Τα αποτρόπαια γεγονότα που παρατηρούμε και βιώνουμε στις μέρες μας τροφοδοτούν και επιβάλλουν τη διατύπωση εκ νέου των δύο κλασικών ερωτήσεων που απασχολούν επιτακτικά τόσο την κοινή γνώμη και την κοινή συνείδηση όσο και τις επιστημονικές κοινότητες, αρχής γενομένης εν προκειμένω των ιστορικών και των ανθρωπιστικών επιστημών: το πρώτο ερώτημα αφορά το αν η «Ιστορία» επαναλαμβάνεται ή όχι και το δεύτερο αν η «Ιστορία» μάς διδάσκει, αν μας μαθαίνει κάτι ή όχι. Ο αυθόρμητος χαρακτήρας αυτών των δύο ερωτήσεων δεν πρέπει ωστόσο να μας επισκιάζει τις ουσιαστικές θεωρητικές και επιστημολογικές δυσκολίες που προβάλλονται όχι μόνο για την επεξεργασία των τυχόν απαντήσεων, αλλά και για τον καθορισμό του περιεχομένου αυτών καθ’ αυτών των δύο ερωτήσεων.
Το ίδιον των ιστορικών γεγονότων είναι η «μοναδικότητά» τους, κάθε ιστορικό γεγονός είναι μοναδικό, ιδιότυπο. Από την άποψη αυτή κυριολεκτικά τα ιστορικά γεγονότα δεν επαναλαμβάνονται αυτά καθ’ αυτά. Αλλά τούτο ως αρχή δεν απαγορεύει, θεωρητικά τουλάχιστον, τη σύγκρισή τους. Ωστόσο η συγκριτική προσέγγιση στην Ιστορία είναι όχι μόνο πολυεπίπεδη, αλλά και αντικείμενο αντιπαραθέσεων και διαμάχης εντός της ιστορικής κοινότητας και τούτο προς αποφυγή βιαστικών, απλουστευμένων και συχνά εσφαλμένων αναλογιών και συμπερασμάτων. Η εσπευσμένη προσπάθεια σύγκρισης δύο γεγονότων οδηγεί συχνά στην υπερτίμηση των εκ πρώτης όψεως ομοιοτήτων τους και στην υποτίμηση, αν όχι και στην αποσιώπηση, ακόμα και των έκδηλων ανομοιοτήτων τους. Ο βολονταρισμός της ιστορικής σύγκρισης υπό την πίεση του παρόντος υποκρύπτει τη θεώρηση σύμφωνα με την οποία κάθε Ιστορία είναι μια σύγχρονη Ιστορία, γράφεται, διαβάζεται, ερμηνεύεται υπό την επήρεια των ερωτήσεων του παρόντος. Τούτο βέβαια δύσκολα αμφισβητείται, αλλά οριακά οδηγεί στην θεώρηση ότι κάθε Ιστορία είναι «παροντική» μόνο και μόνο για το ό,τι γράφεται, κάθε φορά, στο παρόν. Πρόκειται για τον λεγόμενο «παροντισμό», μια όντως προβληματική επιστημολογική θεώρηση που προβάλλεται συχνά, προσχηματικά ωστόσο, ως κριτική του «θετικισμού» – ο οποίος θεωρεί με τη σειρά του τα παρελθόντα γεγονότα ως τετελεσμένα. Οι διαμάχες αυτές οδηγούν σπανίως σε γόνιμα συμπεράσματα και συχνότερα σε αδιέξοδα, αν όχι σε στείρες αντιπαραθέσεις.
Προς αποφυγή αυτών των αδιεξόδων η ερμηνευτική μέθοδος προσφέρει δύο δρόμους. Αυτόν κατ’ αρχάς της «μεταφορικής» αναλογίας που συνοψίζεται στην πασίγνωστη δίπολη ρήση: «η Ιστορία επαναλαμβάνεται είτε ως “τραγωδία” είτε ως “φάρσα”». Σ’ αυτού του είδους τις μεταφορές υπερτονίζονται αντιπαραβολικά οι ομοιότητες και οι ανομοιότητες των γεγονότων – «υπερβολή» (τραγωδία), «γελοιοποίηση» (φάρσα). Ο δεύτερος δρόμος είναι αυτός που θεμελίωσε η πολιτική κοινωνιολογία βεμπεριανής καταγωγής των λεγόμενων «ιδεωδών τύπων». Η μέθοδος αυτή δεν είναι αμιγώς συγκριτική, αλλά επιτρέπει την οργάνωση της σκέψης κατηγοριοποιώντας κάποιους «τύπους» άσκησης της εξουσίας – χαρισματική εξουσία, νόμιμη εξουσία, παραδοσιακή εξουσία κ.λπ.
