Η επίσκεψη του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ και πρωθυπουργού της χώρας, Αλέξη Τσίπρα στο Βερολίνο, η συνάντηση του με την ηγεσία του αριστερού γερμανικού κόμματος Die Linke, αλλά και η ομιλία του στο πλαίσιο του συνεδρίου των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών, όπου συζητήθηκε ο προγραμματικός επαναπροσδιορισμός τους σε αριστερή κατεύθυνση σε μία ιδιαίτερα κομβική στιγμή για την γερμανική πολιτική ζωή είναι αναμφισβήτητα σημαντικές πρωτοβουλίες. Πρωτοβουλίες οι οποίες πιστοποιούν τον σημαντικό ρόλο που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ στις πολιτικές εξελίξεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Έχοντας ως δεδομένο, ότι ανυπόστατες πληροφορίες και σχετικά εύκολες αναλύσεις για δήθεν “διαζύγιο” του ΣΥΡΙΖΑ με την ευρωπαϊκή Αριστερά και προσχώρηση στην οικογένεια των Ευρωπαίων σοσιαλιστών έχουν ήδη διαψευσθεί και ακυρωθεί, άλλωστε η ίδια ομιλία του πρωθυπουργού κινήθηκε σε εντελώς άλλη κατεύθυνση, από αυτό που εκφωνούσαν ανακριβή ρεπορτάζ, νομίζω ότι αξίζει να ανακεφαλαιώσουμε, ορισμένες κεντρικές παραμέτρους που αφορούν την ευρωπαϊκή πραγματικότητα.
Πολύ περισσότερο που οι επικείμενες εκλογές για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο συνοδεύονται από πυκνές εξελίξεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο όπως το ιταλικό ζήτημα, η αποχώρηση της Α. Μέρκελ από την ηγεσία των χριστιανοδημοκρατών, η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, κυρίως όμως η εκλογική ενδυνάμωση της άκρας δεξιάς, γεγονός που αποτελεί απειλή για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και για την κάθε χώρα ξεχωριστά.
Είναι δεδομένη και ειλικρινής η ανησυχία που εδράζεται στο γεγονός, ότι με την ενθαρρυντική εξαίρεση της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ελλάδας η ακροδεξιά φαίνεται να καρπώνεται την δυσαρέσκεια από τα αποτελέσματα των σκληρών νεοφιλελεύθερων πολιτικών που εφαρμόσθηκαν την τελευταία δεκαετία. Σε αυτό το πλαίσιο το βασικό πολιτικό καθήκον της ευρωπαϊκής αριστεράς και όχι μόνο δεν μπορεί να είναι άλλο από το να εμποδιστεί η εκκόλαψη του αυγού του φιδιού στην ήπειρό μας και η μετακύλιση σε μία ακραία συντηρητική, μισαλλόδοξη και συντηρητική πολιτική πραγματικότητα.
Η ανησυχία αυτή επιτείνεται καθώς το ένα μετά το άλλο τα συντηρητικά και χριστιανοδημοκρατικά κόμματα εγκαταλείπουν τις παραδόσεις του πολιτικού κέντρου και στρέφονται με την σειρά τους προς ακραίες συντηρητικές θέσεις. Η επιλογή του νεοφιλεύθερου, ακραίου αντικομμουνιστή και μέτριου πολιτικού Βέμπερ για την υποψηφιότητα του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι ενδεικτική αυτής της νέας πραγματικότητας.
Στον αντίποδα των προαναφερομένων εξελίξεων, η αναγκαιότητα ανατροπής της σημερινής πραγματικότητας και των πολιτικών που ασκούνται παραμένει κεντρικό πολιτικό καθήκον και δεν μπορεί να υλοποιηθεί εάν δεν ανατραπεί,αφενός η κυρίαρχη οικονομική και κοινωνική πολιτική του νεοφιλελευθερισμού,αφετέρου οι πολιτικές των κλειστών συνόρων, του ρατσισμού και του εθνικισμού.
Όσο δεν υπηρετείται ο διττός χαρακτήρας αυτής της υπέρβασης,τόσο μεγιστοποιούνται οι αντιφάσεις άσκησης μιας νέας πολιτικής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα σε αυτήν την κατεύθυνση αποτελεί η Ιταλία, η οποία κλυδωνίζεται από τις αντιφάσεις μίας μη πειστικής και ατελέσφορης προσπάθειας υπέρβασης των στενών ευρωπαϊκών οικονομικών κανόνων, η οποία όμως συνδέεται και για αυτό και υπονομεύεται, με τη όξυνση του εθνικισμού και της αντιπροσφυγικής υστερίας.
Στον αντίποδα του ιταλικού παραδείγματος, τα εγχειρήματα στις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα) αποδεικνύουν ότι στις σημερινές συνθήκες, η υπέρβαση μπορεί να υλοποιηθεί μόνο από τα αριστερά και στην κατεύθυνση της ήττας των πολιτικών της λιτότητας και του εθνικισμού.
Είναι αυτονόητο ότι η πολιτική υπέρβαση προϋποθέτει την ενίσχυση των δυνάμεων που υποστηρίζουν μία ανεκτική και δημοκρατική Ευρώπη της αλληλεγγύης που μεροληπτούν υπέρ των δυνάμεων της εργασίας, που επιθυμούν την ανάπτυξη με ισχυρό οικολογικό πρόσημο και προστασία των εργαζομένων, της νεολαίας και των πληβειακών στρωμάτων, όλων δηλαδή των κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων που κονιορτοποίησαν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
Εξίσου αυτονόητο είναι ότι η ενίσχυση των συγκεκριμένων πολιτικών δυνάμεων, προϋποθέτει την πολιτική συνεργασία της ευρωπαϊκής αριστεράς με τμήματα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας που αποφασιστικά απεγκλωβίζονται από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές αλλά και τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής οικολογίας. Η συνεργασία δεν προϋποθέτει την απάλειψη των δεδομένων διαφορών που υπάρχουν ανάμεσα στις πολιτικές οικογένειες, απαιτεί όμως την εκπόνηση ενός κοινού προγραμματικού πλαισίου συνεργασίας μέσα από την διαφορετικότητα.
Η διαδικασία συνεργασίας των τριών πολιτικών πόλων δεν μπορεί να είναι μία από τα πάνω κεντρική πολιτική διαδικασία, αντίθετα απαιτείται η από τα κάτω σύγκλιση ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων και φορέων. Ισχυρίζομαι,ότι ένα νέο ευρωπαϊκό κοινωνικό φόρουμ που θα συνενώνει όλες τις κοινωνικές δυνάμεις,στο πλαίσιο των σύγχρονων εξελίξεων και απαιτήσεων είναι όσο ποτέ απαραίτητο.
Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι οι δυσκολίες είναι πραγματικές, όσο τμήματα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας παραμένουν εμμονικά προσκολλημένα σε μία νεοφιλελεύθερη λογική, όσο δεν εισακούονται οι προτροπές του Τζ. Κόρμπιν για μία αποφασιστική στροφή σε πολιτικές που θα υπηρετούν τις ανάγκες των πολλών.
Το παράδειγμα της ηγεσίας του ΚΙΝ.ΑΛ είναι όντως ενδεικτικό και δυστυχώς δεν είναι το μόνο. Προφανώς η αποφασιστική στροφή της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας αποτελεί την βασική προϋπόθεση για την επιτυχία του εγχειρήματος, άλλωστε χωρίς αυτήν την στροφή το μέλλον των Ευρωπαίων σοσιαλιστών προβλέπεται ζοφερό, με πολλαπλασιασμό των περιπτώσεων,όπως των Γάλλων και Ολλανδών σοσιαλιστών.
Από την πλευρά μας ο ΣΥΡΙΖΑ, οφείλει να επιμείνει στην επιτυχή ολοκλήρωση του εγχειρήματος, πολλαπλασιάζοντας τις πρωτοβουλίες και παρεμβάσεις προς όλες τις κατευθύνσεις, εμβαθύνοντας τα αριστερά πολιτικά και θεωρητικά του χαρακτηριστικά, ειδικά σε μία περίοδο που η συγκυρία ολοκλήρωσης του δημοσιονομικού προγράμματος επιτρέπει τη επιστροφή σε μία “αριστερή κανονικότητα”. Στα πλαίσια πάντα του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς, οργανικό τμήμα του οποίου, με σημαίνοντα ρόλο είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, οφείλουμε να παρακινήσουμε δυνάμεις, επιδιώκοντας την υπέρβαση υπαρκτών μεν, μειοψηφικών δε, προσεγγίσεων που προάγουν την πολιτική επανάπαυση στο όνομα μίας ιδεολογικής και πολιτικής αυτάρκειας.
Κανείς δεν μπορεί να αμφιβάλλει για τις δυσκολίες του εγχειρήματος συγκρότησης ενός πολιτικού μετώπου από τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που προαναφέραμε, για το πόσο σύνθετη είναι η διαδικασία υπέρβασης πραγματικών δυσκολιών, για τους λεπτούς χειρισμούς που απαιτούνται. Η ιστορία όμως δεν μπορεί να περιμένει ειδικά όταν ελλοχεύει ο κίνδυνος της καταβαράθρωσης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος στο βάραθρο των εθνικιστικών ανταγωνισμών, των σκληρών πολιτικών λιτότητας και του εκφασισμού της κοινωνίας.
Συνεπώς ή προτροπή του κοινωνιολόγου και συγγραφέα Μποαβεντούρα Ντε Σόουζα που αποτελεί τον τίτλο του βιβλίου του ” Αριστερές του κόσμου ενωθείτε”, αποτελεί την μόνη δόκιμη λύση.
Μιχάλης Υδραίος