Macro

Για τον πόλεμο της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη

«Και να που τώρα εγώ τραγουδώ βυθισμένος στο μαρτύριο της σιωπής μοναχός μου ψελλίζω τους στίχους της στεφανωμένος με αναμμένα κάρβουνα και φλόγες»

Αμπντάλα ελ Κόρασι, «Το μαρτύριο της σιωπής»

O πόλεμος που διεξάγει ο υπό την Σαουδική Αραβία πολιτικοστρατιωτικός συνασπισμός προκαλεί σοβαρές επιπτώσεις στην καθημερινότητα και στην καθημερινή υγιεινή των κατοίκων.

Όπως αναφέρει ο Άρης Χατζηστεφάνου: «Επιστήμονες προειδοποιούν ότι η επιδημία χολέρας έχει επεκταθεί ήδη σε 100.000 άτομα. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, τουλάχιστον 800 άνθρωποι έχουν χάσει ήδη τη ζωή τους, ενώ η Βρετανική οργάνωση ΟΧFAM αναφέρει ότι ο αριθμός των θανάτων φτάνει ήδη τον έναν την ώρα. Η επιδημία είναι αποτέλεσμα των σημαντικών καταστροφών στο σύστημα ύδρευσης και τη διάλυση των υποδομών υγείας που προκαλούν οι βομβαρδισμοί και ο ναυτικός αποκλεισμός από τη Σαουδική Αραβία» (1).

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, στις 19 περιφέρειες της χώρας, από τις 27 Απριλίου, έχουν επέλθει 789 θάνατοι που σχετίζονται με την ασθένεια της χολέρας (2).

Λίγα χρόνια μετά τις κοινωνικοπολιτικές μετατοπίσεις που επέφερε η περιώνυμη Αραβική Άνοιξη, ο επιθετικός πόλεμος που κήρυξε η Σαουδική Αραβία στην Υεμένη ενάντια στους Σιίτες αντάρτες Χούθι τείνει να προσλάβει χαρακτηριστικά «φυσικής» κανονικότητας (μετά από τον πολλαπλό πόλεμο στη Συρία).

Ο συγκεκριμένος πόλεμος αναπαρίσταται και διαμεσολαβείται ως συμβολική όσο και πολιτική αποκατάσταση της τάξης, του «ενεστωτικού» νόμου, προσιδιάζοντας στη λογική της πολεμικής ανάκλησης και υπενθύμισης, στη λογική της ανάδυσης ενός σαουδαραβικού ηγεμονισμού, ο οποίος όσο «εδαφικοποιείται», τόσο περισσότερο προσλαμβάνει τις όψεις μιας ισχύος που δεν μετατοπίζεται αλλά αναφέρεται έκκεντρα, δεικνύοντας: προς το Ιράν, προς τις υπόλοιπες χώρες του Κόλπου, προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και προς τις ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η Σαουδική Αραβία δύναται να αρθρώσει έναν «νέο» ή μίκρο-ιμπεριαλισμό της πετρελαϊκής ευμάρειας, του περιφερειακού ανταγωνισμού στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, έναν μίκρο-ιμπεριαλισμό που διαμεσολαβείται στη συγκεκριμένη μάκρο-ιστορική περίοδο, προσδιορίζοντας παράλληλα το πεδίο ενός θεσμικού Ισλαμικού Ουαχαμπιτισμού (3) της εσχατολογικής ερμηνείας, της «αυταρχικοποίησης» και της παράλληλης συγκρότησης της προσίδιας και πρωταρχικής πολιτικής μνήμης: ο κυβερνών Οίκος των Σαούντ συνιστά την ιδιαίτερη «μνήμη» της χώρας, εκεί όπου ο νόμος ενσαρκώνεται στους φαλλογοκεντρισμούς της ασφάλειας και της αναγκαιότητας της, της συγκρότησης του γυναικείου υποκειμένου: μη υποκειμενική δυνατότητα (εδώ αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον η έμφυλη-γυναικεία αντίδραση-«επικοινωνία» με το Σαουδαραβικό καθεστώς).

Σε αυτό το πλαίσιο, ο νόμος εφαρμόζεται ή επιτελείται και ως υπενθύμιση και ως προειδοποίηση για το μετά της παρέκκλισης: τιμωρία σε κοινή και μη θέα, προληπτική και ανοιχτή λογοκρισία. Αυτό που στο ιμπεριαλιστικό λογοθετικό πλαίσιο αναπαρίσταται ως βασίλειο του «αέναου» πετρελαίου, ανανοηματοδοτείται ως αυταρχισμός στις πρακτικές της αποκοπής, στην «εξαγωγή» της βίας και στον μετασχηματισμό της σε πολεμική βία, στη συγκέντρωση της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Το άρχον συγκρότημα εξουσίας δια-κρατείται και στις «γωνίες» της σύγχρονης κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, στα «κοινά» του πετρελαίου.

Το Σαουδαραβικό βασίλειο καθίσταται περιφερειακός δρων που συσσωρεύει και εξάγει πόλεμο, που λειτουργώντας στην Υεμένη υπό τους όρους της διατήρησης του status quo, επιφέρει τα ερείπια του δικού της νόμου, διαμελίζοντας το κοινωνικό σώμα και καταστρέφοντας βασικές υποδομές της χώρας, δρώντας προληπτικά και θεαματικά, επάλληλα με τη στρατιωτική επέμβαση της Σαουδικής Αραβίας στο Μπαχρέιν το 2011. Επανεγγράφει τις πλαισιώσεις της πολιτικής της άμεσης παρεμβατικότητας, ενός «στρατευμένου» ιμπεριαλισμού που αναπαράγεται στο μέσον της κρίσης. Ένας πόλεμος ο οποίος, με άλλους όρους, συνιστά την εξαίρεση και τον κανόνα, τη χωρικότητα μιας πολιτικής που, ως εκτατικότητα πολέμου, ανακαλείται και ως καθεστώς επαναφοράς της θανατηφόρας χολέρας, καθεστώς διατροφικής κρίσης, καθεστώς διαχείρισης της υγιεινής του πληθυσμού.

Ο κηρυγμένος πόλεμος της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη –ένας πόλεμος-εισβολή που δεν καθίσταται άξιος αναφοράς από Ευρωπαϊκά ΜΜΕ και από κρατικές αρχές– αποκρύπτεται και αποκαλύπτεται παράλληλα στα περιβάλλοντα των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών και της πώλησης σύγχρονου στρατιωτικού εξοπλισμού στη Σαουδική Αραβία.

 Ένας πόλεμος που μετρά τουλάχιστον 10.000 νεκρούς.

Το κράτος της Σαουδικής Αραβίας, που λειτουργεί και ως άτυπη πολεμική μηχανή, διαμεσολαβεί την έννοια του συμφέροντος ως διαρκή παρουσία στο χώρο της Μέσης Ανατολής, υψηλή επίβλεψη, όψη του οικονομικού χώρου και ως καθαυτό οικονομική ενεργητικότητας.

Οι γεωπολιτικές προβολές της Σαουδικής Αραβίας στην περιοχή φέρουν επίσης τις συνδηλώσεις του άμεσου, «απειλούμενου» συμφέροντος. Η στρατιωτική επέμβαση του υπό την Σαουδική Αραβία στρατιωτικού συνασπισμού, εναντίον των Σιιτών ανταρτών Χούθι (οι οποίοι επίσης έχουν διαπράξει εγκλήματα, επιφέροντας θανάτους και δεκάδες εκτελέσεις), τους οποίους κατηγορεί για στάση (υποκινούμενη από το αντίπαλο δέος Σιιτικό Ιράν) εναντίον του προέδρου Αλ Χάντι, αναδεικνύουν τα πεδία της πολιτικής της διακινδύνευσης ακριβώς με στόχο τη διασφάλιση των ζωτικών συμφερόντων, την ανάδυση ενός Σαουδαραβικού πολέμου βάσης ο οποίος, αφενός μεν, πλήττει βασικές και απαραίτητες υποδομές-εγκαταστάσεις της Υεμένης, αφετέρου δε επικαλείται την νομιμότητα για να προσλάβει τα χαρακτηριστικά ενός πολέμου ευρείας κλίμακας. Σε αυτό το πλαίσιο, εντάσσεται και η χρησιμοποίηση βομβών διασποράς που προκαλούν σωρεία νεκρών Υεμενιτών.

