Ο Γιάννης Κουνέλλης κατάφερε όσο λίγοι καλλιτέχνες να αγγίξει διεθνώς και πανανθρώπινα την εποχή, την κοινωνία, τον πολιτισμό. Να αναθεωρήσει την τέχνη όχι αλλάζοντάς την, αλλά αναμορφώνοντας δυναμικά και ουσιαστικά τη σχέση της με την Ιστορία, με την παράδοση, με την ιδεολογία.
Στις συνεχείς ανταλλαγές πληθυσμών που έζησε ο τόπος μας μπορούμε να πούμε πως η Ιταλία μας έδωσε τον Σολωμό κι εμείς της δώσαμε τον Κουνέλλη. Όχι τον άνθρωπο και τα βιώματά του, αλλά τον ποιητή που διαμορφώνει μια γλώσσα. Και η γλώσσα αυτή έχει καταβολές εθνικές, τοπικές, οικουμενικές και πανανθρώπινες, γιατί βασίζεται σε έννοιες και δομές που έχουν δώσει μορφή και λόγο σε ιστορικές ανατροπές όπως η Αναγέννηση κι ο Διαφωτισμός. Πράγματα που στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, που άφησε πίσω του ο Κουνέλλης, ήταν αδιανόητα.
Γιάννης Κουνέλλης, έκθεση, θέατρο Άττις, 2005, Copyright: Manolis Babousis / ADGA
Η Ιταλία, λοιπόν, του έδωσε το συντακτικό και τη γραμματική για να μπορεί να θεωρήσει τι σημαίνει ζωγραφική πέρα από την εικονογράφηση, θέατρο από τη σκηνογραφία, σύνθεση από τα τραγουδάκια.
Τόπος σημαίνει πολιτισμός και κοινωνία, ήθος και πολιτική συνείδηση. Η Ιταλία του έδωσε το δικαίωμα στην Ιστορία, που για κάθε μεγάλο καλλιτέχνη αποτελεί τον βασικό αγώνα και έργο του. “Ελευθερία ή θάνατος” αποτελούν καθημερινή αγωνία, δίλημμα και διεκδίκηση που βίωνε ο Κουνέλλης καθημερινά μέχρι την τελευταία του πνοή.
Για είκοσι χρόνια δεν γύρισε ούτε μια μέρα στην Ελλάδα, αλλά έφερε το έργο του διεθνώς, σφράγισε την ευρωπαϊκή συνείδηση και επηρέασε την τέχνη στην Ιταλία όσο και στον κόσμο όλο. Πρώτη φορά γύρισε ξανά στην Αθήνα το 1977 ξεκινώντας μια πολυετή κι αδιάκοπη συνεργασία με την γκαλερί Μπερνιέ, καταθέτοντας δημόσια μια σημαντική χειρονομία.
Σε μια ταβέρνα στους Αμπελόκηπους, ανάμεσα στους θαμώνες που έτρωγαν κανονικά σαν κάθε άλλη μέρα, έβαλε ένα τραπέζι πάνω στο οποίο είχε εναποθέσει τα κομμάτια του διαμελισμένου σώματος του Απόλλωνα κι ένα ταριχευμένο κοράκι. Δίπλα ένας μουσικός έπαιζε μια μελωδία του Μότσαρτ στο φλάουτο, ενώ πίσω ο ίδιος ο καλλιτέχνης σε μια καρέκλα, κρατούσε τη μάσκα του Απόλλωνα μπρος από το πρόσωπό του.
Με το έργο αυτό ο Κουνέλλης συμπυκνώνει σε μια στιγμή, το διαμελισμένο άγαλμα και τον ζωντανό θεό, γίνεται ο μάντης και η μάσκα του θεού που κρύβεται ανάμεσά μας, αλλά και μάσκα του ηθοποιού που ανεβαίνει στη σκηνή και δίνει σώμα και πνοή στον λόγο.
Λόγος σημαίνει μεταμόρφωση του ζώου σε ζωή, εγγραφή της ζωής σε εικόνα που αντανακλά σαν καθρέφτης την πολύχρονη μνήμη του μαύρου γυαλιστερού πτερώματος του κόρακα και τον μελωδικό ήχο του φλάουτου. Λόγος είναι η τομή και το όριο ανάμεσα στον ζωντανό άνθρωπο και τη συνείδηση της ζωής, τη σκέψη και τη γλώσσα, όπως προβάλλεται ανάμεσα στη σημασία και την παρουσία.
Ο δρόμος της τέχνης όμως δεν γνωρίζει επιστροφές για τον Κουνέλλη ούτε στον χώρο ούτε στον χρόνο, ούτε σε τοπικά ιδιώματα ούτε σε πολιτισμικά ιδεολογήματα. Σ’ αντίθεση με το μεγαλύτερο μέρος των αναθεωρητών της καλλιτεχνικής, πολιτικής και ιστορικής νεωτερικότητας, το έργο του Κουνέλλη, ήδη στα χρόνια του 1980, προβλέπει κι αντιμάχεται την ιδεολογική ισοπέδωση που επακολουθεί.
Το έργο του συνιστά έναν ενιαίο λόγο και πράξη, χρόνο και τόπο, που συμβαίνουν μέσα στην απτή πραγματικότητα, στο παρόν. Κι ο Κουνέλλης δίνει το “παρών” μέχρι τέλους. Μόλις λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του σκέφτεται σοβαρά πως πρέπει να αφήσει τη Ρώμη για να πάει στην Αμερική να δώση την επόμενη μάχη κατά της απειλής που ενσαρκώνει ο Τραμπ ενάντια σε κάθε αρχή της ελευθερίας, του διαφωτισμού, της ισότητας και του πολιτισμού.
Έκθεση «Δωδεκαφωνία», γκαλερί Gavin Brown, Νέα Υόρκη, 2016, Copyright: Manolis Babousis / ADGA
Κατά τη διάρκεια της ζωής του, η αναφορά στην πολιτική και ποιητική πρωτοπορία, στο πέρασμα από τη βιομηχανική στην πολιτική επανάσταση, γίνεται όλο και πιο εμφατική. Έρχεται όλο και πιο κοντά στις ρίζες μιας ανθρωπιστικής αντίληψης του κόσμου που πηγάζει μέσα από λαϊκά ιστορικά πρότυπα της μεγάλης τέχνης, όπως του Βέρντι, του Μπιζέ, του Τζόυς, του Καβάφη, του Γκόγια ή του Ντελακρουά.
Η σύγχρονη Πολιτεία δεν παράγει πλέον έργα, απλά συλλέγει αντικείμενα ή αμείβει υπηρεσίες. Το έργο του Κουνέλλη παραδειγματικά εξακολουθεί να θυμάται τον κάθε τόπο, ακόμα κι εκεί όπου ούτε πήγε ούτε ήξερε ότι υπήρχε τόπος. Θυμάται ότι ο τόπος είναι βιωμένος τόπος, παραγωγή σημασιας, τόπος συμβάντος, πεδίο δράσης και σημείο σύγκλισης προσώπων και πραγμάτων, τώρα κι αύριο. Πληγώνει, δεν είναι όμως πληγή, αλλά έργο. Αναμοχλεύει μίση, αντιξοότητες, περιστάσεις και πράξεις ακαταλόγιστες, όχι ως δράμα ή μύθο. Εντοπίζει απλά τη μνήμη, ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον.
Είναι έργο συλλογικό, πύκνωση της Ιστορίας και διασπορά της γνώσης, πικρό ψωμί κι αλφαβητάρι. Είναι ό,τι δεν παίρνουμε ποτέ μαζί μας, αλλά μας κουβαλά όπου κι αν είμαστε: ο βίος και το βιός του κανενός. Μπόγος, σάκος, δισάκι ή αποσκευή, σαρκίο ή οικία, ώμος ή μπράτσο, ραβδί ή μπαστούνι, παιδί ή πάτημα, πρόσωπο ή μάσκα, φωνή ή κράτημα, στίχος ή τραγούδι, είναι γλώσσα και τέχνη.
Η τέχνη στο έργο του Κουνέλλη αφορά την υλική υπόσταση του ίδιου του έργου και την πράξη που διαδραματίζεται στον συγκεκριμένο τόπο και στιγμή. Το σύνολο των πραγμάτων και το σύνολο των ατόμων, ως γνώση και ως αίσθηση, κάνουν την τέχνη παρουσία και ανυπαρξία μαζί, ποιητικό και πολιτικό λόγο. Μέσα από συνεχείς συσχετισμούς και ρήξεις με την Ιστορία, το έργο του έρχεται από το υλικό γεγονός της ζωγραφικής και διαρρηγνύει παραδειγματικά το πλέγμα των κοινωνικών συμβάσεων που συνιστούν το σχήμα του κόσμου και τη ζωή των ανθρώπων. Η απειλή της εγγύτητας και η μοναξιά της απόστασης συνιστούν την τραγωδία και γίνονται ένα με τον χώρο του θεατή και τον τόπο της Πολιτείας.
Ο Κουνέλλης μεταθέτει τον ορίζοντα και διαχωρίζει τις σχέσεις ελευθερίας και υποδούλωσης, αυτονομίας και εξουσίας, δικαίου και εξάρτησης. Τότε μόνο σφραγίζει την ιστορική στιγμή, όπου το έργο συμβαίνει ως γεγονός όταν καταμερίζει τον τόπο συγχρόνως ως γεωμετρική διάσταση της συντεταγμένης Πολιτείας και του συντεταγμένου Λόγου. Μετατρέπει έτσι τον χώρο σε ένα συγκλονιστικό έργο θέτοντας επί τάπητος τα μέτρα και τα σταθμά που επιτρέπουν να δει κάνεις άμεσα τι σημαίνει αναγνώριση της Ιστορίας μέσα στον δημόσιο χώρο και στο καλλιτεχνικό έργο. Γιατί το μουσείο δεν είναι αυτοσκοπός. Το έργο κατοικεί τον χώρο και μετατρέπει το Μουσείο σε μέρος του έργου. Η τέχνη μεταθέτει τα όρια του όποιου εκθεσιακού χώρου, και όχι το μουσείο τα όρια της τέχνης. Τα όρια αυτά είναι τόσον υλικά και καλλιτεχνικά, όσο ιδεολογικά και ιστορικά.
Σε αντίθεση με τον ιδεολογικό προσδιορισμό του “συνολικού έργου τέχνης” ως κοινωνικού μάγματος πραγμάτων, ο Κουνέλλης προτείνει μια αποσπασματική συνολικότητα που κρατά την πολυφωνία καθαρή. Για τον Κουνέλλη ο πολιτισμός είναι κατασκευή, δυνατότητα του ανθρώπου που μπορεί να βάζει τη μια πέτρα πάνω στην άλλη. Με τα χρόνια δεν είναι μόνο η πόρτα που κλείνει με πέτρες (1969), αλλά ο χώρος συνολικά, που ως ένας τεράστιος πίνακας δείχνει και κρύβει συγχρόνως το νόημα.
Ο ίδιος λέει το 1985 στην Αθήνα, όπου θα κλείσει την γκαλερί Bernier με πέτρες ζωγραφισμένες κατά το ήμισυ, “τα υλικά έχουν ιδεολογική προέλευση.” Με την πράξη του αυτή απαιτεί από τον θεατή να είναι συγχρόνως παρών στον εξωτερικό κόσμο και στην εσωτερική του αντίληψή του χώρου και της γλώσσας.
Μέχρι το τέλος ο Κουνέλλης βρίσκεται αδιάκοπα σε ανοιχτό διάλογο με την εποχή του. Ταξιδεύει συνέχεια μη αφήνοντας καμία ήπειρο του πλανήτη, ακολουθώντας την ανάγκη που επιτάσσει το έργο του να μεταθέτει συνεχώς τα όρια των βιωμάτων, την ικανότητα της γλώσσας να προσλαμβάνει και να παράγει νοήματα και ευαισθησίες μέσα από την απλότητα της καθημερινής πραγματικότητας και τις διαφορές της από άνθρωπο σε άνθρωπο, από μέρος σε μέρος, από παιδεία σε παιδεία.
Εγκατάσταση από διάφορα έργα διαχρονικά, από το 1966 μέχρι το 2016, Musee de la Mounaie, Παρίσι 2016,
Copyright: Manolis Babousis / ADGA
Λίγες μέρες πριν φύγει από τη ζωή είπε γελώντας πως το ερώτημα αν είναι Έλληνας ή Ιταλός είναι λάθος, γιατί στην ουσία είναι “Πειραιώτης”. Τι άλλο μπορεί να σημαίνει από το ότι ένας άνθρωπος του λιμανιού έχει το ένα πόδι στον τόπο και το άλλο έτοιμο να μπαρκάρει σε καινούργιους δρόμους; Περισσότερο από ποτέ το “Πειραιώτης” παίρνει το νόημά του μέσα στον χρόνο όπου περνά ταξιδεύοντας από χώρο σε χώρο.
Ξένος προς το στατικό θέαμα του κινηματογράφου, ο Κουνέλλης είναι ο ίδιος πλανόδιος θίασος. Είναι ένα με το έργο του που περνά από τον Αισχύλο στον Τερζόπουλο, από τον Καβάφη στον Χάινερ Μύλλερ, από τον Μότσαρτ στον Σένμπεργκ, από τον Καραβάτζιο στον Μάλεβιτς, όντας φίλος και ξένος μαζί. Με αυτό τον τρόπο θέτει ως άμεσα επίκαιρο όριο ως προς τη σημασία του ανθρώπου σήμερα αυτή τη ρωγμή στην καρδιά της ίδιας της λέξης και της έννοιας: φιλό–ξενος.
