Παρουσιάζει ενδιαφέρον η παρατήρηση ότι η Ε.Ε. αποδείχθηκε χρησιμότερη στη διαχείριση της πανδημίας όχι όταν λειτούργησε συγκεντρωτικά -όπως κατέδειξε η αποτυχία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην εξασφάλιση εμβολίων σε ικανούς αριθμούς, ώστε να εμβολιαστεί εγκαίρως ο ευρωπαϊκός πληθυσμός- αλλά όταν αναγκάστηκε να ερμηνεύσει τους κανόνες που διέπουν τη λειτουργία της τόσο διασταλτικά, ώστε πολλά «γεράκια» της λιτότητας να την κατηγορούν ότι παραβιάζει τα ιερά και τα όσια των Συνθηκών: κάποιες φορές η «περισσότερη Ευρώπη» δεν ωφελεί.
Για να δώσουμε τρία παραδείγματα: η απόφαση της Επιτροπής να αναστείλει, επί της ουσίας, την εφαρμογή των δημοσιονομικών περιορισμών του Συμφώνου Σταθερότητας και του πλαισίου περί κρατικών εγγυήσεων έδωσε στα κράτη-μέλη πολύτιμο περιθώριο ώστε να εκπονήσουν τα δικά τους προγράμματα στήριξης των οικονομιών τους. Το πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας πρόσφερε ρευστότητα στις ευρωπαϊκές οικονομίες τη στιγμή που τη χρειάζονταν περισσότερο, καθώς υπό διαφορετικές συνθήκες η πρόσβαση πολλών από αυτές (της Ελλάδας προεξάρχουσας) στις διεθνείς χρηματαγορές θα ήταν, επιεικώς, δύσκολη.
Και, φυσικά, το ίδιο το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης (Next Generation EU) είναι μια σημαντική -αν και ανεπαρκής- απόκλιση από το θέσφατο της απαγόρευσης αμοιβαιοποίησης χρέους, τον ιερό κανόνα των λεγόμενων «φειδωλών» της Ευρώπης. Nαι μεν οι τελευταίοι πέτυχαν να ενσωματώσουν «φρένα» στον τρόπο εκταμίευσης των κονδυλίων του ταμείου, ωστόσο η πολιτική ευθύνη για το προφίλ των εθνικών προγραμμάτων ανήκει στις κυβερνήσεις, όχι στην Ε.Ε., η οποία βάζει το γενικό πλαίσιο εντός του οποίου τα κράτη διαθέτουν αξιόλογα περιθώρια κινήσεων.
Αρα, το γεγονός ότι το ελληνικό «πρόγραμμα ανάκαμψης» είναι ένα ακόμα νεοφιλελεύθερο μνημόνιο, αντί μοχλός οικονομικής και κοινωνικής προόδου, είναι μάλλον επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη, παρά επιβολή των Βρυξελλών.
Θα μπορούσε αυτό το «χαλαρό» μοντέλο ολοκλήρωσης να είναι πιλότος για έναν περισσότερο ορθολογικό (και χρήσιμο) καταμερισμό εργασίας μεταξύ της Ε.Ε. και των κρατών-μελών; Υποστηρίζεται ότι όχι απλά θα μπορούσε, αλλά είναι η μόνη επιλογή που έχει η Ε.Ε., εάν θέλει να έχει κάποιον ουσιαστικό ρόλο. Οχι με νεφελώδεις και ουτοπικούς μεγαλοϊδεατισμούς, αλλά εστιάζοντας σε πρακτικά ζητήματα, όπου μπορεί να λειτουργήσει ως πολλαπλασιαστής της ισχύος των κρατών-μελών.
Η Κοινή Αγορά και η ελευθερία των μετακινήσεων εντός της Ε.Ε. ήταν και παραμένουν δύο σημαντικά επιτεύγματα, παραγνωρισμένα επειδή θεωρούνται (κακώς) δεδομένα ή «χαμηλής πολιτικής» για μια Ευρώπη που φιλοδοξεί να ξαναγίνει παγκόσμια δύναμη, χωρίς κάτι τέτοιο να είναι ρεαλιστικό ή απαραίτητο.
