, χωρίς καμία διάθεση να αλλάξουν κάτι. Φυσικά, τίποτα από τα δύο δεν μπορεί να τους καταλογισθεί. Στον αντίποδα, ο υπουργός Υγείας και όσοι επιχαίρουν για την αποτυχία των «κακομαθημένων παιδιών» να σπάσουν τον αποκλεισμό που επιβάλλουν οι ενήλικες στην περιοχή (βλ. Αίγυπτος, Ισραήλ) ελέγχονται και για τα δύο.

Το πρόβλημα τελικά του υπουργού Υγείας και γενικότερα της κυβέρνησης με πρωτοβουλίες τύπου March to Gaza είναι ότι το κοινό εθίζεται σε ενοχλητικά ερωτήματα, άρα σε μία εξάσκηση της ευαισθησίας πέραν των προβλέψιμων ορίων που υπαγορεύει μία συγκεκριμένη ανάγνωση της πολιτικής ως πεδίου διακανονισμού των ελίτ, ανάλογα με την ισχύ που διαθέτουν. Μια δημοκρατική πολιτική οφείλει να πάει πιο μακριά. Μέχρι τη Γάζα και ακόμα παραπέρα.

Η ΕΠΟΧΗ