Πολύ μελάνι έχει ξοδευτεί προς απάντηση αυτών των δύο ερωτήσεων κι ο καθένας, ιστορικός ή μη, έχει την άποψή του. Προσωπικά θεωρώ ότι η σύγχυση που περιβάλλει τόσο αυτές τις δυο ερωτήσεις όσο και τις απαντήσεις που προσφέρονται εδρεύει στο πώς ορίζουμε την «Ιστορία». Προς τούτο νομίζω ότι προ-απαιτείται η αναδιατύπωση σχετικά υπό νέους όρους των τριών άλλων κλασικών ερωτήσεων που έθεσε ο Καντ στην «Κριτική του καθαρού λόγου».1
Πρώτη ερώτηση: «Τι δύναμαι να γνωρίζω στα όρια του καθαρού λόγου (των διανοητικών ικανοτήτων, facultés de l’entendement);» Δεύτερη ερώτηση: «Τι μου επιτρέπεται να ελπίζω στα όρια του αυτοπροσδιορισμού μου, της βούλησής μου;» Και η τρίτη ερώτηση: «Τι οφείλω να πράξω στα όρια του ηθικού προτάγματος;» Αν θεωρήσουμε την «Ιστορία» ως αντικείμενο της επιστημονικής γνώσης και έρευνας, τότε τούτη δεν δύναται να μας απαντήσει παρά μόνο αποκλειστικά στην πρώτη ερώτηση «τι δύναμαι να γνωρίζω;» Δεν δύναται να μας απαντήσει ούτε στη δεύτερη, ούτε στην τρίτη ερώτηση. Διότι αν μας επέβαλλε μία απάντηση ως προς το τι «μου επιτρέπεται να ελπίζω» και ως προς το τι «οφείλω να πράξω», τότε θα ακύρωνε ντε φάκτο το ίδιον του ανθρώπου, δηλαδή την ελεύθερη βούλησή του. Και τούτο τόσο όσον αφορά τον ορίζοντα των προσδοκιών του και όσον αφορά το ηθικό πρόταγμα. Δηλαδή θα είχαμε από την μια την Ιστορία ως νομοτέλεια και από την άλλη την Ιστορία ως ηθικολογία – με όλες τις συνεπαγόμενες εργαλειοποιήσεις μιας τέτοιας νομοτελειακής και ηθικολογικής θεώρησης της ιστορικής γνώσης.
Καλό θα ήταν λοιπόν να μη θέτουμε στην Ιστορία ερωτήσεις στις οποίες ούτε δύναται ούτε οφείλει να μας απαντήσει. Οσον αφορά τον ορίζοντα των προσδοκιών μας, τούτος καθορίζεται εν μέρει από τις αντικειμενικές συνθήκες που κληρονομούμε από τους μεταγενέστερους (για τις οποίες δεν φέρουμε ευθύνη) και εν μέρει, από την αυτόνομη βούλησή μας, η οποία μας καθιστά ακριβώς, υπεύθυνους των πράξεών μας. Οσον αφορά τώρα το ηθικό πρόταγμα «Τι οφείλω να πράξω», τούτο συνοψίζεται στη σύζευξη των δύο προστακτικών: α) «Πράττε μόνο σύμφωνα με έναν τέτοιο γνώμονα, μέσω του οποίου μπορείς συνάμα να θέλεις αυτός ο γνώμονας να γίνει καθολικός νόμος» και β) «Πράττε έτσι ώστε να χρησιμοποιείς την ανθρωπότητα, τόσο στο πρόσωπό σου όσο και στο πρόσωπο κάθε άλλου ανθρώπου, πάντα ταυτόχρονα ως σκοπό και ποτέ ως μέσο»2. Τίποτα το λιγότερο, τίποτα το περισσότερο.