Δεν πρόκειται να γίνει καμία επιστροφή στις παλιές καλές εποχές των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών, αυτή τη φορά υπό τη μετανεωτερική αιγίδα της Ε.Ε. Ο αιώνας μας δεν θα είναι ο αιώνας της Ευρώπης, αλλά της Ασίας, με την Αμερική να διεκδικεί όχι την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία, αλλά μια ισότιμη θέση. Στην εποχή των γιγάντων, οι ευρωπαϊκές χώρες, μεμονωμένες, δεν έχουν τύχη. Το ίδιο ισχύει για τις περίφημες «ευρωπαϊκές αξίες».
Αν οι θεσμοί της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης -που δεν περιορίζονται στην Ε.Ε.- συμφιλιωθούν με την ιδέα ότι δεν θα υπάρξει μια «ευρωπαϊκή υπερδύναμη», αλλά ούτε και χρειάζεται, ίσως ανακαλύψουν εκ νέου την πραγματική τους χρησιμότητα. Τα επόμενα χρόνια (ίσως δεκαετίες) τα ευρωπαϊκά κράτη θα χρειαστεί να εκπονήσουν και να εκτελέσουν γιγαντιαία προγράμματα δημόσιων επενδύσεων, αν θέλουν να διατηρήσουν το υψηλό, συγκριτικά, βιοτικό επίπεδο των πληθυσμών τους.
Τα διευρωπαϊκά δίκτυα υποδομών, οι τηλεπικοινωνίες 5G, η ομαλή μετάβαση σε ένα νέο μοντέλο ενεργειακής παραγωγής και κατανάλωσης, ο ψηφιακός μετασχηματισμός, οι διαστημικές εφαρμογές, η επιστημονική έρευνα και η τεχνολογική καινοτομία, ο επαναπατρισμός ευρωπαϊκών βιομηχανιών και η προστασία των ευρωπαϊκών θέσεων εργασίας: αυτοί είναι κάποιοι από τους αναπτυξιακούς πυλώνες του μέλλοντος που, και μόνο λόγω κλίμακας, πρέπει να υποστηριχθούν από ένα πανευρωπαϊκό χρηματοδοτικό πρόγραμμα, ανάλογο σε μέγεθος του αντίστοιχου αμερικανικού.
Συγχρόνως, πρέπει να υπάρξει η απαραίτητη ευελιξία από την πλευρά της Ε.Ε. ώστε τα κράτη-μέλη να έχουν τη δυνατότητα αυτοχρηματοδότησης των δικών τους αναπτυξιακών προγραμμάτων, προσαρμοσμένων στις ανάγκες και τα δεδομένα κάθε χώρας, καθώς και για τη στήριξη των δομών κοινωνικής πρόνοιας, με άλλα λόγια, του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους που τόσο άγρια έχει πληγεί τις τελευταίες δεκαετίες.
Αν τα παραπάνω ακούγονται σαν τον προστατευτισμό που προκαλεί αλλεργία σε κάθε πιστό νεοφιλελεύθερο, αυτό δεν εκπλήσσει: πράγματι, αυτό που θα χρειαστούν οι ευρωπαϊκές οικονομίες και κοινωνίες στο μέλλον -το χρειάζονται ήδη- είναι προστασία. Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι εάν πρόκειται για μια αποστολή αντάξια των υψηλών φιλοδοξιών της Ε.Ε., αλλά εάν η τελευταία είναι ικανή -ή πρόθυμη- να τη φέρει σε πέρας. Εάν η απάντηση είναι όχι, τότε καμία βαρύγδουπη διακήρυξη, καμία επικοινωνιακή άσκηση δεν θα σταματήσει την κατρακύλα της στην ανυποληψία και την παρακμή.
Ο Γιάννης Γούναρης είναι δικηγόρος, διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών