Ο Γιάννης Μπανιάς μάς έλεγε πάντα ότι μετά το θάνατό του δεν θα πήγαινε στον παράδεισο, όπως κάθε καλός χριστιανός, αλλά στον αστερισμό της Ανδρομέδας. Ασφαλώς και κανείς δεν μπορεί να πει πού βρήκε καταφύγιο για την αιωνιότητα ο Γιάννης. Γνωρίζουμε όμως όλοι ότι όσο ζούσε ανήκε, όπως κάθε καλός κομμουνιστής, στον αστερισμό του «Κ». Στον αστερισμό του κομμουνισμού.
Η ηγεσία του ΚΚΕ, όπως και πολλοί άλλοι, τον θεωρούσαν για χρόνια ως έναν αναθεωρητή του μαρξισμού, ως τον γραμματέα της «δεξιάς αναθεωρητικής ομάδας». Πολλοί βέβαια από αυτούς, όπως τα «τρομερά παιδιά» των απολογητών του Μπρέζνιεφ –από τη Μαρία Δαμανάκη μέχρι τον Μίμη Ανδρουλάκη και από τον Παύλο Τσίμα μέχρι τον Τ. Θεοδωρικάκο– ανακάλυψαν στη συνέχεια την κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας και προσχώρησαν στις πολιτικές εκφράσεις τού πιο ακραίου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Ο Γιάννης αντίθετα έμεινε σταθερός στην υπόθεση της αριστεράς και της κομμουνιστικής προοπτικής, μέχρι που άφησε την τελευταία του πνοή.
Έχει όμως ενδιαφέρον να δούμε πώς έβλεπαν τον Γιάννη οι ίδιοι οι αντίπαλοί του, οι μηχανισμοί του κράτους –ασφάλεια, στρατός, δικαιοσύνη– ιδιαίτερα την περίοδο της χούντας.
Ο Γιάννης από νωρίς μπήκε στο στόχαστρο των αρχών ασφαλείας. Την περίοδο που σπούδαζε στο Γκρατς της Αυστρίας, τη δεκαετία του 1950, προσχώρησε τόσο στο παράνομο ΚΚΕ όσο και στο νόμιμο αυστριακό ΚΚ.
Το «Ατομικό του Δελτίο» στη Γενική Ασφάλεια αναφέρει ότι «το έτος 1957 ανεχώρησεν εις Αυστρίαν δια λόγους σπουδών και επανήλθε το έτος 1961. Κατά πληροφορίας της Δ/νσεως Αστυνομίας Θεσσαλονίκης εις Γκρατς Αυστρίας αγωνίζεται υπέρ του κομμουνισμού και δεν αρνείται ότι είναι κομμουνιστής (…) Κατά πληροφορίας του Προξενικού Γραφείου Βιέννης από 10ετίας και εντεύθεν εις Γκρατς Αυστρίας ασχολείται συστηματικώς με την εξάπλωσιν της αριστεράς ιδεολογίας και των ελληνικών σπουδαστικών κύκλων. Κατά πληροφορίας της Δ/νσεως Αλλοδαπών Αθηνών δρα ανθελληνικώς εν Αυστρία».
Στο Γκρατς υπήρξε δραστήριο στέλεχος του φοιτητικού κινήματος. Εκλέχτηκε στο Δ.Σ. των Ελλήνων φοιτητών του Γκρατς.
Την περίοδο αυτή η ΕΚΟΦ –η ακροδεξιά εξτρεμιστική φοιτητική οργάνωση με στενούς δεσμούς με το κόμμα της δεξιάς ΕΡΕ και τους μηχανισμούς του κράτους, την αστυνομία και τις «υπηρεσίες πληροφοριών», με έντονη αντικομουνιστική δράση– οργίαζε στο Γκρατς. Αποκάλυψε τον ρόλο του Γιάννη και των συντρόφων του στις ελληνικές αρχές.
Σε μια επεισοδιακή συνέλευση του φοιτητικού συλλόγου απαγόρευσαν στον Γιάννη ακόμα και να μιλήσει. Ο εκοφίτης Χαμπούρης, μάλιστα, έδειξε την ταυτότητα της ΚΥΠ με την οποία ήταν εφοδιασμένος. Προκλήθηκε χαμός και συμπλοκή του με τον Θ. Χρυσοχοΐδη. Σε μια συνέλευση του συλλόγου, στην οποία ο Β. Κωστόπουλος –ο οποίος έφυγε πρόσφατα από τη ζωή– συμμετείχε ως εκπρόσωπος της ΕΦΕΕ, οι εκοφίτες με μαχαίρια στα χέρια –τότε είχαν μαχαίρια όχι τσεκούρια– δημιούργησαν επεισόδια, με αποτέλεσμα ο Αλ. Φλαμπουράρης να καταλήξει στο νοσοκομείο.
Το επίπεδο των μελών της ΕΚΟΦ ήταν παροιμιώδες. Έλεγαν ότι οι κομμουνιστές φοιτητές όχι μόνον «παίρνουν ρούβλια από τη Μόσχα», αλλά και ότι «διαβάζουν Τσαϊκόφσκι και ακούνε Ντοστογιέφσκι»!
«Ανθελληνική» δράση
Η Ασφάλεια, μέσα από τους πράκτορές της, εντόπισε την ομάδα των κομμουνιστών, η οποία δρούσε στο φοιτητικό κίνημα της πόλης και είχε αναπτύξει «ικανήν» κομμουνιστική δραστηριότητα. Ανάμεσα σε αυτούς ο Τάκης Παπαδόπουλος, για χρόνια υπεύθυνος οικονομικών του ΚΚΕ Εσωτερικού και στη συνέχεια του ΚΚΕεσ-ΑΑ, ο Άρης Βέλλιος, μαζί με τη σύντροφό του Αργυρώ, στενοί φίλοι του Γιάννη και πάντα συνεπείς αργότερα και οι δυο στις εκδηλώσεις της Εποχής, ο δημοσιογράφος Νίκος Χειλάς, που για χρόνια έστελνε ανταποκρίσεις από τη Γερμανία στην Εποχή, ο Θανάσης Χρυσοχοΐδης, στενός και αγαπητός φίλος μέχρι τέλους του Γιάννη, ο Απόστολος Κουτσούπης, καθηγητής στο πανεπιστήμιο Όλντενμπουργκ της Γερμανίας, ο Νίκος Σταφυλίδης, στέλεχος του ΚΚΕ, ο Νίκος Σιδέρης, γιος του ιδρυτικού στελέχους και μέλους της πρώτης Κεντρικής Επιτροπής του ΣΕΚΕ (ΚΚΕ) Μιχάλη Σιδέρη, ο Φώτης Ραισάκης, ο οποίος παρέμεινε στο Γκρατς, ο Γιώργος Καλιφείδας, ο Αλέκος Φλαμπουράρης, το όνομα του οποίου κατά ένα περίεργο τρόπο η Ασφάλεια το έγραφε κατά κανόνα λάθος, έτσι εδώ στα κιτάπια της εμφανίζεται ως «Φλαμπούρης», ο αδελφός του Νίκος Μπανιάς καθώς και άλλοι.
Το δελτίο της Ασφάλειας της 23ης Νοεμβρίου του 1969, παραθέτοντας τα ονόματα τους, ανέφερε: «Ούτοι εκ πεποιθήσεως κομμουνισταί, διατηρούν επαφάς με τον ανατολικόν συνασπισμόν όσον και με τας ξένας κομ/κας φοιτητικάς οργανώσεις. Δέον να θεωρούνται οι υπεύθυνοι δια σειράν νεοαφιχθέντων εν Αυστρία νεαρών Ελλήνων, οίτινες έχουν αναπτύξη τόσον εν Αυστρία όσον και εν Δυτ. Γερμανία ικανήν κομ/κήν δραστηριότητα». (Έγγραφο: Αντεθνική δραστηριότης Ελλήνων φοιτητών εν Αυστρία – 23.11.1968)
Ο ίδιος ανέφερε αργότερα ότι «ξεκινήσαμε τέσσερις, αλλά πολύ γρήγορα πολλαπλασιάσαμε τα μέλη του κόμματος και την επιρροή μας στους Έλληνες φοιτητές». Θυμόταν μάλιστα με νοσταλγία «τη συντροφικότητα και την αποτελεσματικότητα της δουλειάς εκείνη την περίοδο». Για το λόγο αυτό και οι δυνατές φιλίες με τον Θανάση Χρυσοχοΐδη, τον Άρη Βέλλιο, τον Τάκη Παπαδόπουλο, τον Αλέκο Φλαμπουράρη, τον οποίο με αγάπη αποκαλούσε «Φλομπέρ», κ.λπ.
Για να ανακόψει τη δράση των αριστερών φοιτητών, η ελληνική πρεσβεία στην Αυστρία δεν ανανέωσε το διαβατήριο του Γιάννη, ο οποίος υποχρεώθηκε έτσι να εγκαταλείψει το Γκρατς.
Μέχρι την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας
Επέστρεψε στην Ελλάδα και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο ΕΜΠ, από το οποίο και πήρε το πτυχίο του πολιτικού μηχανικού.
Δραστηριοποιήθηκε πολιτικά τόσο στη Νεολαία της ΕΔΑ και τη Δ.Ν, Λαμπράκη όσο και στο φοιτητικό κίνημα της περιόδου των αγώνων για 15% στην Παιδεία και του 1-1-4. Το 1962 εκλέχτηκε γραμματέας της Σπουδάζουσας της Νεολαίας της ΕΔΑ στο Πολυτεχνείο.
Η Ασφάλεια παρακολουθούσε το κάθε του βήμα. Για τη δράση του «εκλήθη δι’ υπόθεσιν του», στις 14 Ιανουαρίου του 1963, στην Ασφάλεια. Τον ανέκρινε ο περιβόητος Καραπαναγιώτης, ο οποίος επί χούντας οργίαζε.
Το Δελτίον Δράσεως της ασφάλειας περιγράφει το διάλογο του Γιάννη με τον μετέπειτα βασανιστή της χούντας, ο οποίος μετά την κατάρρευση της δικτατορίας βρήκε στοργικό καταφύγιο στις επιχειρήσεις της γνωστής οικογένειας Λάτση στη Σαουδική Αραβία:
«Την 14-1-63, κληθείς, προσήλθεν ενώπιον του Υπαστυνόμου κ. Καραπαναγιώτου προς ον διαμαρτυρήθη δια την πρόσκλησιν του, ειπών ότι “εφ’ όσον δεν παραβαίνω νόμον δεν υπήρχε λόγος να κληθώ και να χάσω πολύτιμον χρόνο από τα μαθήματα μου”. Εν συνεχεία τω ανεκοινώθησαν τα εις βάρος του στοιχεία και εκλήθη να αποσαφηνίση την θέσιν του έναντι του ΚΚΕ. Όσον αφορά τα στοιχεία απήντησε ότι δεν αποτελούν “λόγον που με καλέσατε εδώ”. “Δια το ΚΚΕ είναι δικαίωμα μου να μην απαντήσω. Είμαι αρκετά μεγάλος και καταλαβαίνω τι πρέπει να κάνω”…». (Έγγραφο: Δελτίον Δράσεως του Μπανιά Ιωάννου 03.07.1969)
Αμέσως μετά, στις 21 Ιανουαρίου του 1963 με απόφαση της Γενικής Δ/νσης Εθνικής Ασφαλείας «ενετάχθη εις τας καταστάσεις επικίνδυνων κομ/στών Α κατηγορίας».
Συμμετείχε στους μεγάλους αγώνες που συγκλόνισαν τη χώρα με την «αποστασία» και την ανατροπή της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου. «Ειδικά στα «Ιουλιάνα» –θυμόταν αργότερα– ήμασταν καθημερινά στους δρόμους για δύο σχεδόν μήνες».
Στα 1964, αντικαθιστώντας τον μετέπειτα γιατρό Βαγγέλη Φυτράκη, εκλέχτηκε γραμματέας του Γραφείου της Σπουδάζουσας της Νεολαίας της ΕΔΑ. Έλαβε μέρος στο ιδρυτικό συνέδριο της Νεολαίας Λαμπράκη, με το οποίο –παρά τα σοβαρά προβλήματα τα οποία υπήρξαν– συγχωνεύθηκε η Νεολαία της ΕΔΑ με τη Δημοκρατική Κίνηση Νέων «Γρηγόρης Λαμπράκης». Ο Γιάννης εκλέχτηκε μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου και του προεδρείου του νέου σχήματος, ενώ διατήρησε και τη θέση του γραμματέα της Σπουδάζουσας. Σύμφωνα με την Ασφάλεια, στη νέα οργάνωση νεολαίας «ειργάζετο μετά ζήλου υπέρ των σκοπών και επιδιώξεων της ΕΔΑ-ΚΚΕ».
Ο Γιάννης ήταν πάντα ανοιχτός στα άλλα ρεύματα της αριστεράς. Είχε συντροφικές επαφές με νεολαίους που προσέγγιζαν τη φιλοκινεζική «Αναγέννηση», όπως τον μετέπειτα έγκριτο νομικό Τάκη Παππά, τον Άρη Ζεπάτο καθώς και τον Μάκη Παπούλια. Όπως ανέφερε αργότερα και ο ίδιος «με τον Μάκη ή τον Σωτήρη Πέτρουλα, που η συνωμοτικότητα έγινε αυταξία και τους καθόρισε ως στοιχείο της επαναστατικής Αριστεράς, είχαμε πολύ καλές σχέσεις».
[Δεν είναι τυχαίο ότι ο Γιάννης, έτοιμος να δεχτεί ό,τι καλύτερο από τα άλλα ρεύματα της αριστεράς, χωρίς παρωπίδες, συνθετικός και πάντα συντροφικός, είχε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ίσως τον πιο σημαντικό στη συγκρότηση του Χώρου Διαλόγου και τελικά του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ].
Το «Ατομικόν Δελτίον ΚΑΕΑ» της Γενικής Διεύθυνσης Ασφαλείας περιέγραψε συνοπτικά τη δράση του Γιάννη μέχρι το πραξικόπημα των συνταγματαρχών. (Έγγραφο: Ατομικόν Δελτίον ΚΑΕΑ – 1969 Ατομικόν)
Η χούντα τον βρήκε φαντάρο. Κατατάχθηκε τον Ιανουάριο του 1966 στο μηχανικό και υπηρέτησε μέχρι τον Φεβρουάριο του 1968. Παρά τις πιέσεις που δέχτηκε, έμεινε πιστός στις ιδέες του. Σύμφωνα με τον φάκελο του «κατά τον χρόνον της παραμονής του εν τω στρατεύματι και συγκεκριμένως κατά την διάρκειαν διαφόρων δοκιμασιών ας υπέστη απέδειξε ότι τυγχάνει αμετανόητος και λίαν επικίνδυνος κομμουνιστής, ικανός να διαπράξει οιανδήποτε αντεθνικήν ενέργειαν, ήτις ήθελε διαταχθεί υπό του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ. Κληθείς υπό της Μονάδος του ηρνήθη να λάβη σαφή θέσιν έναντι του κομμουνισμού. Μετά την απόλυσιν του εκ του στρατεύματος, δεν επανήλθεν εις την κατοικίαν του, αλλά κρύπτεται προφανώς ίνα ενταχθεί εις τον παράνομον μηχανισμόν του ΚΚΕ».
Πράγματι, μετά την απόλυση του από τον στρατό, ο Γιάννης απέκτησε επαφή με τον Μπάμπη Θεοδωρίδη και το παράνομο αντιδικτατορικό κίνημα, την «Πανελλήνια Αντιδικτατορική Οργάνωση Σπουδαστών Ρήγας Φεραίος» και το «Πατριωτικό Μέτωπο» (ΠΑΜ). Η έντονη αντιδικτατορική δράση του Ρήγα Φεραίου και του ΠΑΜ οδήγησε το 1968 σε πολυάριθμες συλλήψεις, σε τρομερούς βασανισμούς, σε δίκες και σε πολυετείς φυλακίσεις.
Ο Γιάννης απέφυγε αρχικά τη σύλληψη. Ήταν όμως πια επικίνδυνος για το καθεστώς. Έτσι στις 21 Ιανουαρίου του 1969, με απόφαση του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως, μετατάχθηκε από την κατηγορία Α στην κατηγορία Γ των «επικίνδυνων κομμουνιστών». Σύμφωνα με το σχετικό απόρρητο έγγραφο «μετατάσσομεν τούτον εκ της κατηγορίας ΑΛΦΑ επικίνδυνων κομ/στων εις την ΓΑΜΑ τοιαύτην». (Έγγραφο: 21.01.1969)
Τελικά δεν απέφυγε τη σύλληψη. Στις 9 Μαΐου του 1969 συνελήφθη. (Έγγραφο: πρόχειρο σημείωμα σύλληψης 09.05.1969)
Την ίδια ημέρα συνελήφθη και ο Νικόλας Βουλέλης. Όπως ανέφερε και το σχετικό υπηρεσιακό σημείωμα της 12ης Ιουνίου 1969: «Εκ της εξετάσεως της όλης υποθέσεως προέκυψαν εν συνόψει τα κάτωθι: Οι εκ των συλληφθέντων Βουλέλης Νικόλαος και Μπανιάς Ιωάννης ετύγχανον οργανωμένοι εις την Κ.Ο.Α. του Γραφείου Εσωτερικού της ΚΕ του ΚΚΕ (ομάς Αντικολιγιαννική)». (Έγγραφο: Σημείωμα 12.06.1969)
Στις 14 του ίδιου μήνα ο Γιάννης απαντά ανακρινόμενος στις ερωτήσεις του υπαστυνόμου Κ. Κοντογεωργάκου:
«Ερώτησις: Εις ποίαν οργάνωσιν ανεμίχθης μετεπαναστατικώς και εις ποίας ενέργειας προέβης;
Απόκρισις: Δεν απαντώ εις την ερώτησιν αυτήν ή και σε οποιαδήποτε ερώτησιν ιδίας φύσεως. Άλλο τι δεν έχω να προσθέσω και γράμματα γνωρίζω».
(Έγγραφο: έκθεσις εξετάσεως μάρτυρος 14.05.1969)
Η δίκη στο Εκτακτο Στρατοδικείο Λάρισας
Ο Μπανιάς απεστάλη με συνοδεία στη συνέχεια για να δικαστεί στο Έκτακτο Στρατοδικείο της Λάρισας, ενώ ο Ν. Βουλέλης φυλακίστηκε στις φυλακές Αβέρωφ.
Στο στρατοδικείο της Λάρισας δικάστηκε τον Μάιο του 1969 μαζί με την Πόπη Τζεμπελίκου, την Μαργαρίτα Γιαραλή –φοιτήτριες και στελέχη το «Ρήγα Φεραίου» στην Ανωτάτη Γεωπονική– τον Λ. Τσίλογλου, φοιτητή της Φυσικομαθηματικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, και τον απόντα Δημήτρη Λογοθέτη φοιτητή της ΑΣΟΕΕ.
Η Π. Τζεμπελίκου και η Μ. Γιαραλή, οι οποίες είχαν πιαστεί από την Ασφάλεια το Νοέμβριο του 1968, δικάστηκαν κατά παράδοξο τρόπο μαζί με τον Γιάννη, τον οποίο δεν γνώριζαν καν. Όπως ανέφερε αργότερα και ο ίδιος «με κόλλησαν την τελευταία στιγμή στην υπόθεση Τσίλογλου-Γιαραλή».
Ο Γιάννης στο δικαστήριο ήταν συνεπής και εντυπωσίασε με τη στάση του ακόμα και τις συντρόφισσές του. «Ήθελα πάρα πολύ να τον φιλήσω», μας είπε πρόσφατα η Μ. Γιαραλή για τη στάση του Γιάννη στη δίκη. Η Μαργαρίτα και η Πόπη τα επόμενα χρόνια, τις επόμενες δεκαετίες, πορευθήκαν μαζί με τον Γιάννη τόσο στα δύσκολα χρόνια, εσωτερικές διαμάχες στο κόμμα, διασπάσεις, απομόνωση όσο και στην τελευταία περίοδο που οι κόποι τους άρχισαν να αποδίδουν.
Στις 23 Μαΐου του 1969 το στρατοδικείο της Λάρισας καταδικάζει την Πόπη Τζεμπελίκου σε 10 χρόνια κάθειρξη, την Μαργαρίτα Γιαραλή επίσης σε 10 χρόνια κάθειρξη και τον Λ. Τσίλογλου σε 15 χρόνια κάθειρξη. Ο Γιάννης με ψήφους 3 έναντι 2 αθωώνεται για την υπόθεση αυτή και το στρατοδικείο «διατάσσει την εκ των φυλακών απόλυσιν του». (Έγγραφο: απόφαση Στρατοδικείου 81/69 – 22.05.1969)
Δεν αφέθηκε όμως ελεύθερος. Στις 5 Ιουνίου του 1969 η Ασφάλεια αποφάσισε να τον εξορίσει και ζήτησε από την Αστυνομική Δ/νσιν Αθηνών τον εκτοπισμό του στο Παρθένι της Λέρου: «Ο εν περιλήψει, τυγχάνει επικίνδυνος εις την Δημοσίαν Τάξιν και Ασφάλειαν και να παρακαλέσωμεν, όπως ενεργήσητε παρά τη Επιτροπή Δημοσίας Ασφαλείας να εκτοπισθή ούτος επί έν (1) έτος εις Λέρον (Στρατόπεδον Παρθενίου – Λέρου) προς περιορισμόν της αναρχικής του δράσεως». (Έγγραφο: 05.06.1969)
Η Πόπη Τζεμπελίκου έγραψε για το μικρό αυτό αφιέρωμα το συγκινητικό σημείωμα «Μια δίκη αλλιώτικη από τις άλλες».
Στην εξορία
Στην Λέρο οι εξόριστοι δεν είχαν να αντιμετωπίσουν μόνον τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης του στρατοπέδου, αλλά και τα μεγάλα προβλήματα τα οποία είχε δημιουργήσει η διάσπαση του ΚΚΕ του 1968. Στελέχη οι περισσότεροι, με φυλακές και εξορίες δεκαετιών μέχρι και το πρόσφατο παρελθόν, βρέθηκαν στον κυκεώνα των εσωκομματικών αντιθέσεων. Η απομόνωση επέτεινε τα προβλήματα. Χάλασαν ακόμα και προσωπικές σχέσεις και φιλίες. Στο στρατόπεδο κυριαρχούσε το Γραφείο Εσωτερικού του ΚΚΕ. Το ΚΚΕ της 12ης Ολομέλειας ήταν σαφώς μειοψηφία με 80 περίπου μέλη. Οι Μαοϊκοί ήταν περίπου δέκα. Οι ενδιάμεσοι, το λεγόμενο «Χάος» υπήρξε ένας ετερόκλητος σχηματισμός. Ο Σταμάτης Κοιλάκος αναφέρει ότι στο «Χάος» συμμετείχαν από φιλικοί προς το Γραφείο Εσωτερικού μέχρι στελέχη που μαζί με τον “υπαρκτό” απέρριπταν πλέον τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό. «Ο Γιάννης και εγώ ανήκαμε –θυμάται ο Σταμάτης– στη “φιλοεσωτερική” τάση του Χάους».
Η διοίκηση του στρατοπέδου δεν μπόρεσε, μέσα σε αυτές τις συνθήκες, να κατατάξει τον Γιάννη στους νέους σχηματισμούς που δημιούργησε η διάσπαση. Αρχικά εκτίμησε ότι ανήκε στο ΚΚΕ Εσωτερικού. Το «Ενημερωτικό Σημείωμα» της Γενικής Ασφάλειας, στις 14 Ιουλίου του 1970 ανέφερε: «Εκ των εν εκτοπίσει τελούντων κομμουνιστών, εν τω Στρατοπέδω Παρθενιού-Λέρου, 28, ανήκουσιν εις την παράταξιν του Γραφείου Εσωτερικού της ΚΕ του ΚΚΕ (Μπριλάκη-Δρακόπουλου-Παρτσαλίδη). Μεταξύ τούτων συγκαταλέγεται και ο κατωτέρω: Μπανιάς Ιωάννης του Βασιλείου (…) Το ΚΚΕ διεσπάσθη κατά την 12ην Ολομέλεια του Φεβρουαρίου του 1968». (Έγγραφο: 24.07.1970)
Στη συνέχεια είχαν καλύτερη ενημέρωση. Ο διοικητής του στρατοπέδου ενημέρωσε τον Ιανουάριο του 1971 τη Γενική Ασφάλεια σχετικά: «Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω υμίν ότι ο εν θέματι κατά το χρονικόν διάστημα της εν τω Στρατοπέδω κρατήσεως του ανήκεν εις την φατρίαν των “ανεξαρτήτων”…». Αργότερα μάλιστα το «Απόρρητον Δελτίον Πληροφοριών» της Γενικής Ασφάλειας ανέφερε ότι ο Γιάννης Μπανιάς «εν τω στρατοπέδω ανήκεν εις την χαοτικήν παράταξιν».
Στις 21 Δεκεμβρίου του 1970 με απόφαση του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως αφέθηκαν ελεύθεροι 115 κρατούμενοι του στρατοπέδου. Ανάμεσα τους και ο Γιάννης. Επέστρεψε στην Αθήνα. Πάντα στο στόχαστρο της Ασφάλειας.
Στις αρχές του 1971 το Γραφείο της Κ.Ε. του ΚΚΕ Εσωτερικού στις συνεδριάσεις του σχεδίαζε τόσο τη «στροφή προς τα μέσα», την επιστροφή στελεχών από το εξωτερικό στο εσωτερικό της χώρας, όσο και τη διεύρυνση της Κεντρικής Επιτροπής. Έτσι το Γραφείο αποφάσισε «να επεξεργαστεί πρόταση υποψηφίων για την Κ.Ε. από το εσωτερικό, που θα την ολοκληρώσει αφού πάρει και τις προτάσεις των μελών της Κ.Ε. του εσωτερικού». Ανάμεσα στις προτάσεις για τη νέα στελέχωση της Κ.Ε. και ο Γιάννης Μπανιάς, ένδειξη του κύρους που είχε ήδη στο χώρο της ανανεωτικής κομμουνιστικής αριστεράς. (Η απόφαση του Γραφείου της Κ.Ε. στο βιβλίο του Τάκη Μπενά «Το Ελληνικό 68. Συμβολή στην ιστορία του ΚΚΕ Εσωτερικού», σελ. 245)
Από τη διακοπή της εκτόπισής του και μετά και μέχρι την πτώση της δικτατορίας ασχολήθηκε με το κίνημα των μηχανικών, έχοντας πάντα το σεβασμό των συντρόφων του.
Αν και είχε τη δυνατότητα να βγάλει αρκετά χρήματα –με τον πρόωρα χαμένο Στέφανο Χρυσοστομίδη είχαν ένα πολύ καλό γραφείο πολιτικών μηχανικών– ο Γιάννης επέλεξε το κίνημα, τόσο την παράνομη όσο και την ανοιχτή πολιτική δράση. Έτσι πρωτοστάτησε, από κοινού με τον Αλ. Φλαμπουράρη, τον Γ. Καλειφίδα κ.ά., στο να συγκροτηθεί σε συνεργασία με τα μετέπειτα ηγετικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ Γιώργο Γεννηματά, Γιάννη Σουλαδάκη, Ευάγγελο Κουλουμπή και άλλους, ο πυρήνας εκείνος που θα έδινε, εν μέσω δικτατορίας, τη μάχη για την εκλογή προοδευτικής διοίκησης στο Σύλλογο Πολιτικών Μηχανικών. Η μάχη έληξε με επιτυχία. Ο Κουλουμπής εκλέχτηκε πρόεδρος του συλλόγου, γεγονός που και αυτό αποκάλυπτε την προϊούσα φθορά και αποδυνάμωση του δικτατορικού καθεστώτος.
Στη νομιμότητα
Η επιστροφή της δημοκρατίας στη χώρα δεν άλλαξε, τουλάχιστον για τα πρώτα χρόνια, την τακτική των υπηρεσιών ασφαλείας. Ακόμα και μετά τη μεταπολίτευση ο Γιάννης δεν έπαψε να παρακολουθείται από την ασφάλεια. Εξ όσων μπορούμε να διαπιστώσουμε τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 1978 και τις αρχές του 1979, επί κυβερνήσεων Κ. Καραμανλή, αποτελούσε αντικείμενο παρακολούθησης. Ο φάκελος του «ενημερωνόταν».
Ας δούμε μόνο δύο περιπτώσεις, και οι δύο μέσα στο 1978.
Οι υπηρεσίες ήταν βέβαια τώρα πιο προσεκτικές. Γι’ αυτό και προέβησαν σε «αθόρυβον εξακρίβωσιν» στοιχείων του Γιάννη για ένα εντελώς περίεργο ζήτημα. Στις 4 Μαρτίου του 1978 η Γενική Ασφάλεια με επιστολή της προς τον Προϊστάμενο του Γ. Παραρτήματος Αθηνών τον ενημέρωνε ότι: «Κατά παρασχεθείσας ημίν ανεπιβεβαιώτους πληροφορίες αυτός φέρεται αναμεμιγμένος εις αξιόποινον ποινική τινά υπόθεσιν. Κατόπιν των ανωτέρω παρακαλούμε γνωρίσατε μας, μετά προηγούμενην αθόρυβον εξακρίβωσιν τα κάτωθι: (…) 7) Συναναστροφάς αυτού. 8) Διαγωγήν, φρονηματικήν, οικονομικήν και στρατολ/κην κατάστασιν του 9) Πολιτικάς εκδηλώσεις του μετά την μεταπολίτευσιν και ει δυνατόν την πολιτική του τοποθέτησιν (…) Επειδή το όλον θέμα χρειάζεται ειδικόν χειρισμόν, παράκλησις όπως ο Προϊστάμενος μεθοδεύσει προσωπικώς, δια την συλλογήν των ως είρηται πληροφοριακών στοιχείων, η δε σχετική προσπάθεια περιορισθή εις το απολύτως εφικτόν».
Περί τίνος επρόκειτο; Προς το παρόν δεν γνωρίζουμε.
Οι υπηρεσίες Εθνικής Ασφάλειας δεν ασχολούνταν, ωστόσο, μόνο με τις παλιές «καραβάνες» –Δρακόπουλο, Κύρκο, Παρτσαλίδη, Μπενά κ.λπ.– αλλά φακέλωναν και τους νεότερους. Έτσι μετά το συνέδριο του ΚΚΕ Εσωτερικού, τον Απρίλιο του 1978, η Εθνική Ασφάλεια έστειλε απόρρητο έγγραφο στις κατά τόπους υπηρεσίες της (έγγραφο που βρέθηκε στο φάκελο του Γιάννη), στο οποίο ανέφερε: «Διαβιβάζουμε πίνακα μελών της Κεντρικής Επιτροπής (ΚΕ), της Κεντρικής Εξελεγκτικής Επιτροπής (ΚΕΕ) και του Εκτελεστικού Γραφείου (ΕΓ) που εκλέχτηκαν στο συνέδριο του κόμματος (16-20/4/1978) για ενημέρωση σας. Οι υπηρεσίες στις οποίες απευθύνεται η παρούσα, παρακαλούνται να μας γνωρίσουν πλήρη στοιχεία ταυτότητας των ατόμων που κατάγονται ή διαμένουν στις περιφέρειες των και που για πρώτη φορά εκλέχτηκαν μέλη». Μια ακόμα φουρνιά φακέλων άνοιγε…
Τον Μάιο και τον Δεκέμβριο του 1978 η Ασφάλεια ασχολήθηκε και με τις ολομέλειες της Κομματικής Οργάνωσης Πειραιά (ΚΟΠ) του ΚΚΕ Εσωτερικού.
Το απόρρητο έγγραφο της Υπδ/νσης Γεν. Ασφαλείας αναφέρεται στην Ολομέλεια της ΚΟΠ του Δεκεμβρίου του 1978. Σύμφωνα με το έγγραφο η σχετική πηγή των πληροφοριών ήταν συνεργάτης «γνωστών ικανοτήτων». Το έγγραφο, με ημερομηνία 23/12/78, ανέφερε:
«Ολομέλεια της ΕΠ της ΚΟΠ του ΚΚΕ εσ.
Αρχική πηγή Συνεργάτης Αξιολόγηση Α/1
Στοιχεία προσωπικότητας αρχικής πηγής: Γνωστών ικανοτήτων.
Επεισοδιακή ήταν η Ολομέλεια της Ε.Π της Κ.Ο.Π του ΚΚΕ/Εσ., που έγινε στα γραφεία της επί τρεις ημέρες, από 18-20/12/78, λόγω των τριών διαφορετικών φατριών που υπάρχουν σε όλη διάρθρωση του ΚΚΕ/Εσ. (…) Τελικά στην Ολομέλεια παρέστησαν 20 μέλη, ενώ απουσίασαν 5 τα οποία διαγράφτηκαν. Αρχικά μίλησε ο Μπανιάς Ιωάννης, μέλος του Ε.Γ. του ΚΚΕ/Εσ. και στη συνέχεια έκανε εισήγηση ο γραμματέας της Κ.Ο.Π. Ρέγκας Ιωάννης. Σας υποβάλουμε σε φωτοαντίγραφο την εισήγηση του». (Έγγραφο: 23.12.1978)
Ποιος ήταν ο «συνεργάτης»; Η φρασεολογία, η χρήση του όρου «φατρία», οδηγεί σε πράκτορα της Ασφάλειας. Πώς συνέλεξε τις πληροφορίες; Μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ.
Ο Β. Καραμανωλάκης, στο εξαίρετο βιβλίο του «Ανεπιθύμητο παρελθόν. Οι φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων στον 20ό αιώνα και η καταστροφή τους», όχι μόνο χαρακτηρίζει τους φακέλους ως έναν «άταφο νεκρό», αλλά και σημειώνει ότι «οι φάκελοι δεν χρησιμοποιήθηκαν ούτε ως ενοχοποιητικοί μηχανισμοί εναντίον εκείνων που τους είχαν συγκροτήσει και χρησιμοποιήσει. Η συνέχεια του κράτους δεν επέτρεψε αυτή τη λειτουργία, ούτε ακόμη και τη στιγμή της πτώσης του δικτατορικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου. Ακόμα και κατά την περίοδο διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ δεν υπήρξε καμία πρόθεση διερεύνησης των προσώπων που είχαν υπάρξει φανεροί ή κρυφοί πληροφοριοδότες του κράτους» (σελ. 277).
Η δράση της Ασφάλειας, μέσα στις νέες συνθήκες των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης, δεν μπόρεσε –όσες «πληροφορίες» και αν συνέλεξε– να εμποδίσει τη δράση κινήματος. Ο Γιάννης αποτέλεσε έκτοτε και μέχρι τον θάνατο του μια εμπνευσμένη όσο και αξιαγάπητη προσωπικότητα της ανανεωτικής κομμουνιστικής και ριζοσπαστικής αριστεράς.
Τάκης Μαστρογιαννόπουλος
Μια δίκη αλλιώτικη από τις άλλες
Μάιος 1969, ημέρα Πέμπτη, 8 του μηνός. Από τα μαύρα χαράματα καταφθάνουν οι κλούβες του «Μεταγωγών» στις φυλακές Αβέρωφ για τη μεταφορά μας (διάφορες υποθέσεις αντιδικτατορικών αγωνιστών και αγωνιστριών) στη Λάρισα, για να δικαστούμε από το εκεί Έκτακτο Στρατοδικείο. Το Στρατοδικείο Αθηνών έχει πήξει από άλλες αντιδικτατορικές δίκες. Η μεταγωγή είναι αναπάντεχη, χωρίς προετοιμασία για τη δίκη, χωρίς δικόγραφα. Μετά από την άφιξή μας στη Λάρισα ειδοποίησαν τους οικείους μας για την τύχη μας, βάζοντάς τους στη δοκιμασία να ψάχνουν εναγωνίως για συνηγόρους.
Το ταξίδι μάς ανταμείβει φειδωλά με τα ανθισμένα τετραγωνάκια του θεσσαλικού κάμπου που ατενίζουμε μέσα από το μεταλλικό πλέγμα της κλούβας, μια ψευδαίσθηση αλλαγής.
Φτάσαμε στις παλαιές φυλακές Λάρισας (κτίσμα του 18ου αιώνα, σήμερα λειτουργεί εκεί Μουσείο Εθνικής Αντίστασης) με τον καμαροσκέπαστο διάδρομο και οι γυναίκες καταλύσαμε σ’ έναν μικρό άτυπο θάλαμο, στην αυλή, χωρίς καμία εξυπηρέτηση, όπου μείναμε περίπου 25 ημέρες. Εκεί λάβαμε γνώση ότι θα δικαστούμε στις 23/5 η Μαργαρίτα Γιαραλή, η Τζεμπελίκου Καλλιόπη, ο Λευτέρης Τσίλογλου και προς μεγάλη μας έκπληξη και ο Γιάννης Μπανιάς.
Στην αίθουσα του Στρατοδικείου που ανταμώσαμε, μάθαμε από τον ίδιο ότι μόλις είχε συλληφθεί στις 9/5 καθ’ οδόν, από την Ασφάλεια Αθηνών, χωρίς να του βρουν κανένα στοιχείο κατηγορίας. Η δικτατορία τον είχε βρει στο στρατό απ’ όπου απολύθηκε αρχές του 1968. Από τους λίγους που δεν υπέγραψε δήλωση αποκήρυξης του κομμουνισμού όταν κατετάγη προδικτατορικά, παρ’ ότι τότε δεν υπήρχε επίσημη «γραμμή» για το τί πράττειν. Γνωστό στέλεχος της Ν.ΕΔΑ, Νεολαίας Λαμπράκη, του φοιτητικού κινήματος, είχε διατελέσει Γραμματέας Σπουδάζουσας, λαυράκι για την Ασφάλεια να τον τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί για να τον κρατάει χρόνια δεσμώτη της δικτατορίας. Ευκαιρίας δοθείσης τον κόλλησαν μαζί μας. Ο ίδιος το διακωμώδησε απευθυνόμενος σε μας τις κοπέλες, νεότερές του, λέγοντας «τι γυρεύω εγώ η ντάλια με σας τα τριαντάφυλλα!» με το ανθηρό και λεπτό του χιούμορ.
Καταλάβαμε ότι είχαμε μπροστά μας μια πολύ δύσκολη μάχη, να σώσουμε τον σύντροφό μας από τα νύχια της Χούντας. Καταγγείλαμε το χάλκευμα των κατηγορητήριων από την Ασφάλεια με όλους τους τρόπους: βασανιστήρια, απειλές, πιέσεις, κατασκευασμένες με κοπτοραπτική συρραφές. Το δείγμα ήταν μπροστά τους: η Τζεμπελίκου είχε δικαστεί ήδη σε άσχετη υπόθεση που την είχε σκηνοθετήσει η Ασφάλεια Πειραιά και δεν της δέχονταν το δεδικασμένο.
Η Μαργαρίτα Γιαραλή στην απολογία της δήλωνε: «Κατηγορούμαι με ανθρώπους που δεν γνωρίζω, είδα τον Μπανιά και τον πέρασα για τον κ. Αχιλλέα Αργυρόπουλο, τον συνήγορό μου. Η υπόθεση αυτή είναι ένα κατασκεύασμα της Ασφάλειας».
Ο Λευτέρης Τσίλογλου είπε: «Ο συγκατηγορούμενος Μπανιάς κακώς είναι εδώ μέσα, δεν έχει καμιά σχέση. Είμαστε παλαιοί γνωστοί». Και πώς να μην ήταν, αφού ο Τσίλογλου είχε εκλεγεί Γραμματέας της ΕΦΕΕ με το εμβληματικό 4ο Πανσπουδαστικό Συνέδριο, τον Απρίλη του 1963, μέσα στο κίνημα του 15% για την Παιδεία και του 114 για τη Δημοκρατία.
Της Τζεμπελίκου όταν ανέφερε ότι «τα κατηγορητήρια φτιάχνονται με τη μέθοδο των βασανιστηρίων», ο πρόεδρος της απαγόρευσε «να ασχολείται με ψευδολογίες περί βασάνων γιατί το δικαστήριο είναι αναρμόδιο».
Στο τέλος απολογούμενος ο Γιάννης Μπανιάς, ως κομμουνιστής παλαιάς κοπής, απέσεισε με συγκεκριμένα επιχειρήματα τις σαθρές κατηγορίες διατυπώνοντας σαφώς τις ιδέες και τους αγώνες του και καταλήγοντας: «Για τα φρονήματά μου μπορώ να σας πω και σήμερα. Δεν κρύβω τις πεποιθήσεις μου. Πάλεψα σε αγώνες για την εθνική ανεξαρτησία. Υπήρξα μέλος της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη».
Κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος η ευφάνταστη κατηγορία ότι ήταν ο συντάκτης όλων (!!!) των εντύπων, της Ανανεωτικής Κομμουνιστικής Αριστεράς («Μαχητής», «Αυγή») και των αντιδικτατορικών («Θούριος», «Η γενιά μας») και ο ιθύνων νους του ΠΑΜ και Ρήγα Φεραίου κατά το διάστημα από 20/2/68 έως 19/11/68. Εξάλλου η μόνη συνδετική κατηγορία μεταξύ όλων μας ήταν ότι ήμασταν και οι τέσσερις μέλη της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη προδικτατορικά. Η απόφαση του Στρατοδικείου περί αθωώσεως του Μπανιά ελήφθη κατά πλειοψηφία (3 έναντι 2). Αναπνεύσαμε, με την αγωνία στα φυλλοκάρδια μας για το επόμενο βήμα των διωκτών του.
Και πράγματι η καραδοκούσα Ασφάλεια, με το που τελείωσε η δίκη, τον άρπαξε και ντουγρού εξορία στο στρατόπεδο «Παρθένι» Λέρου, όπου κρατήθηκε μέχρι 20-21/12/70. Μας έμεινε μια φευγαλέα στιγμή αγωνιστικού αποχαιρετισμού και η αυτοπεποίθηση για τη νίκη που θα έρθει.
Έπειτα από χρόνια, όταν ο Γιάννης Μπανιάς ρωτήθηκε σε συνέντευξη του στην τηλεόραση τι θυμάται πιο έντονα από τη Χούντα, ήταν πολύ συγκινητικό, πολύ σεμνό από μέρους του που μας μνημόνευσε εμάς, τις δύο κοπέλες. Πάντα δημοκρατικός, πάντα αισθαντικός, πάντα ζυγιασμένος στα λόγια του αυτός ο Γραμματέας μας. Θα τον θυμόμαστε εσαεί με την τιμή που του αξίζει για την πρωταγωνιστική του παρουσία στην ανανέωση του κομμουνιστικού κινήματος στην πατρίδα μας και την πρωταρχική χειρονομία του για τη διαμόρφωση της ενότητας της Αριστεράς, που με τόση αφοσίωση και αποφασιστικότητα υπηρέτησε στον ΣΥΡΙΖΑ. Πολύ άδικο που δεν πρόλαβε να χαρεί το 17% στις εκλογές του 2012, φεύγοντας από τη ζωή δύο μήνες νωρίτερα.
Πόπη Τζεμπελίκου
Πηγή: Η Εποχή