Η παρακμιακή κατάσταση στα Εξάρχεια αφορά ένα σωρό προβλήματα: η πρέζα, η φούντα που πωλείται παντού, οι φέρμες, το σπάσιμο αυτοκινήτων – τρόλεϊ – λεωφορείων, ο σεξισμός, η χωρίς κανένα χαλινάρι διασκέδαση οπουδήποτε κι ας ενοχλεί ανθρώπους που κοιμούνται, τα μαχαιρώματα, οι δολοφονίες, η έκδοση γυναικών (και μάλλον όχι μόνο), η προστασία των μαγαζιών από το γνωστό κλαμπ οπαδών, οι «πολιτικές» καταλήψεις που δεν έχουν σχέση με την πολιτική ή -έστω- με τη στέγαση, τα λαθραία τσιγάρα (και οι προστάτες των πωλητών) που πλέον κυκλοφορούν σε πάγκους στους δρόμους, το καγκελάκι στο Πολυτεχνείο όποτε, η μολότοφ στην Τρικούπη κάθε Παρασκευή ή Σάββατο είναι ότι πλέον ζέχνει, αφρίζει πάνω πάνω.
Δεν ήταν νομοτέλεια πως θα γίνουν έτσι τα πράγματα, πως ο τόπος που συγκεντρώνεται η περισσότερη ριζοσπαστική πολιτική και πολιτιστική δραστηριότητα από οπουδήποτε άλλου στην Αθήνα θα γκετοποιηθεί. Προσπάθειες παλαιότερα έχουν γίνει πολλές για την αναστροφή αυτής της πορείας, είτε με βίαια μέσα, είτε όχι, ωστόσο απέτυχαν όλες. Οι αιτίες που έρχονται απέξω είναι γνωστές και αναλυμένες αρκετά. Το κράτος που σπρώχνει τη πρέζα στα Εξάρχεια, οι μαφίες που βρίσκουν χώρο να αναπτύξουν τη δραστηριότητά τους, το Airbnb και οι επενδύσεις που η πλήρη τους ανάπτυξη αφορά και τον επιδιωκόμενο από χρόνια εξευγενισμό της περιοχής κ.α. Πολλές φορές τα παραπάνω συνδέονται μεταξύ τους δημιουργώντας ένα πλέγμα δύσκολα προσπελάσιμο.
Οι ενδογενείς αιτίες μόλις πρόσφατα αρχίζουν και γίνονται μέρος των ιδιωτικών και των δημόσιων συζητήσεων. Για παράδειγμα, έχει μια δυσκολία υποστήριξης η θέση ενάντια στο ναρκεμπόριο όταν χιλιάδες νέοι και νέες που την έχουν, ψωνίζουν τη φούντα τους από τους δρόμους των Εξαρχείων. Η πολιτική δραστηριότητα δε μπορεί να είναι σοβαρή υπόθεση όταν επιτελεστές της είναι 14χρονοι που αφήνονται να κάνουν ότι θέλουν για να ψηθούν στον αγώνα. Οι καταλήψεις δεν είναι νομιμοποιημένες ότι και να κάνουν όπως και να το κάνουν, δεν είναι πολιτικές, προσφύγων ή στέγης επειδή το γράφουν απέξω. Οι αποκλεισμοί από την πολιτική δράση συγκεκριμένων οργανώσεων επειδή δεν είναι αρκετά ριζοσπαστικές σύμφωνα με τον αναδυόμενο κανόνα που κάποιοι θεσπίζουν προφανώς αποθαρρύνει. Για παράδειγμα, ο Βασίλης Αυδικός, σε μια μελέτη του για το πάρκο Ναυαρίνου, περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο υποστηρίζει ότι δυνάμεις του αναρχικού χώρου ουσιαστικά απώθησαν υποστηρικτές της Αριστεράς από τη συμμετοχή τους στο εγχείρημα. Πέρυσι, όσοι και όσες έκαναν την κατάληψη του Πολυτεχνείου στις 15 Νοεμβρίου το έκαναν επειδή όπως έγραφαν, «αποφασίσαμε να σπάσουμε την καπηλεία της εξέγερσης και να ακυρώσουμε το πανηγύρι των κομματικών οργανώσεων».
Στις 7 Νοεμβρίου στο Indymedia αναρτήθηκε ένα κείμενο, που πολλαπλώς κοινοποιήθηκε, με τίτλο «Ζήσε τον μύθο σου στα Εξάρχεια». Στη μακροσκελή αυτή ανακοίνωση οι «Αναρχικές» που το υπογράφουν, με αφορμή ένα μηχανάκι που κλέφτηκε από το Πολυτεχνείο κατά τη διάρκεια συνέλευσης με αφορμή του δολοφονία του Ζακ, στηλιτεύουν πολλά από τα αρνητικά του χώρου και των Εξαρχείων διαχρονικά, αλλά και τα τελευταία χρόνια. Γράφουν πως: «Από την πλατεία Εξαρχείων ως το Πολυτεχνείο μεσολαβούν λιγότερο από 500 μέτρα. Σε αυτή την απόσταση εκτός από τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών που αφήνουν πίσω τους νεκρούς στα πεζοδρόμια και πλέον αποτελούν μηνιαία ρουτίνα, έχουν γίνει τους τελευταίους μήνες 2 απόπειρες βιασμού και άλλες 4 (γνωστές) δολοφονικές επιθέσεις». Η τελευταία φράση τους έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: «σε λίγο καιρό δεν θα έχουμε ούτε τον γεωγραφικό χώρο, ούτε την πολιτική δυνατότητα να βρισκόμαστε, να συζητάμε και να συμφωνούμε ή να διαφωνούμε».
Ο Νίκος Γιαννόπουλος από το Δίκτυο για τα Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα στο τελευταίο Δελτίο Θυέλλης (έκδοση του Δικτύου) υπογράφει το άρθρο του με τίτλο: «Δέκα χρόνια μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη, ο αγώνας συνεχίζεται αλλά πως»; Ο Νίκος αναλύει τη θέση του πως το 2008, «η εξέγερση είχε πολλά, ψυχή της όμως ήταν η αναρχία, χωρίς αυτή δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί το συγκρουσιακό σχέδιο, και θώρακάς της η Αριστερά, δίχως τη μαζική συμμετοχή και την πλήρη υποστήριξή της η εξέγερση θα είχε κατασταλεί άγρια σε δυο τρεις μέρες». Το άρθρο αφορά και τη συγκαιρινή κατάσταση στα Εξάρχεια. Όπως τονίζει: «Τα σημερινά Εξάρχεια, ο κεντρικός τόπος της εξέγερσης του 2008, δέκα χρόνια μετά αποτελούν παρακμιακή θλιβερή καρικατούρα της, καθώς παροξύνονται τα προαναφερθέντα «ελαττώματα». Βοηθούντων αλλά όχι άσχετων με το κλίμα που επικρατεί και άλλων παραγόντων (συνωστισμός περιθωριακών και παραβατικών μεταναστών, εγκατάσταση ποικίλων ναρκομαφιών κ.λπ.), η κατάσταση είναι αφόρητη και αποκρουστική, τόσο για όσους-ες έχουμε πολιτική σχέση με το χώρο όσο και για τους ανθρώπους που απλώς μένουν στην περιοχή: ελεεινές ληστείες και κλοπές, αναίτιες καταστροφές αυτοκινήτων, καταστημάτων, ακόμα και μέσων μαζικής μεταφοράς, τραμπουκισμοί και σεξιστικές επιθέσεις, ό,τι να ‘ναι κακόφημες καταλήψεις, πεσίματα σε γραφεία, βιβλιοπωλεία και κοινωνικούς χώρους και όλα τούτα με κορμό εγχώριους «εξεγερμένους».
Αν πράγματι άνθρωποι που ζουν, κινούνται, πολιτικοποιούνται, διασκεδάζουν και τελικά αγαπούν τα Εξάρχεια θέλουν να αλλάξουν τα πράγματα, δε μπορούμε να είμαστε πολύ αισιόδοξοι:
- Η μη συμπεριληπτική πολιτική νοοτροπία πολλών δρώντων απομαζικοποιεί. Δε μπορεί για να συμμετέχει κάποιος κάπου να χρειάζεται να δίνει πιστοποιητικά πολιτικών φρονημάτων στον εκάστοτε αρχηγό της συνέλευσης.
- Η συχνά συγκρουσιακή και άρα κοστοβόρα δράση που κάποιοι ζητούσαν και ζητούν θεωρώντας την ως λύση δεν αφορά τους περισσότερους.
- Η υπερπολιτικοποίηση είναι χάρμα για όσους αυτοπροσδιορίζονται ως ριζοσπάστες αλλά αφόρητα πληκτική για τους υπόλοιπους.
- Οι αναλύσεις – βεβαιότητες που αφορούν μόνο τη μεγάλη εικόνα (κράτος – καπιταλισμός) αποτυγχάνουν να εντοπίσουν ειλικρινά τα προβλήματα και άρα να επιδιώξουν τις λύσεις.
- Ο φατριασμός -σεχταρισμός των οργανώσεων που δημιουργεί αντιμαχόμενα στρατόπεδα με κεντρικό επίδικο «ποιος είναι πιο αναρχικός/κομμουνιστής» αποδιώχνει όσους δεν αυτοπροσδιορίζονται με αυτούς τους όρους, ενώ σίγουρα δε συμβάλλει σε ενωτικές δράσεις.
- Αν η ανησυχία για την κατάσταση στη γειτονιά των Εξαρχείων αφορά απλώς μια συζήτηση μετά τη δεύτερη μπύρα τότε δεν υπάρχει ως πραγματική ανησυχία, είναι απλώς παράσταση.
Ωστόσο ακτίδες αισιοδοξίας υπάρχουν και ευτυχώς. Την Παρασκευή 23 Νοεμβρίου οι «Κάτοικοι Εξαρχείων σε Δράση» και η «Λαϊκή Συνέλευση Εξαρχείων» διοργάνωσαν/ αυτοοργάνωσαν ένα πολύ πετυχημένο μετακινούμενο γλέντι. Μια μπάντα χάλκινων και πνευστών και πολλοί κάτοικοι και φίλοι των Εξαρχείων ξεκίνησε από Ερεσού και Θεμιστοκλέους και έφτασε στη πλατεία με μουσικές, χορούς, την απαραίτητη περιφρούρηση και ένα κείμενο. Γράφουν εκεί: «Γειτόνισσες, γείτονες. Δεν πάει άλλο! Εμείς οι κάτοικοι των Εξαρχείων ζούμε με το ζόφο των συμμοριών της διακίνησης ναρκωτικών, της έκδοσης γυναικών και του κοινωνικού κανιβαλισμού κάθε μορφής. Της αντρίλας, της κατουρλίλας, των ατέλειωτων πάρτις μέχρι πρωίας, του ξεκαθαρίσματος λογαριασμών με μαχαίρια, ενίοτε με κουμπούρια και δολοφονίες. Οι ζωές μας έχουν αναστατωθεί – τρομοκρατηθεί […]
Σας καλούμε να ενισχύσετε τις δράσεις μας. Επαναδιεκδικούμε τη γειτονιά μας διοργανώνοντας εκδηλώσεις, συζητήσεις, συναυλίες, παζάρια, προβολές, θεατρικές παραστάσεις. Δεν αφήνουμε ούτε σπιθαμή δρόμου στις ναρκομαφίες. Αντιστεκόμαστε στην κρατική καταστολή και τον κοινωνικό κανιβαλισμό».
Αυτός είναι ένας τρόπος, μια επιτυχημένη μεθοδολογία να γίνονται τα πράγματα που χρειάζεται στήριξη για να έχει διάρκεια. Η αυτοοργανωμένη δράση που έχει και γλέντια είναι μια καλή επανεκκίνηση. Να πάμε σε αυτά και σε άλλα σαν κι αυτά για να μην έρθει η ώρα να ειπωθεί αυτό που ήδη σιγοψιθυρίζεται όχι πια μόνο από τους συνήθεις υπόπτους ή τον Μητσοτάκη, δηλαδή πως “για να καθαρίσουν τα Εξάρχεια πρέπει να μπει η αστυνομία παντού”.
Βασίλης Ρόγγας