Τη συνέντευξη πήρε η Τζέλα Αλιπράντη
Ενώ τα κρούσματα είναι σταθερά υψηλά, η κυβέρνηση αποφάσισε αυτή τη βδομάδα να ανοίξει το λιανεμπόριο και τις διαδημοτικές μετακινήσεις. Γιατί αυτή η αντίφαση; Η αύξηση των κρουσμάτων παρά τους 5 μήνες λοκντάουν, τι δείχνει;
Αυτό που υπονοείτε με την ερώτηση, είναι σωστό. Το πεντάμηνο λοκντάουν έχει αποτύχει, οι αντοχές της κοινωνίας έχουν ελαχιστοποιηθεί, η ανάγκη ανοίγματος της οικονομίας είναι δεδομένη, προκειμένου να μην καταστραφούν μικρομεσαίοι επαγγελματίες και μικροεπιχειρηματίες εστίασης και εμπορίου. Είμαστε, όμως, η μοναδική χώρα που εν μέσω δραματικής όξυνσης της πανδημίας, των αναγκών σε ΜΕΘ, της εξοργιστικής έλλειψης προσωπικού στα δημόσια νοσοκομεία, η κυβέρνηση ανοίγει με πολιτική απόφαση την οικονομία, όπως την ανοίγει μάλιστα… Αυτό δεν έχει γίνει πουθενά αλλού. Το άνοιγμα στο πικ της πανδημίας είναι εξαιρετικά επικίνδυνο και αντιφατικό. Επίσης είναι εξαιρετικά ανησυχητικό ότι η εικόνα που παρουσιάζει η κυβέρνηση της χώρας και οι εκπρόσωποι της, απέχει τόσο πολύ από την πραγματικότητα.
Ανακοίνωσε επίσης και το άνοιγμα των σχολείων από την επόμενη βδομάδα. Η δική σας θέση σ’ αυτό ποια είναι;
Η δική μου θέση δεν μπορεί παρά να είναι ίδια με αυτή της εκπαιδευτικής κοινότητας, των γονιών και της εμπειρίας παγκοσμίως. Τα σχολεία πρέπει να είναι πάση θυσία τα τελευταία που κλείνουν και να κρατιούνται ανοιχτά. Με όρους, όμως, ασφαλείας και προστασίας της δημόσιας υγείας. Δυστυχώς αυτό στη χώρα μας δεν συμβαίνει, γιατί τόσο καιρό δεν λήφθηκε κανένα σχετικό μέτρο και θα ανοίξουν όπως έκλεισαν. Δεν έγινε καμία βελτίωση της κτιριακής υποδομής, αραίωση των μαθητών στις τάξεις, ρύθμιση του ωραρίου ώστε να μη συμπίπτουν οι μαθητές. Σαν να μην έχουμε διδαχτεί τίποτα μετά από ένα χρόνο και όλο επαφίονται στη δήθεν εξαγγελία περί επιδημιολογικού ελέγχου με τα self test.
Για τα οποία έχουν διατυπωθεί πολλές ενστάσεις για την εγκυρότητά τους, ενώ και από την πρώτη μέρα παράδοσης στα φαρμακεία σημειώθηκαν λάθη.
Πέρα από τη γνωστή ανικανότητα του επιτελικού κράτους, υπάρχουν πολλά επιστημονικά προβλήματα με τα self test. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τα μοριακά ή τα rapid test, που διενεργούνται από υγειονομικούς, ούτε βέβαια τη δημόσια επιδημιολογική επιτήρηση, όπου δηλώνεται αμέσως από τους υπεύθυνους το κάθε κρούσμα, όπως και τη δημόσια ανίχνευση και ινχηλάτηση που γίνεται μετά. Δεν μπορεί μόνος του ο κάθε πολίτης να κάνει κάτι τέτοιο. Ακόμα και πρακτικά να το δούμε, σκεφτείτε πόσο δύσκολο είναι ένας γονιός να επιβάλλει να κάνει στο παιδί του μια διαδικασία που είναι αρκετά δυσάρεστη. Υπάρχουν τεράστιες δυσκολίες στο ζήτημα και αναδεικνύεται μια ακόμη φορά η τραγική έλλειψη επαρκών δομών πρωτοβάθμιας υγείας, στις οποίες βασική υπηρεσία θα ήταν και οι σχολικοί νοσηλευτές και επισκέπτες υγείας. Η στοιχειώδης αυτή υποδομή είναι απαραίτητη για να ανοίξουν με ασφάλεια τα σχολεία.
Αν είχε εμπλακεί η πρωτοβάθμια υγεία στη διαχείριση, θα μπορούσαμε να είχαμε και λιγότερα βαριά περιστατικά, από την άποψη ότι οι ασθενείς Covid δεν θα έμεναν χωρίς καμία περίθαλψη στο σπίτι, μέχρι να φτάσουν στο και πέντε στο νοσοκομείο;
Είναι αλήθεια. Το πρόγραμμα υγείας του ΣΥΡΙΖΑ που δόθηκε πριν λίγο καιρό στη δημοσιότητα, προσπαθεί να περιγράψει τις αναγκαίες αλλαγές, ώστε να προσαρμοστεί το σύστημα στις σύγχρονες ανάγκες και ειδικά στην πανδημική κατάσταση τώρα. Η μοναδική λύση όσον αφορά το σύστημα υγείας, εκτός από τη συνολική ενίσχυσή του, είναι ο αναπροσανατολισμός του προς την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας -όπως οι ΤΟΜΥ και η κοινοτική φροντίδα, με τον οικογενειακό γιατρό, τον ηλεκτρονικό φάκελο υγείας κ.ο.κ.- η αυστηρή επιδημιολογική επιτήρηση, η πρόληψη με τους εμβολιασμούς και βεβαίως η μετανοσοκομειακή φροντίδα. Σε αυτές τις απλές λέξεις συμπεριλαμβάνονται τόσα πολλά πράγματα, που θα μπορούσαν να κάνουν την τεράστια αλλαγή στην αντοχή του δημόσιου συστήματος υγείας. Τίποτα από αυτά δεν έχει κάνει η κυβέρνηση. Πρέπει, όμως, να πορευτούμε προς τα εκεί και επειδή οι ανάγκες του συστήματος έγιναν πολύ εμφανείς στους πολίτες με αυτή την κρίση, το προτεινόμενο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ έχει ανάγκη από τη συμμετοχή των πολιτών και των φορέων, ώστε να γίνει εφαρμόσιμο στην πράξη.
Πολλά από αυτά, τα έχουν εισηγηθεί στην κυβέρνηση και οι εμπειρογνώμονες, αλλά αγνοούνται συστηματικά. Τελικά η κυβέρνηση πώς λαμβάνει αποφάσεις; Υπάρχει και το θέμα δημοσίευσης των πρακτικών των συνεδριάσεων.
Είναι αλήθεια ότι οι φωνές από την πλευρά των εμπειρογνωμόνων είναι πιο συχνές και κατηγορηματικές για τη μη ορθή αξιοποίηση της επιτροπής, όπως και για την προσπάθεια να φορτωθούν ευθύνες σ’ αυτή -γιατί είναι τόσο μεγάλη η αποτυχία της διαχείρισης, που θα αναζητηθούν ευθύνες κάποια στιγμή και η κυβέρνηση ετοιμάζει από τώρα αποδιοπομπαίους τράγους. Η επιμονή στην άρνηση δημοσιότητας των πρακτικών, αλλά και κρίσιμων επιδημιολογικών στοιχείων γίνεται εξοργιστική. Είναι χαρακτηριστικό, λοιπόν, ότι γινόμαστε μάρτυρες διαρροής των διαφωνιών, ακόμα και των πιο προβεβλημένων μελών της επιτροπής εμπειρογνωμόνων. Οι κινήσεις της κυβέρνησης είναι αντιφατικές -και γι’ αυτό η κοινωνία έχει αρχίσει να μην πείθεται και να μην πειθαρχεί- μην νομίζουμε, όμως, ότι η πολιτική της δεν έχει κατεύθυνση. Έχει και είναι σαφής από την πρώτη στιγμή: προσπάθεια ιδιωτικοποίησης του δημόσιου συστήματος υγείας με κάθε τρόπο. Αυτό απαιτούσε και την υποβάθμισή του. Τους διέκοψε η πανδημία και τους ανάγκασε να πάρουν μέτρα που είναι έξω από την ιδεολογική και πολιτική τους κατεύθυνση, όμως παραμένει σταθερή η στόχευσή τους. Γι’ αυτό δεν προσλαμβάνουν μόνιμους υγειονομικούς, ώστε να μην τους μείνουν μετά από την πανδημία και να γυρίσουν στο business as usual.
Με αυτή την πολιτική, όμως, έχουμε φτάσει πια στην κατάρρευση του ΕΣΥ, με διασωληνωμένους εκτός ΜΕΘ, ελλείψεις υλικών και προσωπικού. Για πόσο μπορεί να επιμείνει σ’ αυτή την εγκληματική νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία;
Δεν είναι δυνατόν να συνεχίσουμε άλλο έτσι. Δεν κάνουν ούτε το βασικό που τους λέμε κι εμείς και οι ειδικοί και η υπόλοιπη αντιπολίτευση: δώστε για δημόσια αξιοποίηση τις μεγάλες ιδιωτικές μονάδες υγείας και τις κλίνες των ΜΕΘ τους, ώστε να μην πεθαίνει ο κόσμος διασωληνωμένος έξω από τις μονάδες, για να μην καταρρέει το ΕΣΥ και να μην γίνεται σύστημα υγείας μιας μόνο νόσου. Και όλα αυτά για να μην ενοχληθούν οι μεγάλες ιδιωτικές μονάδες. Η λεγόμενη κοβιντοποίηση, η μετατροπή δηλαδή νοσοκομείων σε μονάδες μιας νόσου, σημαίνει πρώτον ότι το σύστημα υγείας δεν αντέχει να διαχειριστεί την πανδημία, όπως και ότι η περίθαλψη των κρουσμάτων γίνεται από διάφορες μη σχετικές ειδικότητες, αφού προφανώς ένα γενικό νοσοκομείο δεν έχει μόνο πνευμονολόγους, παθολόγους, αναισθησιολόγους και εντατικολόγους. Παράλληλα, όμως, η κοβιντοποίηση οδηγεί και στην κατάρρευση της πρόσβασης των ασθενών άλλων νοσημάτων στη δημόσια υγεία, με αποτέλεσμα την αύξηση των θανάτων από άλλες ασθένειες. Οδηγεί επίσης και στην κατάρρευση του συστήματος εφημεριών. Όταν 4-5 από τα μεγάλα νοσοκομεία του λεκανοπεδίου μετατρέπονται σε μονάδες μόνο Covid, αυτό σημαίνει ότι το σύστημα είναι αδύνατον να καλύψει την υπόλοιπη νοσηρότητα.
Βασικό όπλο για την πανδημία είναι ο εμβολιασμός. Στην Ελλάδα όμως καθυστερεί, ενώ αυξάνεται και η ανησυχία για τις παρενέργειες του εμβολίου της AstraZeneca. Τι πρέπει να κάνει η χώρα μας στο ζήτημα, αλλά και η υπόλοιπη ΕΕ;
Θα ήθελα να ελπίζω ότι ο καλός καιρός που έρχεται, η παρουσία σε εξωτερικούς χώρους και η πρόοδος στους εμβολιασμούς θα βοηθήσουν. Οι εμβολιασμοί, όμως, αν και αρκετά καλά οργανωμένοι, με το ρυθμό που γίνονται στη χώρα δεν έχουν την πρόοδο που χρειάζεται, καθώς τα εμβόλια δεν επαρκούν -καθυστέρηση που παρατηρείται σε όλη την Ευρώπη, όπως σημείωσε και ο διευθυντής του ευρωπαϊκού τμήματος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Αν δεχτούμε ότι έχουμε 30.000 περίπου εμβολιασμούς ημερησίως, δεν πρόκειται να έχουμε το περίφημο φράγμα ανοσίας πριν από το τέλος του χρόνου. Εδώ μπαίνει το μεγάλο θέμα των πατεντών, που δεν είναι καμία ιδεολογική εμμονή, αλλά μια απαίτηση των καιρών, ώστε να δοθεί σε όσες το δυνατόν περισσότερες παραγωγικές μονάδες η δυνατότητα να παράξουν εμβόλια. Αυτή τη στιγμή οι εταιρείες προσπαθούν να κάνουν μεταξύ τους εθελοντικό διαμοιρασμό της τεχνολογίας, δηλαδή επιλεκτική ανταλλαγή πληροφοριών, αλλά δεν φτάνει αυτό, χρειάζεται παγκόσμια παρέμβαση. Δεν είναι, άλλωστε, τοπικό ζήτημα το πότε θα γίνουν οι εμβολιασμοί, αν δεν γίνουν παγκοσμίως, τότε θα υπάρξουν εστίες υπερμετάδοσης της νόσου και εκεί αναπτύσσονται οι μεταλλάξεις και αυτές μπορούν να τινάξουν στον αέρα την προστασία από τα υπάρχοντα εμβόλια. Κι εδώ να έρθω στα προβλήματα του AstraZeneca. Πράγματι υπάρχουν στοιχεία ότι σε κάποιες ηλικίες και φύλο δημιουργεί σε σπάνιες περιπτώσεις ένα φαινόμενο θρόμβωσης με θρομβοπενία, ειδικά στον εγκέφαλο, που το κάνει πολύ επικίνδυνο. Αυτό το φαινόμενο υπήρξε και σε φάρμακο παρόμοιο με την ηπαρίνη, το ξέρει η ιατρική επιστήμη και γι’ αυτό προχωράνε οι μελέτες σε Γερμανία και Καναδά, ώστε να δούμε αν υπάρχει αιτιώδης σχέση του εμβολίου με αυτές τις θρομβώσεις. Αν αυτό είναι αλήθεια, τότε δεν μπορεί να αποκρυφθεί, αλλά το αν θα οδηγήσει σε ειδικές οδηγίες για συγκεκριμένες ομάδες κινδύνου ή θα αναγκάσει την προσωρινή απόσυρση του εμβολίου, δεν το γνωρίζω. Αν συμβεί πάντως αυτό, θα είναι τεράστιο πρόβλημα για την ανθρωπότητα, γιατί θα καθυστερήσει πάρα πολύ το σχέδιο των εμβολιασμών.
