Συνέντευξη με τον πρόεδρο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων στον Επισιτισμό και τον Τουρισμό
Από την πλευρά των εργαζομένων στον ευρύτερο κλάδο του τουρισμού, πώς διαπιστώνετε, με βάση το βίωμά σας, το μεταίχμιο που ορίζει το πέρασμα από τον τουρισμό στον υπερτουρισμό; Το έχουμε υπερβεί και με ποιο τρόπο;
Σαφέστατα έχουμε υπερβεί το όριο και βιώνουμε συνθήκες υπερτουρισμού. Ένας τρόπος με τον οποίο βιώνουμε αυτή τη συνθήκη είναι η δυσκολία που αντιμετωπίζουμε οι εργαζόμενοι να βρούμε κατάλυμα σε προορισμούς εργασίας εκτός του τόπου κατοικίας μας. Υπάρχουν εποχικοί χώροι εργασίας στον κλάδο του τουρισμού που έχουν φροντίσει να βρουν κατάλυμα στους εργαζόμενους που απασχολούν, όμως οι περισσότεροι δεν το κάνουν. Στους δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς, είναι αδύνατο να βρούμε κατάλυμα. Ή αν βρούμε, οι τιμές είναι σε δυσθεώρητα ύψη. Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο βιώνουμε τον υπερτουρισμό είναι σε προορισμούς λιγότερο δημοφιλείς, όπως η Πρέβεζα ή η Πάργα, να μην μπορούμε να μετακινηθούμε ώστε να φτάσουμε έγκαιρα στην εργασία μας, λόγω του ασφυκτικού κυκλοφοριακού προβλήματος. Επίσης λόγω έλλειψης προσωπικού που να μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του υπερτουρισμού, βιώνουμε εντατικοποίηση της εργασίας μας. Για παράδειγμα, ζητείται πλέον από καμαριέρες να καθαρίζουν 24 και 25 δωμάτια ανά βάρδια σε μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες. Γεγονός που επιφέρει και εργασία εκτός του ωραρίου τους. Ας μην παραλείψουμε να αναφέρουμε και την υστέρηση σε βασικές υποδομές, περίθαλψης, οδικού δικτύου, που να μπορούν να καλύψουν κατοίκους και επισκέπτες σε δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς, όπως η Σαντορίνη και η Μύκονος.
Ποιες είναι οι συνθήκες εργασίας που βιώνετε όσον αφορά τα στοιχειώδη εργασιακά σας δικαιώματα; Σε ποιο βαθμό συνεχίζει να υπάρχει αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία;
Τα προηγούμενα χρόνια βιώσαμε έντονα το πρόβλημα της αδήλωτης και ανασφάλιστης εργασίας. Από όταν θεσμοθετήθηκε πρόστιμο 10.000 ευρώ στον εργοδότη, περάσαμε σε ένα άλλο πρόβλημα, την ψευδώς υποδηλωμένη εργασία. Μας δηλώνουν ως μερικής απασχόλησης ώστε το πρόστιμο που επισείεται να είναι πολύ χαμηλότερο ως παραβίαση ωραρίου. Συχνά ενυπάρχει και η ευθύνη των ίδιων των εργαζομένων που το αποδέχονται. Παρά την ενημέρωση, που επιδιώκουμε να είναι η πληρέστερη δυνατή, συνεχίζει να λειτουργεί ο εκβιασμός.
Έχει συμβάλει στην εξάλειψη του φαινομένου η εισαγωγή της ψηφιακής κάρτας εργασίας;
Πρόκειται για ένα μέτρο που ζητάγαμε χρόνια. Οι εξαγγελίες έλεγαν ότι ο κλάδος μας θα εντασσόταν πρώτος σε αυτό το μέτρο, τελικά ενταχθήκαμε τελευταίοι. Το μέτρο άρχισε να λειτουργεί περιοδικά από τον περασμένο Σεπτέμβρη. Εντούτοις ουδεμία ενημέρωση έχουμε από το Υπουργείο Εργασίας για τα συμπεράσματα της πιλοτικής εφαρμογής. Από 1η Μαρτίου έχει ξεκινήσει η καθολική εφαρμογή, αλλά στα λόγια. Διότι, για να υποχρεωθεί μια τουριστική επιχείρηση να εφαρμόζει την ψηφιακή κάρτα εργασίας, χρειάζεται ο κύριος κωδικός δραστηριότητας να είναι είτε επιχείρηση ξενοδοχειακή είτε εστίασης. Παρατηρούμε, λοιπόν, το φαινόμενο εταιρείες τεχνικές, οικοδομικές, γεωργικές να έχουν ως υποκατάστημα ξενοδοχεία. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι υποχρεωτικό το μέτρο της ψηφιακής κάρτας.
Στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται το μέτρο, δεν μπορεί από μόνο του να φέρει αποτελέσματα, δεν είναι πανάκεια. Χρειάζεται ελεγκτικούς μηχανισμούς, που να λειτουργούν εντατικά και ειδικά τώρα στην αρχή της λειτουργίας του. Ώστε να αποτυπωθεί ο πραγματικός χρόνος εργασίας. Ας μας απαντήσει επιτέλους η κυβέρνηση αν προτίθεται να νομιμοποιήσει την επταήμερη εργασία μέσω ψηφιακής κάρτας; Την ώρα μάλιστα που σε όλη την Ευρώπη, έχει ξεκινήσει η συζήτηση για 35ωρο ή και 30ωρο;
Υπάρχουν στην ερμηνευτική εγκύκλιο που εκδόθηκε παράθυρα που δημιουργούν σημαντικούς κινδύνους. Για παράδειγμα, η ευελιξία που δίνεται στην έναρξη της βάρδιας, να μπορεί να χτυπηθεί η κάρτα εντός 120 λεπτών, αφήνει περιθώριο για δύο ώρες αδήλωτης εργασίας ανά ημέρα. Όπως και η δυνατότητα λάθους που αναγνωρίζεται στο έγκαιρο χτύπημα της κάρτας, τρεις φορές το μήνα ανά εργαζόμενο. Αναμένουμε να ολοκληρωθεί ο πρώτος μήνας καθολικής εφαρμογής για να δούμε με στοιχεία τα ακριβή συμπεράσματα.
Διαπιστώνεται μεγάλο έλλειμμα εργαζομένων στον κλάδο σας. Γιατί δημιουργήθηκε και πώς αντιμετωπίζεται;
Τα νούμερα είναι αμείλικτα. Τα στοιχεία που δίνουν εργοδοτικές οργανώσεις μιλούν για 50.000 κενές θέσεις εργασίας σε ξενοδοχεία και για 33.000 κενές θέσεις στην εστίαση. Το φαινόμενο παρουσιάστηκε μετά την επανεκκίνηση του κλάδου κατόπιν της πανδημίας. Οφείλεται σε τρεις λόγους κυρίως: Πρώτον, οι συνάδελφοί μου δεν άντεξαν τον εμπαιγμό της αποζημίωσης ειδικού σκοπού, οπότε είτε στράφηκαν σε άλλους κλάδους εργασίας είτε μετανάστευσαν σε άλλες χώρες ανταγωνιστικές της Ελλάδας ως προς τον τουρισμό. Δεύτερον, οφείλεται στην απίστευτη εργοδοτική παραβατικότητα που αντιμετωπίσαμε μετά την επανεκκίνηση του κλάδου, κυρίως λόγω της μη ύπαρξης ελεγκτικών μηχανισμών. Τρίτον, στο γεγονός ότι οι εποχικά εργαζόμενοι δεν μπορούμε να αντέξουμε με τρεις μήνες ταμείο ανεργίας τους χειμερινούς μήνες. Πριν τα μνημόνια οι μήνες αυτοί ήταν πέντε. Από το 2018, έχουμε κάνει προτάσεις επ’ αυτού, σε όλους τους υπουργούς Εργασίας, πλην της κας Μιχαηλίδου που δεν μας δέχτηκε: Να μετατραπεί το επίδομα ανεργίας σε αναλογικό, σε συνάρτηση με τα ένσημα που συγκεντρώνει ο εργαζόμενος τους μήνες που εργάστηκε, με μάξιμουμ τους πέντε και μίνιμουμ τους τρεις μήνες. Με αυτή την πρόβλεψη πετυχαίνουμε και ένα καίριο χτύπημα στην υποδηλωμένη εργασία, διότι ο εργαζόμενος πλέον θα επιδιώκει το ένσημο, και περισσότερα έσοδα στα ταμεία του ΕΦΚΑ.
Η κυβέρνηση διατείνεται ότι ο υπερτουρισμός θα αντιμετωπιστεί με βελτίωση των υποδομών. Ποια είναι η άποψή σας;
Η χώρα μας είναι στις πρώτες θέσεις παγκοσμίως στους επαναλαμβανόμενους τουρίστες, σε αυτούς που επισκέπτονται επί χρόνια τον ίδιο προορισμό. Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι οι τουρίστες έρχονται στη χώρα μας για τις άριστες υποδομές μας; Τα αεροδρόμια, το οδικό δίκτυο, τα νοσοκομεία; Ο κύριος λόγος είναι οι καλές υπηρεσίες που παρέχουν οι εργαζόμενοι του κλάδου, που μπαίνουν σε διακινδύνευση με τις συνθήκες εργασίας που βιώνουμε. Οι τουρίστες συχνά μας ξέρουν με το μικρό μας όνομα.
Η απάντηση είναι ότι η χώρα κάποια στιγμή πρέπει να πει και «όχι». Τι εννοούμε; Όχι σε μεγαλεπήβολα επενδυτικά σχέδια τα οποία βάζουν σε κίνδυνο τη φυσική ομορφιά της χώρας μας και καταστρέφουν τοπικές κοινωνίες.