Macro

Γιώργος Κυρίτσης: Τα λεφτόδεντρα και το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης

Ήδη από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας, η ανάλυση και η πολιτική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ περιστρεφόταν γύρω από την ιδέα ότι η έξοδος μπορεί να αναζητηθεί σε πολιτικές τόνωσης της ζήτησης και προστασίας του κοινωνικού συνόλου και όχι με λιτότητα και νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις». Αποτύπωση μιας τέτοιας πολιτικής ήταν το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Ένα πολύ συμμαζεμένο οικονομικό πρόγραμμα, που η έγκαιρη εφαρμογή του θα είχε σώσει τη χώρα από πολλά από τα δεινά που ακολούθησαν. Το προγραμμα λοιδορήθηκε και απαξιώθηκε τόσο από το ελληνικό κατεστημένο, καθώς απειλούσε την κυριαρχία του, όσο και από τη γερμανική ηγεσία της Ευρώπης, που περισσότερο ακόμα κι από τις ιδεολογικές αγκυλώσεις και τον δήθεν «ηθικό κίνδυνο» είχε ως στόχο τη λεηλασία των φιλέτων των πιο αδύναμων χωρών που έπεσαν στην ανάγκη της, κυρίως της Ελλάδας και της Πορτογαλίας.

Ένα από τα πιο βασικά επιχειρήματα που εκτοξεύονταν κατά του ΣΥΡΙΖΑ, αν εξαιρέσει κανείς τη βρόμικη και ρατσιστική εκστρατεία κατά των «τεμπέληδων του Νότου», ήταν ότι «λεφτόδεντρα δεν υπάρχουν». Εκφωνείτο δε ακριβώς την περίοδο που από τους ουρανούς οι κεντρικές τράπεζες διέθεταν QE (ποσοτική χαλάρωση) και helicopter money, αλλά όχι γι’ αυτούς που είχαν ανάγκη τα χρήματα αυτά. Για τους τελευταίους, στην πραγματικότητα για την Ελλάδα, υπήρχε η τρόικα και οι απάνθρωπες απαιτήσεις της, αυτό που πρόσφατα Γερμανός υπουργός περιέγραφε ως «σύνεργα βασανισμού».

Ο Γερμανός αξιωματούχος έκανε αυτήν την αναφορά ως αντίστοιξη με τη φιλοσοφία που θα πρέπει να διέπει τα προγράμματα για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων και η οποία δεν πρέπει να περιέχει «σύνεργα βασανισμού». Δεν είναι της παρούσης να διαπιστώσουμε για μια ακόμη φορά τη σχέση των Ευρωπαίων με τη βαρβαρότητα. Θα σταθούμε στα θετικά των προσφάτων προτάσεων, της γαλλογερμανικής και αυτής της Κομισιόν, αλλά και στη γενική συζήτηση που διεξάγεται σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Πρώτον, η Ε.Ε. ποιούμενη την ανάγκη φιλοτιμία κήρυξε το τέλος της λιτότητας ως μέσου επιλογής για την αντιμετώπιση των οικονομικών κρίσεων και αντελήφθη στην πράξη τη σημασία της διατήρησης της αγοραστικής δύναμης και των θέσεων εργασίας. Τουλάχιστον εν θερμώ, υπό το βάρος της πανδημίας. Τέτοια μέτρα έχουν λάβει ήδη όλες οι χώρες, με την Ελλάδα ουραγό. Δεύτερον, φαίνεται να σπάει το ταμπού της αμοιβαιοποίησης του χρέους. Οι κατατεθειμένες προτάσεις δεν είναι μεν ευρωομόλογο, αλλά είναι μια εξέλιξη προς αυτήν την κατεύθυνση. Μέχρι τη λήψη των τελικών αποφάσεων πολλά μπορεί να αλλάξουν και μάλιστα επί τα χείρω, καθώς οι τέσσερις «μπροστινοί» της Γερμανίας -Αυστρία, Ολλανδία, Σουηδία, Δανία- καιροφυλακτούν και εάν στην εξίσωση δεν ήταν η Ισπανία και η Ιταλία, θα ζητούσαν ευθαρσώς Μνημόνια, αντί να το υποτονθορύζουν όπως κάνουν τώρα.

Ταυτόχρονα, κυβερνήσεις όπως του Κυριάκου Μητσοτάκη έχουν τελείως διαφορετική ατζέντα, έχουν μείνει στο «Γερούν, γερά» και βλέπουν την κρίση ως ευκαιρία για την προώθηση αυτής της ατζέντας υπέρ της οικονομικής ελίτ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάθε λόγο να εκτιμά ως καταρχήν θετικές τις ευρωπαϊκές προτάσεις, οι οποίες αποτελούν δικαίωση των κατευθύνσεων που πρότεινε προ του 2015, αλλά δεν αφέθηκε να υλοποιήσει. Η Ελλάδα, που αναμένεται να πληγεί περισσότερο από κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα από την κρίση, πρέπει να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που ανοίγονται. Όμως η κυβέρνηση Μητσοτάκη κινείται σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση. Με τα Μνημόνια καταστράφηκε μια γενιά. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα ακολουθήσει και δεύτερη.

Γιώργος Κυρίτσης

Πηγή: Η Αυγή