Συνεντεύξεις

Γιάννης Οικονομίδης: Και μόνο που κάνουμε ταινίες είναι μια πράξη φωτεινή

Ο αγαπημένος σκηνοθέτης παρουσιάζει την πέμπτη ταινία του. Μια γκανγκστερική μαύρη κωμωδία είναι η «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς», με όλες τις γνωστές εμμονές του, με όλη τη γοητεία και τη μαεστρία του ταλέντου του. Αλλά και λίγο πιο friendly προς το κοινό, που θα γελάσει με την καρδιά του.

Ενας Ελληνας σκηνοθέτης που δεν χρειάζεται συστάσεις. Από το θρυλικό πια «Σπιρτόκουτο» του 2003 και μετά, η αίσθηση που κάνουν οι ταινίες του δεν λέει να μειωθεί. Εκανε τη βωμολοχία, το σκοτάδι και τη βία σχολή, αλλά αυτό είναι μόνο η εύκολη, επιφανειακή ανάγνωση του έργου του. Και άλωσε κάνοντας περίπατο το θέατρο χωρίς να βάλει νερό στο κρασί του.

Ο Γιάννης Οικονομίδης επιστρέφει στις αίθουσες την ερχόμενη Πέμπτη, 5 Μαρτίου, με την «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς», την πιο διασκεδαστική και έξω καρδιά ταινία του. Ενας αταίριαστος έρωτας ανάμεσα σε όμορφη, στιλάτη σύζυγο ντόπιου εργοστασιάρχη και σε ιδιοκτήτη σκυλάδικου φέρνει τα πάνω κάτω. Ο απατημένος σύζυγος ζητά εκδίκηση και ο υπόκοσμος παίρνει θέση μάχης. Ο μισός από δω, ο μισός από κει. Ευκαιρία για τον Οικονομίδη να κάνει τα δικά του, αλλά και άλλα, που δεν έχει ξανακάνει. Οπως το να προκαλέσει άφθονο γέλιο.

Τη συνέντευξη πήρε η Βένα Γεωργακοπούλου

• Πώς νιώθετε που μετά τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και πριν από τον Γιώργο Λάνθιμο κάνατε σχολή, ιδίως στο θέατρο, όσο περίεργο κι αν είναι αυτό; Και έχετε τον κατ’ εξοχήν «μιμητή» σας, τον Βασίλη Μπισμπίκη του «Ανθρωποι και ποντίκια» πρωταγωνιστή της ταινίας σας!

Οσον αφορά τον Βασίλη, είναι δημιουργική η «μίμηση». Η καλλιτεχνική ώσμωση έγινε μετά τη συνεργασία μας στην «Μπαλάντα», μετά τα γυρίσματα έκανε τις παραστάσεις του. Τον ήξερα από τις παρέες μου, και στην αρχή μού φαινόταν πολύ καλοβαλμένος, ομορφονιός για το δικό μου σινεμά. Κουβάλαγε και μια αμαρτωλή εικόνα από τα καθημερινά σίριαλ που έπαιζε. Αλλα μετά το σίριαλ του Παπαδουλάκη «Η λέξη που δε λες», όπου έσπασε λίγο την εικόνα του, μου άρεσε και άρχισα να τον σκέφτομαι σοβαρά για τον ρόλο του Μάνου.

Ενα αταίριαστο ζευγάρι: Βίκυ Παπαδοπούλου, Βασίλης Μπισμπίκης

Αλλά έκατσε μαζί μου και εφτά μήνες σε πρόβες, στρατιώτης. Τώρα, για τη «σχολή Οικονομίδη», εγώ έτσι κι αλλιώς πάντα πίστευα ότι πρέπει να ανοίξει κι αυτός ο δρόμος στο ελληνικό σινεμά. Να απελευθερωθεί η δραματουργία, να πάει πιο κοντά στην πραγματική ζωή, να μιλάνε οι άνθρωποι πιο φυσικά, πιο ελεύθερα, πιο καθημερινά. Να γίνει το ελληνικό σινεμά –όχι κατ’ ανάγκη ολόκληρο– ένα σινεμά που πραγματεύεται κανονικές ιστορίες.

• Ε, όχι και τόσο κανονικές. Μόνο κανονικές δεν είναι οι ιστορίες των ταινιών σας.

Εννοώ κανονικές μέσα στη μυθολογία του κάθε είδους που κάνεις. Ο,τι και να ’ναι οι ταινίες, κοινωνικές, συναισθηματικές, μελόδραμα… Η αναπαράσταση είναι πάντα μία. Δηλαδή, πρέπει οι ηθοποιοί να παίζουν φυσικά. Η δραματουργία να είναι τολμηρή και φυσική. Η γλώσσα να είναι μια γλώσσα που μιλιέται.

• Εχω πολλές φορές την αίσθηση ότι αυτός ο ρεαλισμός, ο δικός σας, είναι τόσο τραβηγμένος που ξεφεύγει, φτάνει σε έναν εξπρεσιονισμό… Δεν είναι στείρος.

Και σε έναν σουρεαλισμό, θα πρόσθετα – όλα αυτά τον ρεαλισμό δεν έχουν αφετηρία; Ναι, δεν είναι Κεν Λόουτς οι ταινίες μου, δεν κάνω κοινωνικό νατουραλισμό, ας πούμε. Ξεκινάω πάντα από το πώς αντιλαμβάνομαι εγώ τα πράγματα, σαν να είμαι σε μια γωνία και να βλέπω να εξελίσσεται μπροστά μου μια σκηνή. Από κει και πέρα, όμως, το πράγμα ξεφεύγει, επειδή ξεφεύγουν οι ίδιοι οι χαρακτήρες. Η δραματουργία μου πάει προς ακραία πράγματα.

• Είναι και η ματιά του καλλιτέχνη. Ακόμα και στο «Σπιρτόκουτο», που υποτίθεται είναι μια «διπλανή» μας οικογένεια που φτάνει σε παροξυσμό, σκέφτομαι πως κάποια στιγμή στην πραγματικότητα θα σταματούσε να ουρλιάζει. Σε εσάς ποτέ.

Είναι και η ματιά του καλλιτέχνη. Αλλά είναι και το είδος της δραματουργίας που με ελκύει. Από το «Σπιρτόκουτο» μέχρι σήμερα παραμένω σεξπιρικός, μου αρέσει το βάθος και η ακρότητα των καταστάσεων. Να φεύγουν οι άνθρωποι από το κοστούμι τους, τα όριά τους.

Στάθης Σταμουλακάτος και Βαγγέλης Μουρίκης

Να μετατοπίζονται σε άλλα πεδία. Μου αρέσει να μπαίνουν διακυβεύματα πάνω στο τραπέζι. Και στην πραγματικότητα, δεν σκεφτόμουν την «οικογένεια» όταν έκανα το «Σπιρτόκουτο». Τους ανθρώπους σκεφτόμουν κάτω από έκρυθμες, εμπρηστικές, αγχωτικές καταστάσεις. Εξακολουθεί να είναι ερώτημα που βάζει κάθε ταινία μου, σε επιμέρους σκηνές της.

• Υπάρχει, όμως, μια σαφής εξέλιξη. Στην «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» μάς εκπλήσσετε. Ενιωθα συνεχώς ότι βάζετε έναν καθρέφτη όχι μόνο σε μας και στα σκοτάδια μας, αλλά και σε σας και στην τέχνη σας. Αυτή τη φορά το γέλιο στην αίθουσα εσείς το προκαλείτε. Δεν γελάμε μόνο εμείς με τα μπινελίκια. Γελάτε κι εσείς μαζί τους.

Ναι, ήταν συνειδητό αυτό. Να πριμοδοτηθεί το χιούμορ και να υποχωρήσει ο ζόφος.

• Μόνο γι’ αυτό; Μήπως υποσυνείδητα σαρκάζετε την ίδια σας τη «μανιέρα»; Σαν να λέτε σ’ αυτόν που βωμολοχεί ασταμάτητα: «Οπα, τελείωνε, ρε μεγάλε!».

Αυτό μάλλον προέκυψε [γελάει]. Εχει ενδιαφέρον, είσαι η πρώτη που μου το λες. Αλλά, ναι, υπάρχει κι αυτό μέσα. Τώρα που το λες, το βλέπω, το συνειδητοποιώ. Αλλά, πάνω απ’ όλα ήταν μια ανάγκη μου μετά το «Μικρό ψάρι» να γυρίσω μια ταινία που να με κάνει και μένα να διασκεδάσω λίγο, ρε παιδί μου, να ξεφύγω από τον ζόφο και το βάρος που είχε η προηγούμενη δουλειά μου, παρ’ όλο που τα θέματα που έπιανε είχαν και ψήγματα μαύρου, βιτριολικού χιούμορ. Ενιωθα και την ανάγκη να επικοινωνήσω πια με άλλο τρόπο με τον κόσμο.

• Αρα, το σενάριο ήταν μεγάλη ιστορία.

Ενάμιση χρόνο και βάλε μας πήρε. Πολλά γραψίματα, πολλά ντραφτ, πολύς κόσμος στο φιλικό μου περιβάλλον είδε αν δουλεύει στο χαρτί. Πολλοί ήταν αμήχανοι, γιατί δεν έβγαινε και ακριβώς αυτό που βγήκε στην οθόνη, είναι άλλο πράγμα η πραγμάτωση μιας ταινίας. «Παιδιά», τους έλεγα, «αφήστε το πάνω μου, ξέρω εγώ τι κάνω». Γιατί όλο αυτό που στοχεύει η ταινία ήταν δύσκολο να πετύχει.

• Και πού στοχεύει η ταινία;

Σε μια μαύρη κωμωδία της πραγματικής ζωής. Οι ήρωες δεν έχουν συνείδηση της κωμωδίας μέσα στην οποία ζούνε. Ούτε της γελοιότητάς τους. Ζούνε και αναπνέουν τα πάθη τους με πολύ ρεαλιστικό τρόπο.

• Είναι και μια ταινία για τον έρωτα; Βλέπουμε ένα πάθος να ανθίζει, το συναίσθημα να ξεχειλίζει. Ακόμα κι ένας δολοφονικός τύπος του υποκόσμου διαβάζει Αρλεκιν.

Εχει, βέβαια, έναν ερωτισμό η ταινία, έχει και συναίσθημα. Αλλά βασικά αυτό που με ενδιέφερε ήταν να κάνω ένα σχόλιο πάνω στην καψούρα. Αυτήν την ξεφτίλα του συναισθήματος και του ερωτισμού. Που κυκλοφορεί στα σκυλάδικα με συμπεριφορές δραματικά γελοίες, με ναρκισσισμό και ψέμα και λέει «κοιτάχτε με πώς υποφέρω».

• Είστε πολύ αυστηρός για έναν κόσμο στον οποίο είστε κινηματογραφικά addict.

(γελάει) Οχι μωρέ, είναι ξεκάθαρη η ματιά μου και της ταινίας πάνω σε όλο αυτό. Απλώς έχει πολύ ενδιαφέρον αυτός ο κόσμος. Γιατί είμαστε ένας λαός υπερβολικά συναισθηματικός, κι εκεί χάνεται και η μπάλα: πού είναι η αλήθεια και πού το ψέμα.

• Δεν θυμάμαι να «χαϊδέψατε» ποτέ με δηλώσεις ή ταινίες τον κόσμο, τη χώρα.

Αυτό δεν είναι το νόημα του καλλιτέχνη, να είναι κριτικός; Αυτό κάνεις όταν πονάς πραγματικά τη χώρα σου και τους ανθρώπους. Ολο αυτό βγαίνει από έναν πόνο, μια αγανάκτηση, ένα γαμώτο. Δεν λέω «πάω να σας την πω», υπάρχει νταλκάς από κάτω, μια απελπισία προσωπική. Αλλά είμαι κριτικός, όχι διδακτικός, όχι υπεράνω. Είμαι κι εγώ μέσα σε όλο αυτό.

• Το δεύτερο μέρος της ταινίας, αυτός ο μεγάλης σκηνοθετικής μαεστρίας καταιγισμός φόνων, έχει κάποιον ξένο σκηνοθέτη πίσω του, που αγαπάτε;

Υπάρχει μια σειρά από σκηνοθέτες και ταινίες που κουβαλάω μέσα μου χρόνια. Ο Τζον Κασσαβέτης στα πρώτα μου βήματα ήταν δάσκαλος για τις σκηνές που έχουν να κάνουν με πρόσωπα, για το πώς πάει κανείς στα κοντινά πλάνα. Από κει και πέρα, αυτή η ταινία είναι σαφώς στην παράδοση των Κοέν, του Μάρτιν ΜακΝτόνα, ακόμα και του Ταραντίνο, του Τζάρμους και του Καουρισμάκι, από μια άποψη. Είμαι σινεφίλ, βλέπω και απολαμβάνω το σινεμά.

• Φέτος, ποια ταινία σάς άρεσε;

Ο «Τζόκερ» μου άρεσε πολύ, ταινία σκηνοθέτη. Και τα «Συνώνυμα» του Ισραηλινού Ναντάβ Λαπίντ.

