O νεοφιλελευθερισμός είναι μια παραφυάδα του κλασικού φιλελευθερισμού, η οποία, γύρω στα τέλη του 20ού αιώνα, έγινε το κυρίαρχο ρεύμα στη συντηρητική Δεξιά (με εμβληματικές μορφές τη Θάτσερ και τον Ρέιγκαν) αλλά και στα περισσότερα κόμματα της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας, που συχνά τον υπηρέτησαν πολύ πιο πιστά και αποτελεσματικά. Τα παραδείγματα των Μπλερ, Σρέντερ και Σημίτη είναι ενδεικτικά.
Από αυτήν την άποψη, πρόκειται για ακόμη μία πολιτική ιδεολογία. Εντούτοις, παρουσιάζει κάποιες ιδιομορφίες σε σχέση με τις «παραδοσιακές» ιδεολογίες που θα μπορούσαν, από μια άποψη, να τον κατατάξουν εξίσου στη χορεία των θρησκευτικών (ή παραθρησκευτικών) σεχτών. Εχει ένα θεμελιώδες –και αρκετά παρανοϊκό– δόγμα: το δόγμα της Αόρατης Χειρός της Αγοράς, η οποία εάν αφεθεί εντελώς ελεύθερη και ανεπηρέαστη από οποιαδήποτε κρατική παρέμβαση θα ρυθμίσει, ως διά μαγείας (κυριολεκτικά με μαγικά τρικ), τις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Ασφαλώς, θα μπορούσε εύκολα να απαντήσει κανείς ότι υπάρχει ένας πολύ καλός λόγος που η Αόρατος Χειρ είναι αόρατη και αυτός είναι ότι απλά είναι ανύπαρκτη, εκτός από τη φαντασία των πιστών της.
Διαθέτει, επίσης, ιερατείο και τελετουργίες, όπως μπορεί να παρατηρήσει κανείς στις διάφορες συνάξεις των πλουσίων και ισχυρών, με πρώτη του World Economic Forum.
Το εν λόγω ιερατείο, σε ακαδημαϊκό, δημοσιογραφικό και πολιτικό επίπεδο, έχει αναλάβει να κατακεραυνώνει τους κάθε λογής αιρετικούς της πίστης, εφαρμόζοντας συγχρόνως πιστά το δόγμα της Μιας και Μόνης Οικουμενικής (ή, στις μέρες μας, Παγκοσμιοποιημένης) Αλήθειας: απορρύθμιση των εργατικών δικαιωμάτων, ανατροπή των κατακτήσεων των εργαζομένων, αποδόμηση του κοινωνικού κράτους –ιδίως στους πιο κρίσιμους τομείς της δημόσιας, δωρεάν υγείας και παιδείας–, out-sourcing όλο και περισσότερων κρατικών λειτουργιών σε ανεξάρτητες αρχές, ΜΚΟ ή ιδιώτες εργολάβους και, φυσικά, συστηματική εγκατάλειψη, απαξίωση, τεμαχισμός και εν συνεχεία εκποίηση στο μικρότερο δυνατό τίμημα όλων των κρίσιμων δημόσιων υποδομών, ενέργειας, νερού, τηλεπικοινωνιών, οδικών μεταφορών, λιμανιών, αεροδρομίων, αεροπορικών εταιρειών και σιδηροδρόμων. Ολος ο τεράστιος δημόσιος πλούτος (δηλαδή, ο συλλογικός πλούτος των πολιτών) πωλήθηκε με αυτόν τον τρόπο στο ιδιωτικό κερδοσκοπικό κεφάλαιο έναντι πινακίου φακής. Στην Ευρώπη συνέβη με εντατικούς ρυθμούς ιδίως τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.
Στο Ευαγγέλιο του Νεοφιλελευθερισμού αυτό δεν λέγεται ξεπούλημα, αλλά «μεταρρυθμίσεις, εξυγιάνσεις και στρατηγικές επενδύσεις». Δεν είναι λόγος καταισχύνης, αλλά περηφάνιας για τους θύτες, οι οποίοι ενίοτε στολίζουν και τις γενέθλιες τούρτες τους με τα τρόπαια που έχουν συλλέξει, όπως κάποτε οι αριστοκράτες κυνηγοί τοποθετούσαν τα κεφάλια των θηραμάτων τους στους τοίχους των αιθουσών τους.
Ομως, υπάρχει και κάτι πολύ πιο σκοτεινό σε όλα αυτά. Οπως κάθε (παρα)θρησκευτική σέχτα που σέβεται τον εαυτό της, ο νεοφιλελευθερισμός, σαν άλλος Μολώχ, απαιτεί ανά τακτά χρονικά διαστήματα τις δικές του ανθρωποθυσίες. Αυτές παίρνουν τη μορφή των θυμάτων ενός μεγάλου βιομηχανικού ατυχήματος που εκτοξεύει χιλιάδες τόνους τοξικών υλικών στην ατμόσφαιρα, στη θάλασσα και στον υδροφόρο ορίζοντα, διότι κάποια ιδιωτική εταιρεία θεώρησε περιττό έξοδο να τηρήσει τα μέτρα ασφαλείας ή να εγκαταστήσει φίλτρα. Ή των θυμάτων από καταρρεύσεις γεφυρών που έχουν χρόνια ή δεκαετίες να συντηρηθούν από τον ιδιώτη εργολάβο, στον οποίο εκχωρήθηκαν.
Ή των θυμάτων αεροπορικών, ναυτικών και σιδηροδρομικών δυστυχημάτων που οφείλονται σε πλημμελή συντήρηση των υποδομών από το ίδιο το κράτος που τις έχει παρατήσει στη φθορά, ενόψει ακόμα μιας «στρατηγικής επένδυσης» (διάβαζε, ιδιωτικοποίησης) ή που δεν θέλει να προσλάβει το κατάλληλο προσωπικό, μια που ούτως ή άλλως είναι θέμα χρόνου να τις εκποιήσει και αυτές. Ή των θυμάτων μιας τρομερής πανδημίας που δεν είχαν την περίθαλψη που έπρεπε και δικαιούνταν να έχουν, διότι τα δημόσια συστήματα υγείας είχαν αποδυναμωθεί σε βαθμό διάλυσης και η μόνη έγνοια των κυβερνήσεων ήταν να δείχνουν υποκριτικά πόσο πολύ εκτιμούν τη «θυσία» (ιδού, πάλι, αυτή η λέξη) των δημόσιων γιατρών και νοσηλευτών, την ίδια στιγμή που αρνούνταν πεισματικά να κάνουν το παραμικρό για να ενισχύσουν τον δημόσιο τομέα υγείας.
Η Ευρώπη, και πιο συγκεκριμένα η Ε.Ε., φέρει τεράστιο μερίδιο της ευθύνης για αυτήν την καταστροφή του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου. Χωρίς αυτό να αθωώνει τις κυβερνήσεις που εφάρμοσαν το δόγμα της ως άνω σέχτας με προσήλωση και φανατισμό, γεγονός παραμένει ότι ήταν η Ε.Ε., οι πολιτικές της Ε.Ε. και ενίοτε η επιβολή από την Ε.Ε. που κατέστησαν το σχετικό δόγμα mainstream σε μια Ευρώπη που μέχρι το σχετικά πρόσφατο παρελθόν είχε εντελώς διαφορετικές βασικές παραδοχές για την οικονομική και κοινωνική της οργάνωση. Και γι’ αυτό είναι τόσο εξοργιστικά υποκριτικές οι εκφράσεις πένθους και θλίψης από μια Ε.Ε. η οποία, όπως κανείς δεν ξεχνά, επέβαλε στην εποχή των μνημονίων διά της βίας αυτές τις ίδιες πολιτικές που, αργά ή γρήγορα, θα οδηγούσαν στην καταστροφή.
Ο Γιάννης Γούναρης είναι δικηγόρος, διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών