Τη συνέντευξη πήρε η Βασιλική Τζεβελέκου
• Στο Αρχαιολογικό Μουσείο, στην έκθεση «Το Αλφάβητο – Αρχαϊκό Παλίμψηστο», παρουσιάζετε 24 έργα – βιβλία με αντιστοίχιση στα γράμματα της αλφαβήτου που παραπέμπουν στις Ομηρικές Ραψωδίες. Τι θα δουν οι επισκέπτες;
Είναι μια ιστορική σειρά που είχε παρουσιαστεί στο Ευρωκοινοβούλιο, στην οποία καταγράφω ένα είδος βιβλίων που ανοίγουν και μέσα υπάρχει ένα έργο. Τίτλος κάθε βιβλίου είναι ένα γράμμα από το Α έως το Ω. Αυτά τα έργα ήταν ενταγμένα στον μεγάλο κύκλο «Το γράμμα που δεν έφτασε», που με συνοδεύει πολλά χρόνια με διαφορετικές μορφές κάθε φορά, αλλά και ως συνέχεια, αφού μέσα τους έχουν κοινά πλαστικά και ιδεολογικά στοιχεία.
Την ύπαρξη ευτελών καθημερινών αντικειμένων και μιας αναφοράς στην κλασική αρχαιότητα ως ένας διάλογος των υλικών που μέσω της ζωγραφικής αποκτούν υπόσταση και στοχάζονται, κατά κάποιο τρόπο, επάνω στην έννοια της ταυτότητας και της παράδοσης. Παράλληλα, δούλεψα τρία έργα ειδικά για την έκθεση στο Αρχαιολογικό Μουσείο, που έχουν σχέση με το προσφυγικό και αναφορές σε γλυπτά ή μέλη αγαλμάτων που βρίσκονται στις συλλογές του.
• Από ποια εκθέματα εμπνευστήκατε;
Κατ’ αρχάς από το πολύ συγκινητικό κάτω μέρος του ποδιού που σώζεται από ένα άγαλμα. Είναι παράξενο, αλλά είχα χρησιμοποιήσει αυτά τα εκμαγεία στην παλαιότερη δουλειά μου, «Τα κάτω άκρα». Εδώ το ενσωμάτωσα στο έργο που αναφέρεται στους πρόσφυγες.
Αυτό το πόδι αποκτά τη σημασία της πορείας των εγκλωβισμένων και απελπισμένων ανθρώπων που έχουν διανύσει χιλιάδες χιλιόμετρα, με απίστευτες ταλαιπωρίες. Τελικά έγινε μια μεγάλη σύνθεση, με αναφορές στο Μουσείο και εικόνες από την πραγματικότητα. Τα άλλα δύο εκθέματα είναι οι ακέφαλες μορφές που με ενδιέφεραν από παλιά, γιατί υπάρχει το στοιχείο του απρόσωπου σώματος. Τα ακέφαλα γλυπτά ενσωματώνονται στα δύο καινούργια έργα που είναι στο ίδιο πνεύμα με το πρώτο, καθώς σχετίζονται με το προσφυγικό και στηρίζονται στις εικόνες των διωγμένων προσφύγων.
• Παρουσιάσατε για πρώτη φορά έργα σας στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου το 1984 και έκτοτε πραγματοποιείτε πολλές εκθέσεις σε μουσεία. Τι σημαίνει η διοργάνωση μιας έκθεσης σύγχρονης τέχνης ανάμεσα στα εκθέματα ενός αρχαιολογικού μουσείου; Και ποια είναι η γνώμη σας για το ύφος των εκδηλώσεων που φιλοξενούνται σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, καθώς έχει ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση και στη χώρα μας γύρω από το θέμα. Θα συμφωνούσατε με μια επίδειξη μόδας, για παράδειγμα;
Στην Ευρώπη αυτή η συζήτηση έχει ανοίξει από τη δεκαετία του ’70 και έχει να κάνει με την αντίληψη και την κατανόησή μας για το τι σημαίνει μουσείο. Αυτό όρισε μια καινούργια ματιά πώς αντιλαμβανόμαστε την παράδοση αλλά και τον τρόπο που την αναδεικνύουμε. Τα μουσεία δεν είναι χώροι καταπίεσης και συμβατικής παιδείας, με την έννοια μιας υποχρέωσης. Δεν είναι χώροι με σοβαροφάνεια ή ιερότητα, αλλά αντίθετα είναι χώροι που δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα απολύτως και επιχειρούν την επικοινωνία με τη ζωή όπως κινείται έξω από τους χώρους τους. Θα κερδίσει λοιπόν εκείνο που θα προσφέρει στο κοινό την ψυχική άπλα για να μπορέσει να επικοινωνήσει με τα εκθέματα, να τα απολαύσει, να αποσυρθεί, να στοχαστεί, να διαβάσει μια εφημερίδα και να πιει έναν καφέ, να ξαναγυρίσει στους εκθεσιακούς χώρους.
Σαν κάτι που το αφορά και είναι δικό του, μέσα στην κουλτούρα του. Αυτό το στοίχημα κερδήθηκε στο εξωτερικό. Στην Ελλάδα άρχισε σιγά σιγά στα τέλη του ’80 – αρχές ’90 με μια καινούργια γενιά αρχαιολόγων ή διευθυντών μουσείων, όπως ο Αγγελος Δεληβορριάς που σημάδεψε κυριολεκτικά τον χώρο με την καινούργια ματιά που μας έβαλε να κοιτάξουμε τα μουσεία. Ο Αγγελος ήταν ένας πιονέρος σ’ όλα αυτά. Οπως και ο Δημήτρης Κωνστάντιος, που έφερε στο Βυζαντινό Μουσείο μια καινούργια, ευρωπαϊκή αντίληψη. Ετσι, η ελληνική κοινωνία, αργοπορημένα μεν, αλλά μπόρεσε και απελευθερώθηκε λίγο λίγο από τα δεσμά της συντήρησης και της μιζέριας.
Οι χώροι άνοιξαν και θεωρώ ότι είναι ένα κερδισμένο στοίχημα. Αλλά το ζήτημα είναι ότι αυτά που παρουσιάζονται στα μουσεία πρέπει να έχουν σχέση και ανταπόκριση με τα εκθέματα, με το θέμα και το περιεχόμενο του μουσείου. Να σηματοδοτούν το νόημα του διαλόγου αυτού που αποκαλούμε παράδοση με τη σύγχρονη τέχνη. Η γνώμη μου είναι ότι δεν είναι χώροι για γενικότερα εκθέματα, για πασαρέλα ή κοινωνικές εκδηλώσεις που έχουν σκοπό την κοσμικότητα και το κέρδος. Το ζητούμενο είναι να κρατηθεί μια ισορροπία και ένα μέτρο, ώστε να γίνει συνειδητό ότι αυτό που είναι κλεισμένο εκεί μέσα αφορά την κοινωνία συνολικά, που κατανοεί ότι αυτά τής ανήκουν. Από την άλλη, μπορεί να συντελεστεί ένας διάλογος του σήμερα με το χθες, μια κουβέντα για το αληθινό νόημα των πραγμάτων και όχι για το κατασκευασμένο.
• Στην έτερη ατομική σας έκθεση στην γκαλερί Citronne, τα έργα έχουν αφετηρία το «Λεμονοδάσος» του Κοσμά Πολίτη και κεντρικό μοτίβο τα λεμόνια σε διαφορετικές εκδοχές. Πώς προέκυψε αυτή η σχέση;
Οι εκθέσεις που κάνω εκτός Αθήνας θέλω να έχουν κάτι αυθεντικό με τον τόπο και το σημείο που παρουσιάζονται. Το ίδιο είχε συμβεί και πριν από μερικά χρόνια, όταν είχαμε κάνει την έκθεση – αφιέρωμα στον Γιώργο Σεφέρη. Δεν μπορούσα να λειτουργήσω, μέχρι που βρέθηκα στον Πόρο και είδα στην απέναντι πλευρά του κόλπου την κόκκινη βίλα. Είπα μέσα μου «είναι η “Γαλήνη” που γράφτηκε το 1946 η “Κίχλη”».
Ετσι ξεκίνησαν εκείνα τα έργα. Αυτή τη φορά, υπήρξε ο Κοσμάς Πολίτης. Εμείς μεγαλώσαμε με αυτή τη λογοτεχνία και, κυρίως, το «Λεμονοδάσος», που ήταν ένα μυθιστόρημα νεανικής απελευθέρωσης και ελευθεριακών συναισθημάτων. Ανθρώπινοι τύποι από το εξωτερικό που ήρθαν στην Ελλάδα, νέες γυναίκες ελεύθερες, με προσωπικότητα και καινούργιες αντιλήψεις για τις προσωπικές σχέσεις, τον έρωτα. Εκείνα τα βιβλία, κυρίως τη δεκαετία του ’60, μας διαμόρφωσαν μια αίσθηση του κόσμου.
Οταν βρέθηκα πάλι μπροστά στο δίλημμα τι είναι ο Πόρος, τι νόημα έχει να κάνεις μια έκθεση στον Πόρο, η απάντηση ήταν έτοιμη. Το λεμονοδάσος που είναι απέναντι και είναι η πρωτογενής φύση. Ετσι, ο Κοσμάς Πολίτης, η λογοτεχνία, ο τόπος, το λεμονοδάσος, τα λεμόνια, ακόμα και το όνομα της γκαλερί Citronne που σε προκαλεί να τη συνδέσεις με τα λεμόνια, δημιούργησαν το πλαίσιο που γεννήθηκαν τα καινούργια έργα, το περασμένο καλοκαίρι. Γι’ αυτό και ο τίτλος «Ημερολόγια ενός καλοκαιριού», αλλά και επειδή το καλοκαίρι είναι απελευθερωτική εποχή.
• Εδώ κυριαρχούν οι νεκρές φύσεις;
Είναι ένα αφιέρωμα στις νεκρές φύσεις με τα λεμόνια. Είναι 67 μικρά έργα 30χ30 και λειτουργούν όλα μαζί και αυτόνομα. Μια μεγάλη σειρά που «περπατάει» την γκαλερί γύρω γύρω και δημιουργεί μια νοητή ζωφόρο με λεμόνια. Αυτά είναι τα μοντέλα μου. Είναι ζωγραφισμένα ένα προς ένα με τον πιο απόλυτο και πρωτόγονο τρόπο. Είναι ένα αφιέρωμα στην ίδια τη ζωγραφική.
• Η νεκρή φύση πλαισιώνεται στις συνθέσεις και με στοιχεία της καθημερινότητας;
Είναι μια αναφορά στην κλασική εικόνα της ζωγραφικής, όπως παραδοσιακά την ξέρουμε δηλαδή, τη νεκρή φύση. Κι εκεί μέσα συναντιέται το πρωτογενές, η αυθεντική φύση, που είναι οι καρποί των λεμονιών με τα φύλλα τους, μαζί με καθημερινά αντικείμενα που βρίσκονται γύρω μας κάθε φορά.
Μπορεί να είναι ένα σανίδι που το ξέβρασε η θάλασσα, ένα κομμάτι ξύλο, ένα αγαλματάκι, ένα κομμάτι ψωμί που έχει ξεμείνει. Αυτά τα καθημερινά, ευτελή, αποκτούν μια ποιητική διάσταση και συνθέτουν όλα μαζί σαν μια αναφορά, αυτό που η ζωγραφική αρχετυπικά έχει θέμα της, τον διάλογο, δηλαδή, με τον κόσμο γύρω. Είναι συνθέσεις και νεκρές φύσεις που στην ουσία μιλάνε για την ίδια τη ζωγραφική πράξη. Οι νεκρές φύσεις ήθελα να είναι ζωγραφική από το μοντέλο και αυτό είναι.
• Είχατε φυσικούς καρπούς, όταν τα ζωγραφίζατε;
Ακριβώς. Κάθε ημέρα έπαιρνα τα μοντέλα μου, τα έστηνα και τα ζωγράφιζα. Είναι σαν προσωπογραφίες λεμονιών, άλλα πιο νεανικά, άλλα πιο ώριμα, αλλού τα φύλλα είναι καταπράσινα και φρέσκα, αλλού έχουν την πατίνα του χρόνου. Στην ουσία, είναι η γκάμα του χρόνου επάνω σ’ αυτό το φυσικό φαινόμενο και ταυτόχρονα υπάρχουν τα αντικείμενα που ορίζουν μια πραγματικότητα.
• Είστε διεθνής καλλιτέχνης με πολιτικοποιημένη ματιά και Ευρωπαίος πολίτης, που έχετε ζήσει μεγάλα χρονικά διαστήματα σε διαφορετικές ευρωπαϊκές πόλεις. Σας ικανοποιεί η στάση των Ευρωπαίων διανοούμενων και των καλλιτεχνών απέναντι στις εξελίξεις των τελευταίων χρόνων;
Ο ρόλος των διανοούμενων είναι τεράστιο ζήτημα, αλλά και πώς οι διανοούμενοι έχουν γίνει θεσμικοί και έχουν ακυρωθεί στην πραγματικότητα από τον ρόλο που θα έπρεπε να έχουν. Θεωρώ ότι έχουμε πολύ άξιους ανθρώπους σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο, αλλά σε ένα βαθμό είναι φιμωμένοι και σε έναν άλλο τους έχει απορροφήσει το σύστημα.
• Φιμωμένοι από ποιους;
Από τον ίδιο τον εαυτό τους. Στην ουσία, ακυρώνουν τη δυνατότητά τους να σκεφτούν με όρους ελευθερίας. Κυριαρχεί ένα σύστημα συμφερόντων και ιδιοτέλειας, που υποχρεώνει τους ανθρώπους να πάρουν μια σειρά από μέτρα καταστολής του εαυτού τους, προκειμένου να μην εκτεθούν. Ιδιαίτερα σε μικρές κοινωνίες όπως είναι ελληνική, είναι δύσκολο να συγκροτηθεί ένας κριτικός δημόσιος λόγος.
Η μικροαστική αντίληψη μιας κοινωνίας που φοβάται τον εαυτό της, η θεολογία του χρήματος και του συμφέροντος που καταδυναστεύει τον τόπο, προκαλεί τις ιστορίες που ζούμε. Θεωρώ βέβαια ότι είναι θέμα ευρύτερης εκπαίδευσης. Την ίδια στιγμή, υπάρχουν πολλοί ενεργοί τόποι που γίνεται σοβαρή δουλειά υποδομής. Καλύπτεται όμως από τα πανίσχυρα μέσα που έχουν στα χέρια τους την ενημέρωση. Αυτός είναι ένας άνισος αγώνας.
• Το Διαδίκτυο και οι πλατφόρμες δεν συμφωνείτε ότι δίνουν νέες δυνατότητες ενημέρωσης και επικοινωνίας στους πολίτες και τους καλλιτέχνες;
Χάρη στα ιντερνετικά μέσα, υπάρχουν πολλές ομάδες εικαστικές, χορευτικές, μουσικές, κινηματογραφικές που λειτουργούν με διάθεση να υπάρξουν και να συνομολογήσουν πράγματα. Και ενώ υπάρχει μεγάλη δραστηριότητα, ταυτόχρονα αυτά τα σχήματα δεν έχουν καταφέρει να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, ώστε να παράξουν μια κουλτούρα. Ολα ολοκληρώνονται σαν μικρές ιδιωτικές υποθέσεις, δεν κατορθώνουν να υπερβούν την ατομικότητά τους και να ενωθούν για να δημιουργήσουν ένα κυρίαρχο πολιτιστικό πεδίο.
Και γιατί συμβαίνει; Υπάρχει κάτι χαρακτηριστικό που αφορά την κοινωνία συνολικά. Εχουν χαθεί οι κοινοί κώδικες. Ο διάλογος δεν είναι δυνατόν να συντελεστεί, γιατί δεν καταλαβαίνουμε τι λέει ο ένας και τι εννοεί ο άλλος. Μια χρόνια έλλειψη κουλτούρας και παιδείας οδήγησε σε μια τεράστια σύγχυση, η οποία επιτείνεται στον βαθμό που κάποιοι την καλλιεργούν ακόμα περισσότερο. Και εδώ ανοίγω μια παρένθεση, για να πω ότι ποτέ άλλοτε στην Ελλάδα δεν είχαμε χειρότερη αντιπολίτευση. Με την ευρεία έννοια, όχι στενά πολιτικά.
Ο αντιπολιτευτικός λόγος έχει φτάσει στα χειρότερα σημεία της ευτέλειας. Εχει χαθεί το επιχείρημα αλλά και -το σημαντικότερο όλων- ο ορθός λόγος. Υπάρχει ανικανότητα να οριστεί η αλήθεια ως κοινός τόπος αφετηρίας για να δούμε πού διαφωνούμε και πού συμφωνούμε. Και από την άλλη, συνειδητά, υπάρχει έντονη τάση να καλλιεργηθεί η σύγχυση που αφήνει χώρο να γεννηθούν τα τέρατα, αφού δεν υπάρχει η αντίσταση και ο ορθός λόγος για να ελεγχθεί το φίδι που επωάζεται.
• Πώς σχολιάζετε την άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη και τη σταθερή παρουσία της Χρυσής Αυγής στη χώρα μας;
Είναι ένα ευρωπαϊκό φαινόμενο. Βεβαίως, το ελληνικό έχει ιδιαιτερότητα, εκεί μας οδήγησε όμως συνολικά η πολιτική ενός ακραίου και βάρβαρου νεοφιλελευθερισμού. Η γερμανική σοσιαλδημοκρατία, που κάποτε ήταν η ελπίδα της Ευρώπης, σήμερα έχει χάσει τελείως το παιχνίδι τρέχοντας πίσω από τις συντηρητικές πολιτικές της γερμανικής κυβέρνησης. Οι άνθρωποι που την εκπροσωπούν είναι αγνώριστοι.
Ηταν μια εποχή που ό,τι συνέβαινε στην κεντρική Ευρώπη απέπνεε την αίσθηση ότι τα πράγματα μπορούν να γίνουν καλύτερα. Μπορούσε να υπάρξει ένα κράτος δικαίου και να κρατηθούν ζωντανές οι ευρωπαϊκές αξίες του διαφωτισμού, της αλληλεγγύης, του δικαίου.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση γεννήθηκε στραβά με όρους που δεν ήταν αυτοί που θα έπρεπε, αλλά υπήρχε η αίσθηση ότι μπορεί να αλλάξει τον ρουν της Ιστορίας προς το καλύτερο. Αυτό δεν ισχύει σήμερα. Η Ευρώπη έχει γίνει γερμανική, η οποία, αφού πολλαπλασίασε τα κέρδη της από την κρίση στον Νότο και στην Ελλάδα, εξακολουθεί να κρατιέται πιστή στο μονοσήμαντο κράτος μιας προτεσταντικής λιτότητας, σε βάρος των κοινωνικών στρωμάτων που βρίσκονται στην κατώτατη μοίρα.
Πρέπει κανείς να σταθεί κριτικά απέναντι σ’ αυτό που ευαγγελίζεται η Γερμανία και η συντηρητική Ευρώπη και με μεγάλη αντοχή απέναντι σε αυτό που έχει επιτρέψει να φουντώσει, δηλαδή την κοινωνική πολιτική που οδήγησε στις φοβίες και στους μύθους εναντίον των ξένων.
Κυνηγημένοι από αυτούς που τους κατέστρεψαν με τους πολέμους, ξαναγυρνούν στην αγκαλιά των ίδιων ανθρώπων, για να βρουν σωτηρία στην Ευρώπη. Φαύλος κύκλος. Μέσα σε όλα αυτά, ανθίζει η ιστορία του νεοφασισμού που χαϊδεύεται από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές εξουσίες και γιγαντώνεται. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα συμβαίνει και στους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς χώρους. Γι’ αυτό χρειάζεται να διεκδικήσουμε έναν νέο φιλελληνισμό, να γίνει φανερό στην Ευρώπη το πρόσωπο της Ελλάδας ως μιας προοδευτικής και πλούσιας σε ιδέες σύγχρονης χώρας.
• Πώς μπορούν να αντιστραφούν τα πράγματα;
Δεν είναι εύκολο, αλλά πρέπει κανείς να σκεφτεί λογικά. Τα κράτη της Ευρώπης πρέπει να διεκδικήσουν μια δημοκρατική πλειοψηφία, κάνοντας ο καθένας δουλειά στον τόπο του.
Να έχουμε στην Ελλάδα δημοκρατική κυβέρνηση με κοινωνική ευαισθησία, που υποστηρίζει δημοκρατικές αρχές και στηρίζεται στους ανθρώπους του μόχθου που χτυπήθηκαν περισσότερο από την κρίση. Να συνειδητοποιήσουμε ότι ζητούμενο σε κάθε χώρα είναι η δημοκρατική εξέλιξη των κοινωνιών. Ωστε μελλοντικά να αλλάξουν, τουλάχιστον, οι συσχετισμοί δυνάμεων από όλα τα κράτη μαζί.
• Πώς κρίνετε το κυβερνητικό έργο;
Εγινε μια προσπάθεια, στα ελάχιστα μέτρα του δυνατού, να αποκτήσει υπόσταση το κοινωνικό κράτος και να υπάρξει μια διεθνής επιβεβαίωση της εξωτερικής πολιτικής. Είναι το μεγάλο κατόρθωμα των τελευταίων χρόνων της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ. Και μόνο η Συμφωνία των Πρεσπών έβαλε καινούργιους κανόνες αλληλεγγύης και αδελφοσύνης των λαών.
Με όλες τις αμηχανίες, τις δυσλειτουργίες από άποψη εμπειρίας, πάλεψε πράγματα. Η κυβέρνηση παρέλαβε μια χρεοκοπημένη χώρα. Επί 40 χρόνια οι κυβερνώντες, οι εξουσίες, οι πολιτικές δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να υποσκάπτουν αυτό που κληροδοτήθηκε τα τελευταία χρόνια στη σημερινή κυβέρνηση, η οποία έπρεπε όχι μόνο να βγάλει το φίδι από την τρύπα, αλλά να αμυνθεί στα χιλιάδες ευρωπαϊκά φίδια που την απειλούσαν.
Και αυτοί που απειλούσαν τότε, ομολογούν σήμερα ότι η πολιτική τους ήταν γεμάτη τραγικά λάθη, γιατί δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να υποστηρίζουν τις τράπεζες εις βάρος του ελληνικού λαού. Σε τέτοια ακραία φαινόμενα, η κυβέρνηση είχε να αντιπαλέψει μ’ έναν πανίσχυρο εχθρό που ήταν αποφασισμένος να τη συντρίψει. Το γεγονός ότι είμαστε ακόμα όρθιοι το χρωστάμε στους πέντε ανθρώπους που στάθηκαν όρθιοι απέναντι σε μια ιστορία που όχι μόνο δεν ήταν εύκολη αλλά ήταν άθλος να μείνουμε ζωντανοί και σήμερα να μην πλέει σε θολά νερά, σε ωκεανούς η Ελλάδα, ως ανάδελφο έθνος.
• Αν σας ζητούσαμε έναν ορισμό για την Τέχνη, ποιον θα δίνατε;
Αν υπήρχε ορισμός, θα ήταν αυτομάτως αυτοπεριορισμός. Θα πω μόνο ότι Τέχνη είναι ο δημόσιος χώρος των αισθημάτων και αυτό είναι το «όπλο» που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να ρίξουμε φως στα σκοτάδια.
• Παρουσιάσατε για πρώτη φορά έργα σας στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου το 1984 και έκτοτε πραγματοποιείτε πολλές εκθέσεις σε μουσεία. Τι σημαίνει η διοργάνωση μιας έκθεσης σύγχρονης τέχνης ανάμεσα στα εκθέματα ενός αρχαιολογικού μουσείου; Και ποια είναι η γνώμη σας για το ύφος των εκδηλώσεων που φιλοξενούνται σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, καθώς έχει ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση και στη χώρα μας γύρω από το θέμα. Θα συμφωνούσατε με μια επίδειξη μόδας, για παράδειγμα;
Στην Ευρώπη αυτή η συζήτηση έχει ανοίξει από τη δεκαετία του ’70 και έχει να κάνει με την αντίληψη και την κατανόησή μας για το τι σημαίνει μουσείο. Αυτό όρισε μια καινούργια ματιά πώς αντιλαμβανόμαστε την παράδοση αλλά και τον τρόπο που την αναδεικνύουμε. Τα μουσεία δεν είναι χώροι καταπίεσης και συμβατικής παιδείας, με την έννοια μιας υποχρέωσης. Δεν είναι χώροι με σοβαροφάνεια ή ιερότητα, αλλά αντίθετα είναι χώροι που δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα απολύτως και επιχειρούν την επικοινωνία με τη ζωή όπως κινείται έξω από τους χώρους τους.
Θα κερδίσει λοιπόν εκείνο που θα προσφέρει στο κοινό την ψυχική άπλα για να μπορέσει να επικοινωνήσει με τα εκθέματα, να τα απολαύσει, να αποσυρθεί, να στοχαστεί, να διαβάσει μια εφημερίδα και να πιει έναν καφέ, να ξαναγυρίσει στους εκθεσιακούς χώρους. Σαν κάτι που το αφορά και είναι δικό του, μέσα στην κουλτούρα του.
Αυτό το στοίχημα κερδήθηκε στο εξωτερικό. Στην Ελλάδα άρχισε σιγά σιγά στα τέλη του ’80 – αρχές ’90 με μια καινούργια γενιά αρχαιολόγων ή διευθυντών μουσείων, όπως ο Αγγελος Δεληβορριάς που σημάδεψε κυριολεκτικά τον χώρο με την καινούργια ματιά που μας έβαλε να κοιτάξουμε τα μουσεία. Ο Αγγελος ήταν ένας πιονέρος σ’ όλα αυτά. Οπως και ο Δημήτρης Κωνστάντιος, που έφερε στο Βυζαντινό Μουσείο μια καινούργια, ευρωπαϊκή αντίληψη. Ετσι, η ελληνική κοινωνία, αργοπορημένα μεν, αλλά μπόρεσε και απελευθερώθηκε λίγο λίγο από τα δεσμά της συντήρησης και της μιζέριας.
Οι χώροι άνοιξαν και θεωρώ ότι είναι ένα κερδισμένο στοίχημα. Αλλά το ζήτημα είναι ότι αυτά που παρουσιάζονται στα μουσεία πρέπει να έχουν σχέση και ανταπόκριση με τα εκθέματα, με το θέμα και το περιεχόμενο του μουσείου. Να σηματοδοτούν το νόημα του διαλόγου αυτού που αποκαλούμε παράδοση με τη σύγχρονη τέχνη.
Η γνώμη μου είναι ότι δεν είναι χώροι για γενικότερα εκθέματα, για πασαρέλα ή κοινωνικές εκδηλώσεις που έχουν σκοπό την κοσμικότητα και το κέρδος. Το ζητούμενο είναι να κρατηθεί μια ισορροπία και ένα μέτρο, ώστε να γίνει συνειδητό ότι αυτό που είναι κλεισμένο εκεί μέσα αφορά την κοινωνία συνολικά, που κατανοεί ότι αυτά τής ανήκουν. Από την άλλη, μπορεί να συντελεστεί ένας διάλογος του σήμερα με το χθες, μια κουβέντα για το αληθινό νόημα των πραγμάτων και όχι για το κατασκευασμένο.
Info: Οι δύο εκθέσεις εγκαινιάζονται σήμερα, Σάββατο 8/6. Αρχαιολογικό Μουσείο Πόρου (7.00 μ.μ. Επιμέλεια Τατιάνα Σπινάρη – Πολλάλη δρ Ιστορίας της Τέχνης, Μαρία Γιαννοπούλου, δρ Αρχαιολογίας. Διάρκεια έως 30/9), γκαλερί Citronne (8.30 μ.μ. Διάρκεια έως 24/7).