• Κάνατε στο θέατρο μια τεράστια επιτυχία με το «Στέλλα κοιμήσου», δικό σας έργο και σκηνοθεσία. Αλλά εγώ ψιλοθύμωσα. Είναι δυνατόν, έλεγα, να τρέχουν να δουν Οικονομίδη στο θέατρο, αλλά όχι στο σινεμά;

Είναι αλήθεια αυτό που λες. Με απασχόλησε και μένα. Προσπάθησα να το εξηγήσω. Πολλές φορές στο σινεμά το ακραίο μπορεί να φοβίσει τον κόσμο, η οθόνη μεγάλη, όλα σε μεγέθυνση. Ενώ στο θέατρο μυρίζεις όλη τη φάση, είναι μπροστά στα μάτια σου, κοντά σου, είναι αλλιώς. Ενας λόγος πρέπει να είναι αυτός. Και ο άλλος, ότι υπάρχει κοινό στο θέατρο. Ο Ελληνας βλέπει ελληνικό θέατρο, ενώ το ελληνικό σινεμά το έχει για φτύσιμο. Χρόνια τώρα βρίσκεται σε ανυποληψία.

• Εσείς, όμως, το φτιάξατε το κοινό σας. Υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που σας ακολουθεί. Πώς θα το λέγατε το κοινό σας;

Δεν μπορώ να του βάλω μια ταμπέλα, γιατί είναι ποικιλόμορφο. Από απλούς, βιοπαλαιστές ανθρώπους και μεσαία τάξη, μέχρι πανεπιστημιακούς, διανοούμενους και σινεφίλ. Αλλά δεν σου κρύβω ότι έχω μέσα μου μια πίκρα, γιατί καμία από τις ταινίες μου μέχρι τώρα δεν βρήκε την πραγματική της ανταπόκριση. Εννοώ, στις αίθουσες. Γιατί μετά, γίνεται ο χαμός (ίντερνετ κ.λπ.). Ενώ τη «Στέλλα» ο κόσμος πήγε να τη δει στον φυσικό της χώρο. Ο φυσικός χώρος μιας ταινίας είναι η αίθουσα, εκεί πρέπει να τη δεις.

• Μου είπατε ότι δεν θέλετε να μιλήσουμε για πολιτική. Το σέβομαι, αλλά γιατί; Τι σας ενοχλεί στην πολιτικολογία των καλλιτεχνών;

Το ότι λένε όλοι τα ίδια και τα ίδια. Αυτά που λέει και ο κόσμος. Και βγαίνει, απλώς, μια γκρίνια ενώ γύρω καταρρέουν όλα. Και τίποτα δεν αλλάζει. Πιστεύω ότι η Ελλάδα είναι τελειωμένη.

• Τόσο απαισιόδοξος;

Τόσο. Τόσο. Αλλά αυτό δεν σημαίνει και τίποτα. Ισως μέσα από τον βούρκο και τα σκατά κάτι να γεννηθεί. Θα υπάρξουν άνθρωποι που θα σηκώσουν τη σημαία.

• Εσείς, για παράδειγμα, κάνατε ένα βήμα με την «Μπαλάντα»: τη γυρίσατε στη Λαμία, συνεργαστήκατε με το Film Office που έκανε ο Κώστας Μπακογιάννης, όταν ήταν περιφερειάρχης Στερεάς Ελλάδας. Αυτό δεν είναι κάτι;

Πώς δεν είναι κάτι; Αυτές είναι πολιτικές πράξεις. Το ότι η χώρα είναι σε μια συνεχή εμπόλεμη κατάσταση, δεν σημαίνει ότι θα πάψεις να δημιουργείς. Μια πεσιμιστική διαπίστωση δεν σημαίνει ότι κατεβάζουμε τα χέρια και τα παρατάμε.

Αλίμονο. Εδώ υπάρχουν άνθρωποι και καλλιτέχνες που παλεύουν σε συνθήκες πολύ χειρότερες από της Ελλάδας. Η δημιουργία μπορεί να δικαιολογήσει την ύπαρξή σου. Και σου δίνει και μια αισιοδοξία ότι ο άνθρωπος έχει κι αυτή την πλευρά, του αγωνιστή. Για το φως, για το καλό.

