Ο Γιάννης Κτενάς διδάσκων φιλοσοφία στο ΕΚΠΑ και στο πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Kaboom μιλά στην «Εποχή» για τις αλλεπάλληλες κρίσεις, την κυριαρχία της ΝΔ και την κρίση στην Αριστερά. Ο ίδιος τονίζει ότι «παρότι σήμερα το κλίμα μάς φαίνεται δυσοίωνο, και όχι αβάσιμα, νομίζω πως δεν μπορούμε ποτέ να πούμε ότι φτάσαμε σε μια οριστική κατάσταση χωρίς εναλλακτικές. Ή τουλάχιστον δεν είμαστε ακόμη εκεί». Βλέπει μια δυναμική ευοίωνη και ελπιδοφόρα στις φεμινιστικές διεκδικήσεις και υπογραμμίζει ότι «αν υπάρξει εντιμότητα στις πολιτικές παρεμβάσεις, ίσως ανοίξει ένας δρόμος που θα αναδεικνύει πρακτικά αξίες όπως η αλληλεγγύη και η δημιουργία ενός άλλου νοήματος για τη ζωή». Τελευταίο του βιβλίο είναι «Η πολυθεΐα των αξιών στην πανδημία. Πολιτική και επιστημολογία ενός ιού» (εκδόσεις Πόλις).
Από το 2008 βιώνουμε μια συνεχή εναλλαγή κρίσεων. Στην πρώτη φάση αυτών είδαμε να αναπτύσσονται κοινωνικά κινήματα με μεγάλη δυναμική. Τα τελευταία χρόνια δεν βλέπουμε μαζικές και ανατρεπτικές κινητοποιήσεις, με εξαίρεση κάποιες κινηματικές στιγμές. Έτσι γαλουχήθηκε, τελικά, η κοινωνία που μεγάλωσε μέσα σε κρίσεις;
Όταν οι κρίσεις είναι τόσο αλλεπάλληλες, αρχίζεις να σκέφτεσαι μήπως τελικά αυτή είναι η κανονικότητα. Δεν είναι βέβαια πρωτότυπη αυτή η σκέψη: ο Μαρξ αναφέρεται στον καπιταλισμό ως εγγενώς κρισιακό φαινόμενο, ενώ από τη μεριά μου, χωρίς διάθεση υπονόμευσης της σοβαρότητας των σημερινών συνθηκών, θα συνέδεα την κρισιακότητα και με ορισμένες αναγκαιότητες των σύγχρονων, παγκοσμιοποιημένων και διαφοροποιημένων κοινωνιών.
Με τη χρηματοπιστωτική κρίση στην Ελλάδα, το 2012 υπήρξε μια σειρά κινηματικών πρωτοβουλιών, που περιστρέφονταν γύρω από την ιδέα της αυτοδιαχείρισης –ήταν η στιγμή και της δικής μου πολιτικοποίησης. Σήμερα, βιώνουμε προφανώς μια εντελώς διαφορετική κοινωνική ατμόσφαιρα. Δεν είναι ότι δεν υπάρχει αντίδραση ή αντιστάσεις. Ίσα-ίσα, ενίοτε υπάρχει μια γενικευμένη αντίδραση, η οποία έχει μη κριτικά χαρακτηριστικά. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί το κοινωνικό να μας εκπλήξει. Σίγουρα, ζούμε σε μια περίοδο που επανέρχονται και εν μέρει ηγεμονεύουν ιδέες και πρακτικές νεοφιλελεύθερες, νεοσυντηρητικές και εθνικιστικές –ένα περίεργο κράμα που συναντάμε και στην κυβέρνηση– ενώ υπάρχει και μια κρίση των κινημάτων και των αριστερών ιδεών, μια κρίση της κριτικής, που δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Σε καμία περίπτωση, όμως, αυτή η κατάσταση δεν μου φαίνεται τελεσίδικη.
«Ο Καστοριάδης θα επιμείνει στη σημασία των κυρίαρχων ανθρωπολογικών τύπων της εκάστοτε κοινωνίας: των μορφών της ανθρώπινης υποκειμενικότητας που, ήδη μέσα στο σώμα τους, στον τρόπο που σκέφτονται και μιλάνε, αλλά και στον τρόπο που περπατάνε, βλέπουν, κινούνται στο χώρο, ενσαρκώνουν τις σημασίες και τις αξίες που συνέχουν την εν λόγω κοινωνία», έγραφες στο Kaboom το 2020. Είναι μοίρα να ενσωματώνεται η υποκειμενικότητα σε αυτό που επιτάσσει κάθε φορά η κυριαρχία;
Σε καμία περίπτωση. Το σκεπτικό μας στη συντακτική ομάδα του Kaboom είναι ότι οι επίσημοι πολιτικοί θεσμοί, οι οικονομικές πολιτικές κ.λπ. θα έμεναν κενό γράμμα αν δεν περνούσαν μέσα από μια διαδικασία υποκειμενοποίησης, συγκρότησης ανθρωπολογικών τύπων. Αυτοί, όμως, οι τύποι δεν είναι ενιαίοι. Μέσα στον ίδιο άνθρωπο μπορεί να συναρθρώνονται διαφορετικές και μάλιστα αντιφατικές τάσεις. Μπορεί να συναντάμε τη νεοφιλελευθεροποίηση και την ίδια στιγμή, οι ίδιοι άνθρωποι να εκφράζουν μια αλληλεγγύη, η οποία δεν είναι ρητά πολιτικοποιημένη αλλά αποτυπώνεται σε επίπεδο γειτονιάς. Επιμένουμε, επομένως, στη σημασία της ανθρωπολογικής διάστασης των κοινωνικών φαινομένων, αλλά αυτή η διάσταση δεν είναι κάτι κλειστό, το αντίθετο.
Μήπως υπάρχουν νέου τύπου κινηματικές διαδικασίες, τις οποίες δεν έχουμε κατανοήσει ως τέτοιες, για να τις περιλάβουμε στην πολιτική και θεωρητική ανάλυση και επομένως μήπως τελικά δεν είναι όλα νεκρωμένα;
Μου φαίνεται πιθανό. Εκεί που βλέπω μια δυναμική ευοίωνη και ελπιδοφόρα είναι στις πρακτικές και τις κατακτήσεις κάποιων φεμινιστικών κινημάτων. Τα τελευταία χρόνια οι ιδέες και οι διεκδικήσεις του φεμινισμού γίνονται όχι κυρίαρχες, αλλά ηγεμονικές στις νεότερες γενιές. Το βλέπουμε, για παράδειγμα, στο λεξιλόγιο που έχει εμπεδωθεί ή σε διάφορες αρχές και αξίες και αυτό είναι πολύ σημαντικό.
Στο βιβλίο σου «Το πρόβλημα της θεμελίωσης των αξιών» έλεγες πως η διαμάχη, η συζήτηση για τις αξίες είναι μόνιμη, καταστατικό, γενετικό στοιχείο της νεωτερικότητας. Μάλιστα, σε τούτη, την ύστερη νεωτερικότητα, ο «εκδημοκρατισμός της γνώμης» μέσα από τα σόσιαλ μίντια και εν γένει το web2 φαίνεται να επιτείνει πολώσεις, να φτιάχνει ιδεολογικοκοινωνικές φούσκες και ως εκ τούτου να τροφοδοτεί συναισθήματα μνησικακίας, αγανάκτησης, μη αναγνώρισης της άλλης άποψης. Από την άλλη, από τον Τρίτο Δρόμο και έπειτα έχουμε την παραδοχή ότι η δημοκρατία δεν είναι κυρίως ή μόνο συναινέσεις, αλλά είναι συγκρούσεις εντός ενός δυνητικά διευρυμένου πολιτικού πεδίου. Το χάσαμε αυτό το τρένο το γίγνεσθαι αλλιώς των κοινωνιών; Μπορούμε να το επαναφέρουμε ή όλα είναι TINA;
Παρότι σήμερα το κλίμα μάς φαίνεται δυσοίωνο, και όχι αβάσιμα, νομίζω πως δεν μπορούμε ποτέ να πούμε ότι φτάσαμε σε μια οριστική κατάσταση χωρίς εναλλακτικές. Ή τουλάχιστον δεν είμαστε ακόμη εκεί. Ωστόσο, το ζήτημα της πολιτικής αντιπαράθεσης στα σόσιαλ μίντια είναι κάτι που με προβληματίζει, ιδίως από τη στιγμή που ψηφιακές συνήθειες και πρακτικές μεταναστεύουν διαρκώς στο πεδίο της πιο επίσημης πολιτικής, αλλά και της ενσώματης κινηματικής παρέμβασης. Δεν έχουμε να κάνουμε με διαχωρισμένες σφαίρες. Φυσικά, υπάρχουν ορισμένα θετικά στοιχεία στις εφαρμογές δικτύωσης, σε ό,τι αφορά το πολιτικό επίπεδο, αλλά και το επίπεδο μιας πιο χειραφετημένης προσωπικής ζωής. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, με τη δημιουργία των information bubbles και την προώθηση ενός ατακαδόρικου και αδιαμεσολάβητου στυλ έκφρασης, συμβαίνει εδώ κάτι θεμελιώδες: είτε θεωρούμε όσες και όσους διαφωνούν μαζί μας θύματα μιας ψευδούς συνείδησης, που κάτι δεν έχουν καταλάβει καλά και παραπλανούνται από τα κυρίαρχα ΜΜΕ είτε ενδίδουμε στην ηθικολογία, διαιρώντας τον κόσμο στα δύο και νομίζοντας ότι εμείς εκφράζουμε την ανθρωπιά και οι άλλοι είναι τέρατα. Αυτές οι –αντιπολιτικές στην πραγματικότητα– στάσεις είναι κομμάτι της κρίσης της Αριστεράς και της κριτικής σκέψης.
Πώς φτάσαμε να έχουμε μια κυρίαρχη Νέα Δημοκρατία; Αρκεί μονάχα η κρίση της Αριστεράς;
Το φαινόμενο είναι σύνθετο, οπότε ό,τι κι αν πούμε εδώ θα έχει αναγκαστικά έναν χαρακτήρα μερικότητας. Εντούτοις, αν εστιάζω περισσότερο σε μια κρίση της Αριστεράς και σε ορισμένες ατελέσφορες συνήθειες και πρακτικές της, είναι γιατί νιώθω τον εαυτό μου κοντά σε αυτήν και θα ήθελα να αναπτυχθεί μια διαφορετική κριτική του κυρίαρχου. Προφανώς τα κυρίαρχα Μέσα παίζουν ρόλο στην ηγεμονία της σημερινής κυβέρνησης, προφανώς οι πολιτικές που ασκούνται, πέρα από το ότι είναι νεοφιλελεύθερες, έχουν και κάποια στοιχεία alt-right ή υπερσυντηρητικά. Την ίδια όμως στιγμή υπάρχει μια αδυναμία της Αριστεράς να διατυπώσει μια πολιτική πρόταση, η οποία να πείθει τους ανθρώπους ότι είναι στην πράξη καλύτερη για τη ζωή τους. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις αποτυχίες της διακυβέρνησης –όπως και του ήθους και του ύφους– του ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις καλές του στιγμές. Η ΝΔ επικράτησε στις τελευταίες εκλογές επειδή δεν είχε σοβαρό αντίπαλο και επειδή πολλές κοινωνικές ομάδες θεώρησαν ότι σε μια περίοδο έντονων παγκόσμιων κρίσεων –κυρίως της πανδημίας και της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία– η οικονομία της χώρας πήγε σχετικά καλά και υπήρξε μια ορισμένη σταθερότητα. Σε αυτούς τους παράγοντες αποδίδω την τόσο σαρωτική επικράτηση της ΝΔ.
Όσο αποδυναμώνεται η Αριστερά, τόσο ενισχύεται η ακροδεξιά. Έχουμε πλέον στη βουλή εκπροσώπηση μέσω τριών κομμάτων. Είναι αποτέλεσμα της δεκαπενταετούς κρίσης; Ή πλέον έχουν αλλάξει οι αξίες της κοινωνίας;
Η κοινωνία δεν είναι ποτέ κάτι ενιαίο, ενέχει διαφορετικές ομάδες, τάξεις και υποκειμενικότητες, όλες τους φορείς διαφορετικών ερμηνειών. Υπάρχει πολλαπλότητα στο κοινωνικό. Γι’ αυτό και δεν πείθομαι από τις αναλύσεις για μια άνευ όρων συντηρητικοποίηση της κοινωνίας. Μπορεί να υπάρχουν τάσεις συντηρητικοποίησης, αλλά αυτό ποτέ δεν είναι κάτι ομοιογενές. Αντίστοιχα, όταν κυβερνούσε ο ΣΥΡΙΖΑ, αυτό δεν σήμαινε ότι είχαν επιβληθεί ξαφνικά οι αριστερές αξίες. Αυτές λοιπόν οι κοινωνικές ομάδες που έβαλαν στη Βουλή τρία ακροδεξιά κόμματα δεν γεννήθηκαν τώρα. Τώρα βρήκαν κατάλληλες συνθήκες να αποκτήσουν μια πολιτική έκφραση και να ενδυναμωθούν. Πρέπει, νομίζω, να στρέψουμε την προσοχή μας σε μια γενικευμένη δυσπιστία προς τους κυρίαρχους θεσμούς, που φυσικά δεν είναι αδικαιολόγητη, αλλά μπορεί να καταλήξει σε μια δηλητηριώδη κριτική, με τη μορφή μιας γενικής και αδιαμεσολάβητης αμφισβήτησης κάθε εγκαθιδρυμένης αφήγησης. Και αυτό συνέχει τμήματα της Δεξιάς και της Αριστεράς. Υπό αυτή την έννοια, σχηματισμοί όπως αυτός της Ζωής Κωνσταντοπούλου (ή εκείνος της Ζάρα Βάγκενκνεχτ), που συνέχουν διαφορετικούς τύπους αδιαμεσολάβητης αμφισβήτησης προς το σύστημα, δεν είναι τυχαίοι στην εποχή μας. Μάλιστα, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις της αριστεροδεξιάς σύγκλισης, η δυσπιστία προς τους θεσμούς δεν παίρνει μόνο τη μορφή της αμφισβήτησης των κυρίαρχων αξιών ή αφηγήσεων αλλά και τη μορφή της αμφισβήτησης των γεγονότων που προβάλλονται από τα mainstream μέσα. Δεν έχουμε, δηλαδή, να κάνουμε μόνο με συγκρούσεις πολιτικές ή αξιακές, αλλά και με συγκρούσεις επιστημολογικές: τι είναι αλήθεια, ποια είναι τα αληθινά γεγονότα, όπως είδαμε στις κρίσεις της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία.
Ενδεχομένως με τις υποχωρήσεις που έγιναν στην πανδημία –διότι έγιναν σοβαρές υποχωρήσεις σε δικαιώματα και ελευθερίες, αν και κάποιες ήταν απαραίτητες– θόλωσαν τα όρια της πολιτικής και οι πολιτικές ταυτότητες; Αυτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα, έχουμε συνηθίσει να είμαστε δεκτικοί ή ανεκτικοί στην υποχώρηση των δικαιωμάτων.
Τα δεξιά κόμματα και οι δεξιοί μηχανισμοί παίζουν το παιχνίδι τους, αναπτύσσουν τις στρατηγικές τους. Ο λόγος που στρέφομαι ξανά σε ορισμένες αδυναμίες των αριστερών πρακτικών είναι γιατί αυτές είναι ο μόνος τρόπος να δημιουργηθεί μια αντίσταση, να αρθρωθεί μια δόκιμη κριτική. Αυτό το πλαίσιο, όπως το περιγράψατε, είναι πάρα πολύ ευνοϊκό για τις πολιτικές της Δεξιάς, οι οποίες αποσκοπούν στην οικονομοποίηση των πάντων, στη σάρωση των δημόσιων αγαθών, στην περιστολή δικαιωμάτων κ.λπ. Εμείς πώς απαντάμε σε αυτό; Νομίζω ότι αριστερά κόμματα, ελευθεριακές συλλογικότητες, ΜΜΕ προσκείμενα στην Αριστερά βούτηξαν στο κλίμα του θολώματος και το ενδυνάμωσαν, αντί να αρθρώσουν μία στοχευμένη και συγκεκριμένη κριτική, η οποία θα μπορούσε να διαχωρίσει τι είναι το υγειονομικά απαραίτητο και τι το κατασταλτικό, σε ποιον βαθμό όντως η επιστήμη καλείται να δώσει τεχνικές λύσεις και σε ποιον βαθμό υπήρξε μια εργαλειοποίηση του επιστημονικού λόγου προς νομιμοποίηση πολιτικών πεπραγμένων. Αυτό έπρεπε να γίνει, με πάρα πολλή δουλειά, με λεπτές αποχρώσεις και με συνειδητοποίηση των δυσκολιών και των απαραίτητων θυσιών. Αντιθέτως, μέσα από το θόλωμα δεν τέθηκαν αποχρώσεις: βουτήξαμε στο αδιαμεσολάβητο. Δύο από τα πολλά παραδείγματα είναι το κλείσιμο του ματιού του Παύλου Πολάκη στην αντιεμβολιαστική αντίδραση ή το γεγονός ότι ΜΜΕ της Αριστεράς, στο όνομα μιας αντιπολιτευτικής κριτικής, δημοσίευαν κείμενα αντιφατικά, που κατέκριναν τα υγειονομικά μέτρα ταυτόχρονα ως πάρα πολλά και ως πολύ λίγα. Αυτή μπορεί να φάνταζε καλή στρατηγική για λόγους δημοσκοπικούς ή ψηφοθηρικούς, αλλά αποδείχτηκε καταστροφική.
