H σημερινή ενεργειακή κρίση μεγεθύνει τις δομικές στρεβλώσεις της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, η λειτουργία της οποίας χαρακτηρίζεται από την έλλειψη στοιχειώδους ανταγωνισμού και η οποία δεν θυμίζει σε τίποτα τη λειτουργία των ευνομούμενων ευρωπαϊκών αγορών.
Αποτελεί διαπίστωσή μας ότι οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του εθνικού σχεδίου μεταρρυθμίσεων (Market Reform Plan) αφενός είναι ανεπαρκείς, αφετέρου οι πιο σημαντικές μετατίθενται στο μέλλον.
Είναι προφανές ότι η ελληνική βιομηχανία δεν μπορεί να επιτύχει ανταγωνιστικές τιμές ως προς τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές της εάν δεν προχωρήσουν άμεσα οι αναγκαίες διαθρωτικές μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία της αγοράς στη χώρα μας.
Θεωρούμε πως μια παρουσίαση των δομικών στρεβλώσεων της αγοράς μας σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές αγορές είναι πάντα χρήσιμη.
Το χρηματιστήριο και τα διμερή συμβόλαια
Η διαμόρφωση των τιμών εξαρτάται από τη δυνατότητα εμφάνισης στοιχειώδους ανταγωνισμού τόσο στην αγορά προμήθειας όσο και στη χονδρεμπορική αγορά.
Η ελληνική αγορά, παρά τον υποτιθέμενο εκσυγχρονισμό της στο πλαίσιο του target model, παραμένει υποχρεωτική (mandatory pool), δηλαδή όλη η ενέργεια περνάει μέσα από το Χρηματιστήριο Ενέργειας, καθώς δεν υπάρχει η δυνατότητα διμερών συμβολαίων με τα οποία θα ήταν δυνατό να αντισταθμιστεί ο κίνδυνος από τις διακυμάνσεις των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά (hedging) για τις μεγάλες βιομηχανίες και τους μικρούς προμηθευτές ηλεκτρισμού.
Ποιοι μεθόδευσαν αυτόν τον σχεδιασμό της αγοράς και ποιοι αντιδρούν στον αναγκαίο μετασχηματισμό της αγοράς;
Με αφορμή την ύπαρξη δεσπόζοντος παίκτη στην αγορά, επιβλήθηκε ένα μοντέλο που αφενός διασφαλίζει υψηλά κέρδη για τους καθετοποιημένους παραγωγούς, αφετέρου μηδενίζει τον όποιο ανταγωνισμό θα μπορούσε να εμφανιστεί στην αγορά προμήθειας, καθώς οι μικροί προμηθευτές βρίσκονται αντιμέτωποι με το ρίσκο της μεταβλητότητας των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά.
Το Χρηματιστήριο Ενέργειας αντιτίθεται, όλως περιέργως, στο άνοιγμα της αγοράς επικαλούμενο ότι πρώτη προτεραιότητα είναι η ικανοποιητική ρευστότητα στη χονδρεμπορική αγορά – λες και πάντα οι τιμές θα ήταν σταθερές.
Αντίθετα, στις ευρωπαϊκές χονδρεμπορικές αγορές τα διμερή συμβόλαια αντιπροσωπεύουν το 40%-80% της αγοράς. Επομένως, η κατά καιρούς καταγραφή υψηλών τιμών στις ευρωπαϊκές χονδρεμπορικές αγορές δεν έχει την ίδια επίπτωση για τον καταναλωτή, και κατ’ επέκταση και για τις βιομηχανίες, με εκείνη που έχουν οι σημαντικά πιο υψηλές τιμές, οι οποίες καταγράφονται πλέον μόνιμα στην ελληνική αγορά που αφορά το 100% της ζήτησης.
Στο πρόσφατο κείμενο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που θα δημοσιευτεί επίσημα στις 2 Μαρτίου, επισημαίνεται ότι οι τιμές των χονδρεμπορικών ευρωπαϊκών αγορών έχουν περάσει κατά 50% στις τιμές του καταναλωτή, ενώ σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα (ιδέ διμερή συμβόλαια) μόνο στο ένα τρίτο.