• Αυτό το φως υπάρχει περίπτωση να βγει στις ταινίες σας με πιο άμεσο τρόπο;

Εγώ θεωρώ ότι φως είναι η αισθητική. Οταν διαβάζεις Ντοστογιέφσκι, που είναι μαύρη μαυρίλα, κλείνεις το βιβλίο και νιώθεις ότι πετάς. Πού είναι λοιπόν η ελπίδα, η αισιοδοξία; Στην αισθητική. Στο ότι ο άνθρωπος είναι ικανός να φτιάχνει όμορφα, σπουδαία πράγματα. Δεν είναι η ιστορία που θα πεις, τι συμπέρασμα θα βγει, αν έχει ένα παραθυράκι ελπίδας και τρίχες κατσαρές. Αυτό που έχεις φτιάξει, η ίδια η τέχνη είναι το φως. Και μόνο το ότι κάνουμε ταινίες είναι μια πράξη φωτεινή.

• Αρα, δεν σας ενδιαφέρει η στρατευμένη τέχνη…

…ούτε η ηθικολογία.

Hommage στον Σταύρο Τσιώλη με «Ερωτα στη χουρμαδιά»

• Θέλετε κάτι να μας πείτε στην ταινία για τις γυναίκες; Οι άντρες είναι κάτι γομάρια, που κυλιούνται στα πατώματα από πάθη. Και παραδίπλα κάτι γυναίκες κάνουν το παιχνίδι. Μαμάδες, μάλιστα. Με μια μαμά, άλλωστε, τελειώνει και η ταινία.

Η τελευταία μαμά είναι μια χαριτωμενιά, ένα κλείσιμο του ματιού. Αυτό με τις μανάδες στην ταινία προέκυψε κυρίως γιατί ήθελα να σκαρώσω μια πρωτότυπη ιστορία. Και μετά το θεμελίωσα, να έχει μια λογική. Αλλά, ναι, υπάρχουν στην «Μπαλάντα» δυο δυνατές γυναίκες. Σαν ένα γουέστερν ανάμεσα σε δυο πολύ δυνατούς αντιπάλους, που τυχαίνει να είναι οι μανάδες των ερωτικών αντιζήλων.

• Και η όμορφη Ολγα, που διαβάζει «Γκιακ», ακούει φοβερές μουσικές και βλέπει στην τηλεόραση Τσιώλη, πώς στο καλό ξέπεσε στον έρωτα για έναν λαϊκό γκόμενο.

Ελα ντε; Δεν συμβαίνουν όμως αυτά; Ετσι κι αλλιώς η σχέση της με τον Μάνο είναι σαρκική, είναι δικαίωμα μιας γυναίκας να το γευτεί κι αυτό. Γιατί όχι;

• Η Ολγα είναι η μόνη που σώζεται. Γιατί;

Γιατί είναι αθώα, μωρέ. Στην πραγματικότητα είναι ένα αθώο παιδί. Εχει ταλαιπωρηθεί και πολύ. Δεν έχει κακές προθέσεις.

• Ναι, αλλά τα λεφτά του άντρα της τα σουφρώνει.

Από μια εφηβική χαζομάρα, από παρορμητισμό.

• Δεν είναι, δηλαδή, μια φαμ φατάλ;

Στήνει μια τέτοια παγίδα η ταινία, αλλά από τη μέση και μετά αυτό χάνεται. Η Ολγα δεν είναι μοιραία γυναίκα, κι ας πυροδοτεί με τη στάση της πολλά πράγματα. Είναι η ωραία κοιμωμένη, που λέω. Περνάνε από δίπλα της τα τέρατα και δεν παίρνει χαμπάρι.

• Ο «Ερωτας στη χουρμαδιά» δεν είναι η ταινία του Τσιώλη που τη βάζετε να βλέπει;

Ναι, την έχω πολύ ψηλά αυτή την ταινία.

• Πολύ πριν φανεί στην οθόνη η ταινία του Τσιώλη, είχα τη βεβαιότητα ότι η «Μπαλάντα» σας φλερτάρει με τον Τσιώλη – στις ατάκες, στην υποκριτική, στο χιούμορ. Σαν να κάνετε ένα hommage στον Σταύρο, καιρό πριν μας αποχαιρετήσει.

Ναι, ο Τσιώλης, που δεν τον γνώρισα ποτέ και προσωπικά, είναι μέσα στην ταινία. Γενικά το στιλ του μού αρέσει πολύ. Αλλά ειδικά ο «Ερωτας στη χουρμαδιά» είναι για μένα μια ταινία που αν τη δεις καταλαβαίνεις πολύ την Ελλάδα. Ενα φοβερό σχόλιο πάνω στην Ελλάδα. Την έχω στην καρδιά μου, ακόμα θυμάμαι ότι όταν την είδα μου φάνηκε αριστούργημα.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών