Οι Γερμανοί έχουν τη διαχρονική τάση να ταυτίζουν το συμφέρον της Γερμανίας με της Ευρώπης. Μπορεί, για παράδειγμα, να ανακαλέσει κάποιος τη μεγάλη κρίση της ευρωζώνης, όπου η πάγια θέση της Γερμανίας ήταν ότι όλα -συμπεριλαμβανομένης της τελετουργικής θυσίας της Ελλάδας στον βωμό των μνημονίων- γίνονταν «για τη σωτηρία του κοινού μας νομίσματος». Αλλά δεν χρειάζεται να πάμε τόσο πίσω: αρκεί να ανατρέξουμε στην απόρριψη από τον Γερμανό καγκελάριο Ολαφ Σολτς της κατηγορίας ότι η Γερμανία προχωρά σε μονομερείς ενέργειες στήριξης της οικονομίας της με ένα πακέτο-μαμούθ 200 δισ. ευρώ, εγκαταλείποντας την προσπάθεια χάραξης μιας κοινής ευρωπαϊκής πορείας.
Μάλιστα, η Γερμανία φαίνεται ότι αρνείται ακόμα και τις άτολμες, άνευρες, διστακτικές και -τελικά- αναποτελεσματικές απόπειρες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να προτείνει μια συμβιβαστική δέσμη μέτρων για τη στοιχειωδώς συντονισμένη αντιμετώπιση μιας ενεργειακής κρίσης, εν πολλοίς made in Europe. Αντικρούει δε τις αιτιάσεις των άλλων κρατών περί αθέμιτου πλεονεκτήματος της γερμανικής βιομηχανίας με το αφοπλιστικό επιχείρημα ότι η στάση της, τελικά, θα αποβεί ωφέλιμη για την Ευρώπη συνολικά.
Ισως, όμως, είμαστε υπερβολικά αυστηροί με τους Τεύτονες εταίρους μας, οι οποίοι, σε τελική ανάλυση, δεν κάνουν κάτι περισσότερο από το να προσαρμόζονται σε μια κατάσταση τύπου «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Μπορεί η γερμανική πολιτική να προκαλεί δυσφορία, καθώς δεν συμβιβάζεται με τη ρομαντική εικόνα που έχουν ακόμα πολλοί για την Ε.Ε., πλην όμως δύσκολα μπορεί να κατηγορήσει κάποιος τη γερμανική κυβέρνηση για το ότι θέτει ως κύρια προτεραιότητα τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της Γερμανίας, ιδίως σε καιρούς χαλεπούς. Μπορεί, φυσικά, να την προειδοποιήσει ότι αυτή η τακτική μακροπρόθεσμα θα επιτείνει την αποσύνθεση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος και θα αποδειχθεί καταστροφική και για την ίδια τη Γερμανία.
Μήπως, όμως, και άλλες ευρωπαϊκές χώρες δεν κάνουν το ίδιο; Και μήπως η πρακτική αναποτελεσματικότητα της Ε.Ε. φέρει σημαντικό μέρος της ευθύνης γι’ αυτό; Η αλήθεια είναι ότι από έναν συνεχώς αυξανόμενο αριθμό Ευρωπαίων, η Ε.Ε. ουδόλως θεωρείται ασφαλές καταφύγιο, πυλώνας σταθερότητας και ασφάλειας. Μάλλον, αν κατά τη διάρκεια της κρίσης της ευρωζώνης γινόταν αντιληπτή ως ένα τεχνοκρατικό όχημα για την επιβολή της νεοφιλελεύθερης ατζέντας, κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid-19 και ιδίως μετά το ξέσπασμα του ρωσο-ουκρανικού πολέμου και την επέλαση της νέας ενεργειακής-οικονομικής κρίσης, έχει έρθει επικίνδυνα κοντά στο να περιφρονείται ως κάτι, ίσως, ακόμη χειρότερο: αδιάφορη.
Παρά τις προφανείς επιπτώσεις για τις προοπτικές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αυτό έχει και μία θετική πλευρά, παραδόξως. Με την έννοια ότι αποκάλυψε (όχι για πρώτη φορά) τη ρηχότητα της ρητορικής περί ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και τους περιορισμούς μιας ευρωπαϊκής κοινότητας, η οποία σε εποχές κρίσεων και υπαρξιακών για τα κράτη και τους λαούς απειλών, επιστρέφει σε αυτό που ήταν πάντα: ένα πεδίο αλληλοσυγκρουόμενων προτεραιοτήτων και συμφερόντων, τα οποία πολύ δύσκολα συμβιβάζονται μεταξύ τους σε μια κοινή γραμμή.
Η αλληλουχία των κρίσεων έδειξε ότι τα ευρωπαϊκά κράτη καλά θα κάνουν να φροντίσουν το καθένα για τη δική του στρατηγική αντιμετώπισης, χωρίς να περιμένουν την όποια ευρωπαϊκή απάντηση, η οποία, όταν έλθει, θα είναι πιθανότητα καθυστερημένη και ανεπαρκής, αν όχι αντιπαραγωγική· τουλάχιστον με βάση τα υφιστάμενα δεδομένα, διότι οι προτάσεις για αληθινά ευρωπαϊκές και αποτελεσματικές παρεμβάσεις στα μεγάλα ευρωπαϊκά προβλήματα ποτέ δεν έλειψαν. Αυτό που έλειπε πάντα ήταν η πολιτική βούληση και διορατικότητα, ώστε να υλοποιηθούν. Κυρίως, δεν μπορούν τα κράτη να επικαλούνται την ως άνω ευρωπαϊκή ανεπάρκεια για να δικαιολογήσουν τη δική τους απραξία. Είναι οι κυβερνήσεις, επομένως, που λογοδοτούν στους πολίτες και ελέγχονται από αυτούς. Εάν δεν δώσουν λύση στα προβλήματα των πολιτών, εναντίον αυτών θα στραφούν οι πολίτες πρώτα και όχι εναντίον μιας θολής και μακρινής Ε.Ε.
Τρία πράγματα πρέπει να θέσουν ως προτεραιότητα τα μικρά και μεσαία ευρωπαϊκά κράτη -όπως η Ελλάδα- απέναντι σε αυτήν την πραγματικότητα: πρώτον, να ανακτήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της ικανότητάς τους για αυτόνομη δράση. Ενα προφανώς δύσκολο εγχείρημα, ιδίως για τις χώρες που έχουν παραδώσει τη νομισματική τους κυριαρχία στην ευρωζώνη και εξαρτώνται από την καλή προαίρεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Πάντα, όμως, υπάρχουν περιθώρια.
Δεύτερον, να διατηρήσουν ως κόρη οφθαλμού τα όποια ψήγματα κρατικής κυριαρχίας τούς έχουν απομείνει. Λόγου χάρη, να μην αυτοκτονήσουν πολιτικά απεμπολώντας το μοναδικό όπλο που διαθέτουν ακόμα απέναντι στην ισχύ των μεγάλων κρατών, δηλαδή το δικαίωμα αρνησικυρίας στο Συμβούλιο της Ε.Ε. (όπως προτείνει ο Σολτς, παρεμπιπτόντως, στο πλαίσιο της «θεσμικής μεταρρύθμισης της Ε.Ε.»).
Τρίτον, να αναζητήσουν κοινό έδαφος για τη διαμόρφωση συμμαχιών και ομαδοποιήσεων που θα εξισορροπήσουν κάπως το βάρος των μεγάλων κρατών στο ισοζύγιο ισχύος.
Ο Γιάννης Γούναρης είναι δικηγόρος, διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών