Συνεντεύξεις

Γιάννης Οικονομίδης: Κριτική πάνω στο DNA μιας χώρας

Τη συνέντευξη πήρε η Μάνια Ζούση

«Μια σπουδή πάνω στην ηλιθιότητα και την ξεφτίλα» χαρακτηρίζει ο σκηνοθέτης Γιάννης Οικονομίδης τη νέα του ταινία «Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς», που έχει βγει εδώ και τρεις ημέρες στις κινηματογραφικές αίθουσες. Αυτή είναι και η απάντησή του στην ερώτηση τι ήταν αυτό που ήθελε να αφηγηθεί, ποιο ήταν εκείνο που τον βασάνιζε, τον εξόργιζε και ήθελε να σχολιάσει.

Η υπόθεση αυτής της «γκανγκστερικής μαύρης κωμωδίας με φόντο μια αλλόκοτη χώρα όπως η Ελλάδα, με τις χίλιες ευλογίες και τις χίλιες κατάρες», όπως λέει ο ίδιος, περιστρέφεται γύρω από μια γοητευτική γυναίκα, η οποία αποφασίζει να εγκαταλείψει τον επιχειρηματία σύζυγό της για έναν ιδιοκτήτη νυχτερινού κέντρου και πρώην λαϊκό τραγουδιστή. Φεύγοντας, ωστόσο, παίρνει μαζί της και 1 εκατομμύριο ευρώ, κάτι που κάνει τον εγκαταλελειμμένο σύζυγο να παρανοήσει και να ορκιστεί εκδίκηση. Την ίδια ώρα, ο υπόκοσμος της νύχτας στη μικρή επαρχιακή πόλη όπου διαδραματίζεται η ιστορία περιστρέφεται γύρω από τον αναβρασμό που προκαλείται από το παράνομο ζευγάρι. Φιγούρες που παίζουν τον δικό τους καθοριστικό ρόλο είναι οι μητέρες των δύο αντεραστών, οι οποίες θα πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους!

«Όλοι οι χαρακτήρες, τα συναισθήματα και τα διακυβεύματά τους είναι πάνω στην ξεφτίλα τους. Που διαχειρίζονται με έναν απίστευτα ηλίθιο τρόπο, χωρίς όμως να έχουν συνείδηση της γελοιότητάς τους. Κι από εκεί προκύπτει το γέλιο. Έτσι γεννιέται μια απίστευτη κωμικοτραγωδία με γελοίους ξεφτίλες που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Όλοι ωστόσο βιώνουν τα πράγματα με πολύ σοβαρό και δραματικό τρόπο. Που στην πραγματικότητα είναι ένας πολύ ‘τρύπιος τρόπος’. Εξ ου και ‘Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς’. Η ταινία είναι κατ’ επέκταση και η κριτική πάνω σε μια χώρα, που ξεδιπλώνεται μέσα από τους γελοίους, πλην αγαπησιάρηδες τύπους. Οι δομές της, η κατασκευή της, το DNA της. Και σε μια άλλη κλίμακα και η καταγραφή όσων μας διοικούν. Αν κάνεις μια αναγωγή, πάντα έτσι ήταν».

Σκηνοθέτης με αναγνωρίσιμη κινηματογραφική γλώσσα και ταυτότητα, που δημιουργεί φανατικούς οπαδούς που κινούνται στα όρια της λατρείας αλλά και της άρνησης, ο Οικονομίδης δεν περνά ποτέ απαρατήρητος. «Κάθε ταινία είναι μια καινούργια περιπέτεια, σαν να ξεκινάς από την αρχή, με το ίδιο κέφι, τα ίδια αιτήματα, κι όπου μας βγάλει. Αλλά επειδή όλο αυτό γίνεται κάθε φορά μέσα σε ένα πλαίσιο ελευθερίας και θράσους, φέρει μια σφραγίδα αυθεντικότητας. Σε άλλους αρέσει, άλλους τους συγκινεί, άλλους τους τρομάζει, άλλοι το βάζουν στα πόδια» σχολιάζει και υποστηρίζει πως ο ίδιος παραμένει κατά βάση «ερασιτέχνης και όχι επαγγελματίας, δηλαδή εραστής αυτού του πράγματος. Στην πραγματικότητα δεν με νοιάζουν καριέρες και περγαμηνές. Γι’ αυτό και με συγκινούν πάρα πολύ περιπτώσεις όπως του Τζον Κασσαβέτη ή του Κεν Λόουτς, δηλαδή ανθρώπων που έζησαν και δημιούργησαν σαν καλλιτέχνες, παρά σαν επαγγελματίες σκηνοθέτες. Με τους φίλους τους, την παρέα τους, την οικογένειά τους. Για μένα αυτό έχει αξία: ο χρόνος που περνά να περνά ουσιαστικά, με δημιουργία και αυθεντικότητα».

«Βάζω τρικλοποδιές ακόμα και στον ίδιο μου τον εαυτό»

Όλα για τον Γιάννη Οικονομίδη ξεκίνησαν λίγο πριν την έναρξη της περιπέτειας με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινίας του. «Το μεγάλο σάλτο έγινε πριν το ‘Σπιρτόκουτο’, όταν αποφάσισα ότι θα κάνω ό,τι μπορώ, με ό,τι μέσα και συνθήκες έχω, αλλά αυτό που θα κάνω θα το ευχαριστιέμαι, θα είμαι ειλικρινής και ελεύθερος. Κάτι που ισχύει μέχρι και σήμερα» παραδέχεται και αποκαλύπτει: «Κι αν έχω περάσει δύσκολα και άσχημα μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, κατά τη διάρκεια της δημιουργίας των ταινιών, είναι όταν πήγαν να με στριμώξουν και να μου αφαιρέσουν την ελευθερία. Όταν προσπάθησαν να με κάνουν να αρχίσω να λογοδοτώ, να μπαίνουν μέσα στα πόδια μου»…

Δεν κρύβει ότι στις ταινίες του περνά ο τρόπος που σκέφτεται, τον οποίο έχει εξελίξει και επικεντρώσει πάνω σε μια θεματική ποικιλομορφία. «Το πρώτο επίπεδο είναι το κομμάτι της ιστορίας και του μύθου. Προσπαθείς να φτιάξεις έναν καμβά που πολλές φορές προέρχεται από τη μυθολογία του σινεμά ή της λογοτεχνίας αστυνομικά, γκανγκστερικά, κοινωνικά δράματα, κωμωδίες. Στο δεύτερο επίπεδο τα ζητήματα που με απασχολούν είναι πάντα τα ίδια, κομμάτι της ζωής μου, η Ελλάδα, ο Έλληνας, η μαυρίλα, όλα αυτά που με θυμώνουν, με πληγώνουν, με στεναχωρούν, με εξοργίζουν, με θλίβουν, όλα αυτά που ενδεχομένως αγαπώ. Αυτά είναι που μπαίνουν στο σενάριο, στο βλέμμα και στο υπόστρωμα της ταινίας. Είναι όλα όσα ερευνώ τόσα χρόνια. Από το ‘Σπιρτόκουτο’ και μετά τα ίδια πράγματα κυνηγώ, ψάχνω και διερευνώ. Τώρα συνειδητοποιώ και εγώ λίγο την πεμπτουσία της δουλειάς μου. Θα έλεγα ότι είναι μια σπουδή πάνω στο greek trash. Κι όλο αυτό το πεδίο έχει βάθος απροσμέτρητο από τη Μεταπολίτευση και μετά. Με τον νεοπλουτισμό, την ιδιωτική τηλεόραση, το ΠΑΣΟΚ.

Ωστόσο, η ματιά μου παραμένει πάντα ‘αγαπητική’ πάνω σ’ αυτόν τον κόσμο. Δεν είναι ματιά του ψυχρού επιστήμονα και διανοούμενου που βγάζει συμπεράσματα, αναλύει δοκίμια και ξεδιπλώνει το αποτέλεσμα της έρευνας. Βλέπω αυτά τα πρόσωπα με μια συγκεκριμένη θερμοκρασία, με μια ζεστή ματιά και ίσως γι’ αυτό και οι ταινίες μου έχουν αυτή τη χάρη που έχουν. Ακόμα και πιο σκοτεινοί, μαύροι και αρνητικοί ήρωες έχουν μια έλξη, γιατί δεν τους βλέπω σαν πειραματόζωα, μονοδιάστατα και με απέχθεια. Γιατί ο άνθρωπος είναι ένα σύνθετο πλάσμα, τα εμπεριέχει όλα».

Αποκαλύπτοντάς μας μικρά μυστικά για τον τρόπο που συνθέτει το σύμπαν των ταινιών του, ο δημοφιλής σκηνοθέτης κάνει ξεκάθαρο από την αρχή πως, ενώ για πολλούς μια ταινία αρχίζει και τελειώνει σε ένα γραφείο, για τον ίδιο «φτιάχνεται συνέχεια. Συνέχεια προσπαθώ να προσεγγίζω αυτό που πρέπει να γίνει. Στο σενάριο, στις πρόβες, στο γύρισμα, στο μοντάζ μια προσπάθεια σε εξέλιξη. Ένα ζωντανό πράγμα που συνεχώς μεταλλάσσεται, ώσπου να ‘κλειδώσει’. Εγώ και η ταινία είμαστε δυο ζωντανοί οργανισμοί που ο ένας πάει παράλληλα με τον άλλον και ζούμε μαζί μέχρι και το τελικό αποτέλεσμα. Όλα είναι ανοιχτά κι ελευθεριακά. Η ταινία ‘αναπνέει συνεχώς’, καθώς φέρνουν πράγματα όλοι, συνεργάτες, ηθοποιοί. Αυτός ο τρόπος δημιουργίας με ξετρελαίνει. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να δουλέψω αλλιώς.

Βάζω τρικλοποδιές ακόμα και στον ίδιο μου τον εαυτό. Δεν κάνω ταινίες στα σίγουρα. Πάντα υπάρχει η ανασφάλεια. Κάτι που είναι κι ένας αγώνας με τους φόβους, τις βεβαιότητες και τη σιγουριά σου. Είμαι εξερευνητής, δεν είμαι γεωμέτρης και κατασκευαστής, να έχω την ταινία έτοιμη στο κεφάλι μου από πριν. Άλλωστε, αυτές οι ταινίες, που όταν τις βλέπω τις αναγνωρίζω, δεν μου αρέσουν. Τους λείπει ακόμα και το ενδεχόμενο του λάθους. Το ρίσκο του δημιουργού που ψάχνει. Για μένα αυτή είναι η πεμπτουσία της δημιουργίας, το να είσαι κι εσύ μέρος αυτού που κάνεις, να ταξιδεύεις μαζί του. Και τέτοιες ταινίες όλο και λιγοστεύουν πια».

Πηγή: Η Αυγή