Το 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε στην κυβέρνηση στην κορύφωση μιας πρωτόγνωρης κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης, έχοντας καταστεί βασικός εκφραστής της μαζικής δυσαρέσκειας απέναντι στις πολιτικές της σκληρής λιτότητας. Η συγκυρία των μνημονίων έπαιξε καταλυτικό ρόλο, ωστόσο σημαντική ήταν και η προηγούμενη περίοδος. Από το 2004 στον χώρο της ευρύτερης Ανανεωτικής και Ριζοσπαστικής Αριστεράς είχε αναπτυχθεί μια σειρά πρωτοβουλιών δικτύωσης και σύμπτυξης συμμαχιών, που ευνόησαν τη σταδιακή διαμόρφωση μιας νέας ταυτότητας για τον χώρο. Ως αποτέλεσμα αυτών των διεργασιών, ήδη πριν την εκδήλωση της κρίσης χρέους, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καταφέρει να τοποθετηθεί ως πολιτική δύναμη απέναντι στα δύο έως τότε κυρίαρχα κόμματα της Μεταπολίτευσης, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, πλασάροντας ένα νεανικό δυναμικό προφίλ, στον αντίποδα μιας κουρασμένης συναίνεσης στο «Κέντρο». Μέσα στη ρευστότητα του διπλού εκλογικού σεισμού του 2012, ο ΣΥΡΙΖΑ εδραιώθηκε ως εναλλακτική, ως κάτι το «νέο», το διαφορετικό σε σχέση με ό,τι άλλο είχε δοκιμαστεί στην κυβέρνηση έως τότε, συναντώντας μια κοινωνική ζήτηση που έψαχνε ακριβώς αυτό.
Η έκφραση της αντιμνημονιακής δυναμικής συναντήθηκε με ένα πλέγμα θετικών προταγμάτων, που, πέρα από την αντιστροφή των μέτρων λιτότητας, έθεταν στο επίκεντρο μια σειρά αιτημάτων και προγραμματικών στόχων σοσιαλδημοκρατικής κατεύθυνσης, με έμφαση σε ζητήματα δημοκρατικής λειτουργίας του κράτους και δικαιωμάτων. Η «ελπίδα» έγινε το κεντρικό σημείο αυτής της στρατηγικής στην τελική ευθεία προς την άνοδο στην εξουσία.
Η αποδοχή του τρίτου μνημονίου δημιούργησε μια ριζική ασυμφωνία μεταξύ ασκούμενης πολιτικής και αφηγήματος που είχε πλάσει έως τότε ο ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, αυτό δεν έφερε μια άμεση αποστοίχιση από το κόμμα. Ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος επέλεξε να δώσει μια δεύτερη (Σεπτέμβριος 2015) και τελικά μια τρίτη ευκαιρία στον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί ως τρίτη ευκαιρία μπορεί να διαβαστεί η διατήρηση ποσοστού της τάξης άνω του 30% στις εκλογές του 2019. Η μαζική απογοήτευση ήρθε αμέσως μετά για μια σειρά από λόγους, αλλά κυρίως γιατί, όπως το έθεσε ο Γεράσιμος Μοσχονάς, «ο ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε στην αντιπολίτευση και ως αντιπολίτευση».
Κατά την κυβερνητική του θητεία, αλλά και έπειτα στην αντιπολίτευση, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατέβαλε μια συντεταγμένη προσπάθεια διαμόρφωσης ενός νέου αφηγήματος, το οποίο να ενσωματώνει την επιλογή της εφαρμογής του τρίτου μνημονίου, αλλά και να προχωρά πέρα από αυτή, διαμορφώνοντας ένα συνεκτικό πολιτικό σχέδιο με σαφείς προγραμματικές αιχμές και στόχους για τη μέση και τη μακρά διάρκεια. Το μεσοπρόθεσμο, η σύγκρουση γύρω από ευκαιριακά ζητήματα συγκυρίας, έδειχνε να συγκεντρώνει την προσοχή του κόμματος εις βάρος ενός αυτοδύναμου λόγου που μπορεί να οργανώνει την εμπειρία των υποκειμένων σε ήδη διαμορφωμένα και αξιόπιστα πλαίσια αναφοράς (π.χ. η ανάδειξη του σκανδάλου της Novartis αναλώθηκε συχνά σε ηθικολογικές καταγγελίες εναντίον πολιτικών αντιπάλων, αντί να λειτουργήσει ως αφορμή για τη διαμόρφωση ενός διαφορετικού και αξιόπιστου θεσμικού πλαισίου για την αποτελεσματική λειτουργία του κράτους και την ενίσχυση της διαφάνειας, ενώ η ορθή στη βάση της κριτική απέναντι στο καθεστώς λειτουργίας των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών επισκιάστηκε από την αντιπαράθεση με ιδιοκτήτες ΜΜΕ και κατέρρευσε τελικά κάτω από το βάρος της πρόχειρης και αντισυνταγματικής νομοθέτησης).
Στην αντιπολίτευση, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να αρθεί πάνω από έναν κυρίως αρνητικό, καταγγελτικό λόγο. Ελλείψει θετικών προταγμάτων, αδυνατούσε να αποκτήσει την «ιδιοκτησία» προνομιακών θεμάτων για την Αριστερά (π.χ. κράτος πρόνοιας, υγεία), με αποτέλεσμα να ετεροπροσδιορίζεται διαρκώς από θέση άμυνας, να μην δημιουργεί θέματα και γεγονότα, αλλά να αντιδρά κυρίως στις πρωτοβουλίες του πολιτικού αντιπάλου. Η δε διαρκής επιμονή στη διαφύλαξη κεκτημένων, μπροστά σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από δυσφορία για τη λειτουργία του κράτους σε πλείστους τομείς, χωρίς την ταυτόχρονη πρόταξη ενός θετικού μεταρρυθμιστικού σχεδίου, έκανε τον ΣΥΡΙΖΑ να εμφανίζεται στα μάτια των ψηφοφόρων περίπου ως δύναμη συντήρησης απέναντι σε μια κυβέρνηση που χαρακτηρίζεται από μεταρρυθμιστική ορμή. Επιπλέον, ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιμονή του ΣΥΡΙΖΑ να ανταγωνιστεί τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη στο πεδίο της «αριστείας», ήδη στις εκλογές του 2023 και πιο έντονα πλέον υπό την ηγεσία του Στέφανου Κασσελάκη. Στη μελέτη των πολιτικών κομμάτων και της εκλογικής συμπεριφοράς, όμως, γνωρίζουμε ότι όταν ένας πολιτικός χώρος επιχειρεί να απευθυνθεί στο εκλογικό ακροατήριο χρησιμοποιώντας πλαίσια αναφοράς για τα οποία έχει ήδη αναγνωριστεί κάποιος άλλος στην πολιτική σκηνή ως προνομιακός εκπρόσωπος (ή «ιδιοκτήτης»), είναι ο τελευταίος που έχει τις περισσότερες πιθανότητες να ευνοηθεί.
Για να κλείσω το σύντομο σημείωμα, κάθε συζήτηση για τις προοπτικές ανασύνθεσης της Αριστεράς σε συνθήκες υποχώρησης, πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη τα προβλήματα και τις ανεπάρκειες της προηγούμενης ημέρας. Σε ένα περιβάλλον ανόδου στα (άκρα) δεξιά του πολιτικού φάσματος, οποιοσδήποτε πολιτικός χώρος αξιώνει να αναδειχθεί σε βιώσιμη εναλλακτική, οφείλει να επιστρέψει στο αφετηριακό ζητούμενο της σύμπηξης μιας διακριτής ταυτότητας, στην κοπιώδη δουλειά ανάπτυξης ενός εναλλακτικού σχεδίου που θα συναρθρώνει συγκεκριμένες θεσμικές παρεμβάσεις και πολιτικές με την ανάδειξη ενός αυτοδύναμου και θελκτικού οράματος για την επόμενη μέρα.
Γιώργος Κατσαμπέκης