Η στρατιωτική επέμβαση της Σαουδικής Αραβίας δύναται να ιδωθεί και να προσδιοριστεί ως ίδιος και άλλος τρόπος διαχείρισης των συμβόλων της πολιτικής: σύγχρονος στρατιωτικός εξοπλισμός έναντι πετρελαίου (και δολαρίων), άμεση και εμπρόθετη δράση μαζί με την ιδέα (ή η έκρηξη αντί της ‘σιωπής), η κλίμακα του θανάτου, μαζικοί βομβαρδισμοί, ισοπέδωση περιοχών (διάστικτα ερείπια), ναυτικός αποκλεισμός ως μορφή-υπόδειγμα που διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για την ανάδυση, την αποκρυστάλλωση και τη διάχυση της ανθρωπιστικής-διατροφικής κρίσης, η ποιοτική επιδείνωση των δεικτών υγιεινής του πληθυσμού εξαιτίας των μαζικών βομβαρδισμών, η διαχείριση της υγιεινής του.

Ο ευρύτερος πόλεμος στην Υεμένη επιφέρει τη δομική επισφάλεια, την κοινωνική ερήμωση ως πολιτική από αμφότερες τις πλευρές.

Ως τροπικότητα, ο θεσμικός Ουαχαμπιτισμός της Σαουδικής Αραβίας (το Ισλάμ και το κυβερνών πολιτικό Ισλάμ ως φρούριο της κοινότητας, του κοινωνικού πεδίου) δύναται να μετασχηματιστεί σε πολεμικό Ουαχαμπιτισμό επιδίωξης προβολής της ηγεμονίας σε μια ζώνη που, για τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της Σαουδικής Αραβίας, περιστοιχίζεται και περιλαμβάνει «εχθρούς», όπως το Ιράν.

Ο «νέος» ή μίκρο-Σαουδαραβικός ιμπεριαλισμός, εντός και εκτός της σφαίρας του περιφερειακού, δια-κρατεί το «δικαίωμα» του πολέμου και επιφέρει ανακατατάξεις και εγκάρσιες τομές, διάκενα, «πουλώντας» πόλεμο, βία και λογοθετικές απειλές ή διπλωματικές εντάσεις (βλέπε Κατάρ και Ιράν), για να λάβει το επίχρισμα της δυτικής ιμπεριαλιστικής συμμαχίας και των σημάνσεων της.

(1) Bλέπε σχετικά, Χατζηστεφάνου Άρης, «Χολέρα made in Saudi Arabia», 12/06/2017, info-war.gr.

(2) Βλέπε σχετικά, Serhan Yasmeen, «Yemen’s ‘Unprecedented’ Cholera Epidemic», The Atlantic, 08/06/2017, theatlantic.com

(3) Όπως επισημαίνει η Αγγελική Ζιάκα: «Στη Σαουδική Αραβία επικρατεί ως επίσημη κρατική θρησκεία μια αυστηρή μορφή του Ισλάμ, με το όνομα Wahhabiya. Πρόκειται για μια ακραία διδασκαλία του Muhammad ibn Abdal-Wahhab (1703/4-1792), που απορρίπτει απολύτως κάθε νεωτερισμό στη θρησκεία και διδάσκει την επιστροφή στο καθαρό Ισλάμ της εποχής του προφήτη και της πρώτης μουσουλμανικής κοινότητας. Καθαρή πίστη, άκρα απλότητα και άμεση λατρεία του Θεού, δίχως κανένα μεσολαβητή είναι οι κύριες αρχές του», βλέπε σχετικά, Ζιάκα Αγγελική, Το σιιτικό Ισλάμ. Οι κοινωνικές και πολιτικές του προεκτάσεις στη Μέση Ανατολή, Εκδόσεις Κορνηλία Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη, 2004, σελ. 103.

Ο Σίμος Ανδρονίδης σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες. Είναι υποψήφιος διδάκτορας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.