Ασχολείσαι με τον Βέμπερ και φαίνεται να τον διαβάζεις με έναν ζωογόνο τρόπο, έτσι ώστε να προκρίνονται πολιτικές ισοελευθερίας. Το αυτό μου προκύπτει και από τη χρήση της ψυχανάλυσης, των φεμινιστικών θεωριών κ.ο.κ. Φαίνεται δηλαδή μια πρόνοια του ανοιχτού, του διαθεματικού, ενάντια σε έναν χυδαίο, κομματικό μαρξισμό που συχνά επικρατεί τον 20ό και 21ο αιώνα, ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Πώς να συναρθρώσουμε εκλεκτικά αυτή την θεωρητική πολυθεΐα σε προγραμματικό λόγο, σε βέλτιστες πρακτικές, σε πολιτικές νίκες και νέες νοοτροπίες;
Η προσπάθειά μου να διαβάσω από κοινού τον Βέμπερ και τον Κορνήλιο Καστοριάδη είναι εμποτισμένη από μια διάθεση να δημιουργηθούν γόνιμες εντάσεις. Ο Καστοριάδης είναι ένας ριζοσπάστης στοχαστής και ο Βέμπερ ένας ιδιότυπος φιλελεύθερος, από τον οποίο δεν λείπουν και συντηρητικά στοιχεία. Από εκεί και πέρα, μου προκαλεί μια ορισμένη αμηχανία η στάση ορισμένων συγγραφέων ή ακαδημαϊκών που έχουν άποψη για τα πάντα και αρθρώνουν οιονεί προγραμματικό λόγο, στα σόσιαλ μίντια ή αλλού. Η δική μου δουλειά ως θεωρητικού είναι, απέναντι στο κλίμα της άμεσης ατάκας, να δημιουργώ την απαραίτητη χρονικότητα και τις απαραίτητες εντάσεις για έναν κριτικό αναστοχασμό. Το πώς και το αν αυτό θα μετουσιωθεί σε συγκεκριμένες πολιτικές και χειραφετικά προτάγματα δεν είναι στο χέρι μου. Είναι ζήτημα μιας διαρκούς κριτικής συνομιλίας με πολιτικές συλλογικότητες, χώρους και πρακτικές.
Ωστόσο, το ερώτημα που πάντα μας απασχολεί στην «Εποχή» παραμένει: πώς παρεμβαίνεις σε αυτή την κοινωνία που περιγράφουμε; Περιμένεις τη θρυαλλίδα ή μπορείς να διαμορφώσεις τις συνθήκες;
Αυτό που προσπαθώ να δείξω στα κείμενά μου είναι ότι οι ιδέες, οι λόγοι και οι αξίες είναι και υλικές δυνάμεις μέσα στην ιστορία. Όταν σκεφτόμαστε πάνω σε αυτά, παρεμβαίνουμε και στην κοινωνική υλικότητα. Θα έλεγα ότι κάτι που ενδεχομένως χρειάζεται προκειμένου να γίνουν πιο πειστικές οι πολιτικές παρεμβάσεις της Αριστεράς σήμερα είναι να καταστούν πιο έντιμες διανοητικά: να υπογραμμίζουν τις πρακτικές δυσκολίες που συνοδεύουν κάθε εγχείρημα και να μην αντιμετωπίζουν τους αντιπάλους και τους μη σκληρά πολιτικοποιημένους ανθρώπους ως άτομα που κάτι δεν έχουν καταλάβει σωστά ή που τους λείπει μια ιδεολογικού τύπου διαμόρφωση. Αν υπάρξει αυτή η εντιμότητα στις πολιτικές παρεμβάσεις, ίσως ανοίξει ένας δρόμος που θα αναδεικνύει πρακτικά αξίες όπως η αλληλεγγύη και η δημιουργία ενός άλλου νοήματος για τη ζωή.
Ιωάννα Δρόσου, Βασίλης Ρόγγας