Σίγουρα κέρδη με τη ρήτρα αναπροσαρμογής
Με την ανοχή των ελεγκτικών αρχών, όλοι οι προμηθευτές στην ελληνική αγορά ενσωμάτωσαν ρήτρα αναπροσαρμογής ήδη εδώ και έξι μήνες, συνδέοντας τα τιμολόγια όλων των καταναλωτών (ακόμη και τα οικιακά) με το συνολικό κόστος της χονδρεμπορικής αγοράς, ήτοι το μεσοσταθμικό κόστος της χρηματιστηριακής αγοράς πλέον των χρεώσεων που αφορούν το κόστος των απωλειών και το κόστος για τις επικουρικές υπηρεσίες (αγορά εξισορρόπησης-uplifts). Ποιες είναι οι συνέπειες αυτής της στρατηγικής τους;
Oι παραγωγοί έγιναν αδιάφοροι ως προς τις τιμές που διαμορφώνουν οι ίδιοι στη χονδρεμπορική αγορά, αφού ως προμηθευτές δεν έχουν κανένα ρίσκο, το οποίο έχουν μεταφέρει εξ ολοκλήρου στους πελάτες τους με την εισαγωγή της ρήτρας, εξασφαλίζοντας σίγουρα κέρδη εν μέσω κρίσης.
Έτσι δημιουργούνται συνθήκες που επιτρέπουν την ενδεχόμενη χειραγώγηση των τιμών. Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία εάν αναλογιστούμε ότι στην αγορά δραστηριοποιούνται μόνο τέσσερις παίκτες.
Αντίθετα, στις ευρωπαϊκές αγορές οι παραγωγοί, για να εξασφαλίσουν αφενός τη συνεχή λειτουργία του portfolio των μονάδων τους, αφετέρου τιμές που τους καλύπτουν το μέσο κόστος παραγωγής τους, συνάπτουν μακροχρόνια διμερή συμβόλαια με μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές και με μικρούς προμηθευτές.
Επίσης, στη διαμόρφωση ανταγωνιστικών τιμών στις ευρωπαϊκές αγορές συμβάλλει αφενός η πολύ μικρή εξάρτησή τους από το εισαγόμενο φυσικό αέριο, καθώς το μείγμα ηλεκτροπαραγωγής τους χαρακτηρίζεται από το πολύ υψηλό ποσοστό ΑΠΕ, τα πολλά υδροηλεκτρικά, ιδιαίτερα στο Βορρά, την πυρηνική παραγωγή, και αφετέρου οι σημαντικά υψηλές διεθνείς διασυνδέσεις.
Το μοντέλο της κεντρικής κατανομής
Ο σχεδιασμός της ελληνικής αγοράς, όπως προαναφέρθηκε, οδηγεί κατά τεκμήριο σε μια πολύ ακριβή αγορά. Το μοντέλο της κεντρικής κατανομής (central dispatch), το οποίο με απλά λόγια προβλέπει ότι ο ΑΔΜΗΕ καθορίζει ποια μονάδα θα λειτουργεί, διαφοροποιεί σημαντικά τη δική μας αγορά ως προς το σύνολο των ευρωπαϊκών αγορών.
Αντίθετα, το μοντέλο που κυριαρχεί στις ευρωπαϊκές αγορές (self-dispatch) προβλέπει ότι οι ίδιοι οι παραγωγοί διαχειριζόμενοι ένα σύνολο μονάδων παραγωγής (portfolio) διαφορετικής τεχνολογίας αποφασίζουν ποια μονάδα λειτουργεί. Το μοντέλο αυτό επιτυγχάνει το ίδιο αποτέλεσμα για το σύστημα με σαφώς πολύ μικρότερο κόστος.
Υπενθυμίζουμε με έμφαση ότι στο κείμενο που υποβάλαμε ως χώρα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο σχέδιο των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων (market reform plan) γίνεται ρητή αναφορά στη χειραγώγηση των τιμών στην αγορά εξισορρόπησης που συνέβη κατά τους πρώτους μήνες λειτουργίας της αγοράς και ζητείται η άδεια της Επιτροπής να ζητηθεί από τους παραγωγούς να επιστρέψουν πίσω τα ανάλογα ποσά στην αγορά.
Δεν λειτουργεί ακόμα ο αναγκαίος μηχανισμός ελέγχου της αγοράς ο οποίος θα λειτουργούσε αποτρεπτικά για τα όποια παιχνίδια.
Επισημαίνουμε δε ότι από τη δημοσίευση των μέσων τιμών εισαγωγής του φυσικού αερίου προκύπτουν τιμές αερίου, που όμως δεν αντανακλώνται στις τιμές που διαμορφώνουν οι παραγωγοί στη χονδρεμπορική αγορά, γεγονός το οποίο οδηγεί σε σημαντικά κέρδη εν μέσω κρίσης.
Ο Αντώνης Κοντολέων είναι πρόεδρος της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ)
Πηγή: Η Αυγή