Ο Κουνέλλης σε μια από τις πρώτες του συνεντεύξεις λέει: “Κατά τη γνώμη μου η έγκυρη εμπειρία ανήκει σε όσους έρχονται συνεχώς σε ρήξη με τα πράγματα και προσπαθούν να απελευθερωθούν. (…) Στον ζωγράφο ταιριάζει να απελευθερώνει ένα πράγμα χωρίς να το επιβάλλει, αφού, επιβάλλοντάς το, απελευθερώνει ένα πράγμα όχι όμως κι ένα πρόσωπο. Γιατί η ουσία είναι το απελευθερωμένο πράγμα για εμάς, για ένα πρόσωπο, για τον καθένα· όποιο κι αν είναι το τίμημα, ο καλλιτέχνης θα πρέπει να μην κουνήσει το δαχτυλάκι του, θα πρέπει να μην επιβάλει τίποτε με τη βία, ειδάλλως, αν τύχει να γίνει δεκτό ένα πράγμα αλλά δεν κατανοηθεί ή, ακόμη χειρότερα, παρανοηθεί, θα χάσει σε ζωτικότητα, ενώ ο πίνακας διαθέτει ένα νόημα ζωτικό, ακραίο, κι αυτό ακριβώς πρέπει να το κάνουμε κατανοητό”. (C. Longi, Marcatré, Δεκέμβριος 1966).
ΤοΝ χώρο του πίνακα ο καλλιτέχνης μπορεί να τον καταλάβει μόνο μέσα από μια μεγάλη συναισθηματική φόρτιση. Η χειρονομία με την οποία καταθέτει το έργο του δεΝ μπορεί παρά να είναι ιδιαίτερα φορτισμένη, διότι τα μεγέθη των ανατροπών είναι ανάλογα με την κρίση που την απειλούν με εξαφάνιση. Έργο και καλλιτέχνης συμπυκνώνονται στο σημείο εκείνο όπου όλο το υπαρξιακό και ιστορικό βάρος του ανθρώπου συσπειρώνεται, τη στιγμή που γύρω του μοιάζει να σβήνει όλο και πιο βάρβαρα ο ορίζοντας που σημασιοδοτούσε τα όρια κάθε Διαφωτισμού.
Η εγκατάλειψη του ανθρώπου στη μοίρα της εκμετάλλευσης είναι η συνεχής εξίσωση του χώρου με τον τόπο μιας ευκαιρίας, είναι η άναρχη κΑι εγκληματική μετακίνηση λαών ολόκληρων από την οικονομική μετανάστευση, είναι ο αποκλεισμός από κάθε δικαίωμα στην παιδεία, στην κοινωνική συμμετοχή, στην ανθρώπινη υπόσταση, στην ελπίδα και την αξιοπρέπεια. Έτσι ο Κουνέλλης τρέχει ανά τον κόσμο όχι ως κοσμοπολίτης αστός, αλλά για να φέρει τη φωνή, ή έστω τη μνήμη της, πίσω από τη μάσκα του διαμελισμένου θεού της Ιστορίας. Κάθε έργο και λιμάνι, κάθε έργο και καράβι, κάθε χειρονομία απολλώνια και διονυσιακή μαζί, πανί και άνεμος, μέτρο και υπέρβαση του μέτρου, πάθος και μάθος.
Από το διαμελισμένο σώμα του θεού φτάνουμε στο διαμελισμένο σώμα του ανθρώπου και του κοινωνικού συνόλου. Έρμαια της οικονομικής και καταναλωτικής μανίας που απειλεί με ισοπέδωση την Ευρώπη της παιδείας και του ανθρωπισμού, βιώνουν την υποκατάσταση του λόγου από τη λογιστική. Όποιος έχει ζήσει θεληματικά σε συνεχή μετακίνηση σαν τον Κουνέλλη, ακολουθώντας συνειδητά ένα γλωσσολογικό και γεωπολιτικό ρήγμα, ένα πολιτισμικό και φιλοσοφικό χαράκωμα, γνωρίζει έμπρακτα αυτή την πραγματικότητα.
Πέρα από κάθε προκαθορισμένη συνέχεια και προδιαγεγραμμένη προοπτική, το σχολείο των αλλεπάλληλων κρίσεων και η λογιστική της απώλειας διαμορφώνουν μια καινούργια γλώσσα κι ο καλλιτέχνης υπογραμμίζει την ανάγκη για μια καινούργια γλώσσα. Είναι πολιτική ευθύνη όλων μας να συνεχίσουμε να αποζητάμε τη γλώσσα που, από τον Σολωμό μέχρι τον Κουνέλλη, είναι η γλώσσα που ακόμα δεν καταφέραμε να μιλήσουμε. Είναι η βοή πίσω από τις λέξεις των Ελεύθερων Πολιορκημένων που αντηχεί έμμονα από το κοιμητήρι της Ρώμης, όπου ο Κουνέλλης κείτεται ανάμεσα στον Τζων Κητς και τον Γκράμσι.
Ο Ντένης Ζαχαρόπουλος είναι ιστορικός και κριτικός τέχνης, καλλιτεχνικός διευθυντής των Μουσείων και Συλλογών του Δήμου Αθηναίων, πολύ στενός συνεργάτης του Γιάννη Κουνέλλη.
Πηγή: Η Αυγή