Ο καλός καιρός, όπως είπατε, αναμένεται να βοηθήσει στην πτώση των κρουσμάτων, ταυτόχρονα όμως η κυβέρνηση σκοπεύει να δώσει και μεγάλη ώθηση στο άνοιγμα του τουρισμού, που πέρυσι είδαμε τι αποτελέσματα είχε έτσι όπως έγινε.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αν θέλουμε να επιβιώσει η οικονομία και η χώρα με κάποιο τρόπο, θα πρέπει να ανοίξει ο τουρισμός. Εδώ, όμως, είναι η μεγάλη ευθύνη της κυβέρνησης. Πρώτον, βρισκόμαστε στο πρώτο δεκαήμερο του Απρίλη και η κατάσταση είναι χειρότερη από ποτέ και δεν προβλέπεται βελτίωση μέχρι το τέλος του μήνα. Άρα, κατά τη γνώμη μου, ασφαλές άνοιγμα του τουρισμού, δεν μπορεί να υπάρξει στις 15 Μαΐου, όπως προγραμματίζει η κυβέρνηση. Άλλωστε, δεν θα μπορεί να κρυφτεί το αυξημένο ιικό φορτίο και η κατάρρευση των νοσοκομείων και άρα πώς θα έρθουν οι τουρίστες σε μια χώρα που η πανδημία είναι σε έκρηξη και αν τους τύχει κάτι, δεν θα μπορούν να έχουν περίθαλψη; Το απεύχομαι, αλλά φοβάμαι ότι η αποτυχία θα είναι παταγώδης και στην υγεία και στην οικονομία.
Έχει κλείσει πια ένας χρόνος πανδημίας. Τι συμπεράσματα πρέπει να βγάλει η Αριστερά για τη γένεση και την αντιμετώπισή της;
Πρώτον, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τις ρίζες της πανδημίας και την πανθομολογούμενη πια αδυναμία του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος στην αντιμετώπισή της. Υπάρχουν πια πληροφορίες και σκληρά επιστημονικά δεδομένα για την ευθύνη της μαζικής παραγωγής τροφίμων, ειδικά των big farms, όπου διακόπτεται βιαίως η αλυσίδα της φυσικής ανοσοποίησης με τη γρήγορη εναλλαγή των ζώων, όπως και της αλόγιστης οικιστικής επέκτασης σε χώρους που υπήρχε άγρια ζωή. Αυτά αποτελούν τα αίτια της πανδημίας, αλλά το γεγονός ότι πολλές δυτικές, νεοφιλελεύθερες χώρες, όπως και η χώρα μας, δεν τα καταφέρνουν στην αντιμετώπισή της, δεν αποτελεί άλλοθι για την Αριστερά. Οφείλουμε να εργαστούμε σκληρά και να επινοήσουμε προτάσεις και λύσεις για την κοινωνική οργάνωση με βάση την αλληλεγγύη, την ισότητα και την ενίσχυση των δημόσιων συστημάτων υγείας, ώστε οι πανδημίες που θα έρθουν, γιατί θα έρθουν κι άλλες, να μην βρίσκουν τις κοινωνίες μας απροετοίμαστες και να υποχρεούμαστε, χωρίς άλλη λύση, σε αδιέξοδα και καταστρεπτικά λοκντάουνς.
Πήγε: Η Εποχή