Δεν είναι μόνο η αύξηση της βίας, με αποκορύφωμα τις γυναικοκτονίες. Δεν είναι ούτε η πατριαρχία – απλώς. Είναι η πηχτή αδιαφορία του κράτους που αφήνει τις γυναίκες έρμαια στα πατριαρχικά χέρια. Χωρίς δομές, χωρίς ξενώνες, χωρίς προστασία. Χωρίς καν ενημέρωση.
Οι νεκρές αυξάνονται σε βαθμούς επιδημιολογικούς. Αυτό λέει ο ΠΟΥ: η αύξηση της έμφυλης βίας έχει πάρει διαστάσεις «επιδημίας» διεθνώς. Αν το δούμε ψυχρά ιστορικά, σε κάθε ξέσπασμα μεγάλων γυναικείων κινημάτων, αυξανόταν κατακόρυφα και η έμφυλη βία. Οι γυναίκες αντιδρούσαν, η πατριαρχία τις τιμωρούσε. Προσεκτικά το διατυπώνω. Η πατριαρχία τιμωρούσε, όχι οι άντρες συλλήβδην. Το αυτό συμβαίνει και τώρα. Βρισκόμαστε στο τέταρτο φεμινιστικό κύμα, το κίνημα #metoo υπήρξε τόσο απελευθερωτικό όσο και τελικά λαβωμένο από τιμωρία και εκδίκηση. Πρώτα στις γυναικείες ζωές, μετά στα σώματα.
Κατακόρυφη αύξηση των γυναικοκτονιών και της έμφυλης βίας, λοιπόν. Αφενός. Αφετέρου, η απαγόρευση των αμβλώσεων. Το πώς επιχειρείται ο έλεγχος πάνω όχι στο γυναικείο σώμα, αλλά στη γυναικεία επιθυμία, στην απόφαση, στην αυτοδιάθεση. ΗΠΑ, Μάλτα, Πολωνία έχουν ήδη περάσει νόμους εγκληματικούς κατά των αμβλώσεων και η Ιταλία ακολουθεί την κατιούσα με ένα μεγάλο «υπέρ ζωής» κίνημα.
Στα καθ’ ημάς, η ζωή έχει γίνει αγρίως απίθανη. Η πεισματική επιμονή της κυβέρνησης να γελοιοποιεί τον όρο «γυναικοκτονία» τη στιγμή που μετράμε πλέον δεκάδες, δεκάδες νεκρές, είναι εγκληματική. Το ότι όλο και περισσότεροι δήμοι ζητούν να φτιαχτούν χώροι φιλοξενίας ενώ η Πολιτεία κωφεύει είναι εγκληματικό. Και εδώ έχουμε μια σοκαριστική κυριολεξία. Είναι εγκληματικό, γιατί συνοδεύεται από αίμα. Πολύ αίμα.
Εμείς, όμως, τι μπορούμε να κάνουμε; Εμείς, το κόμμα με το πιο προοδευτικό πρόγραμμα για την ισότητα, τα δικαιώματα των γυναικών, την ισάριθμη αντιπροσώπευση (και το μοναδικό που την έχει ψηφίσει και εφαρμόσει). Εμείς, με την πλούσια ιστορία των… κυμάτων. Με τις μεγάλες, ιστορικές διεκδικήσεις των συντροφισσών μας τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Εμείς, με τα κορίτσια του 2008, που μέσα στην εξέγερση του Δεκεμβρίου άνοιγαν και το ζήτημα του φεμινισμού όταν κουβεντιάζαμε για την κοινωνική απελευθέρωση. Εμείς, το κόμμα που έδωσε μάχες εντός κι εκτός Βουλής ενάντια στις διατάξεις Τσιάρα για το κάκιστο νομοσχέδιο για τη συνεπιμέλεια, που πάλεψε για την ένταξη του όρου «γυναικοκτονία» στον Ποινικό Κώδικα – και δέχτηκε χλεύη. Που ως κυβέρνηση υποστήριξε γυναίκες και θηλυκότητες κόντρα στο νοσηρό κλίμα εντός της Βουλής.
Εμείς, λοιπόν, τι μπορούμε να κάνουμε; Να γίνουμε κυβέρνηση, ναι. Αλλά μέχρι τότε, πεθαίνουμε. Οι γυναίκες πεθαίνουμε. Τρεις μέσα σε 30 ώρες είναι ρεκόρ. Πεθαίνουμε, βιαζόμαστε, κακοποιούμαστε και δεν έχουμε πού να πάμε. Γιατί το να φύγεις είναι μια κουβέντα. Να φύγεις να πας πού;
Ο Κίρκεγκορ στο «Ημερολόγιο ενός διαφθορέα» έγραφε: Για να αποκτήσεις απόλυτο έλεγχο πάνω σε μια γυναίκα, πρέπει να την αποκόψεις από τις φίλες της, αν έχει, από την οικογένειά της. Πέρασαν δύο αιώνες κι ακόμα λειτουργεί τόσο πολύ, τόσο συχνά, τόσο χυδαία το αφήγημα τούτο. Να φύγεις, λοιπόν. Και να πας πού; Αν υπάρχουν φίλοι ή οικογένεια, δεν θέλουν να μπλέξουν. Αν δεν έχεις λεφτά; Αν έχεις και παιδιά; Και είναι και κάτι ακόμη πιο σημαντικό: πολλές έφυγαν. Τις έψαξαν. Τις βρήκαν. Τις δολοφόνησαν. Γιατί δεν ήταν πια γυναίκες, ήταν θηράματα.
Αλλά εμείς έχουμε μια τεράστια παράδοση και στις φεμινιστικές διεκδικήσεις και στην αλληλεγγύη. Αυτό που δεν έχουμε είναι χρόνος. Και δεν τον έχουμε επειδή μας νοιάζει, μας αφορά να μην υπάρχουν θύματα. Εμείς δεν μπορούμε να περιμένουμε να γίνουμε κυβέρνηση. Είμαστε εδώ και είμαστε τώρα και έχουμε ευθύνη, επειδή έχουμε συνείδηση. Επειδή είναι κοινωνικό, τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα. Δεν είναι σειρά τυχαίων συμπτώσεων.
Μετά τη 15η Μαΐου γίναμε το μεγαλύτερο κόμμα της χώρας. Έχουμε εκατοντάδες χιλιάδες μέλη σε όλη τη χώρα. Κι έχουμε και τη δομή αλληλεγγύης, που είναι ένα εξαιρετικής σημασίας δίκτυο επικοινωνίας. Κυρίως, έχουμε την εμπειρία του συλλογικού.
Κι εδώ έρχεται ένα ερώτημα ζωής και θανάτου: μπορούμε να βοηθήσουμε αυτές τις γυναίκες; Εγώ θα πω πως μπορούμε. Δεν υπάρχουν δομές και δεν υπάρχει ενημέρωση. Πώς καλύπτεται αυτό το κενό όταν το κράτος απαξιοί; Μέσω της αλληλεγγύης. Μέσω μιας πρωτοβουλίας φιλοξενίας γυναικών και μιας καμπάνιας ενημέρωσης.
Ξεκινώντας μια πρωτοβουλία όπου θα δηλώσουμε όσες και όσοι μπορούμε σπίτια για φιλοξενία θυμάτων, με δικηγόρους συντρόφους που θα βοηθούν στο τεχνικό κομμάτι, με ενημέρωση για τις δομές ψυχικής υγείας και υποστήριξης, μπορούμε να ξεκινήσουμε μια ζωτικής σημασίας αλυσίδα αντιδράσεων.
Αν το κάνουμε σωστά, εμπλουτισμένο με μια δυνατή καμπάνια ενημέρωσης μέσω κοινωνικών δικτύων, βίντεο, διαφημίσεων και φυλλαδίων, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα έρθουν εθελοντές να ενισχύσουν την προσπάθεια. Η προσπάθεια δεν είναι ούτε εύκολη ούτε ξέγνοιαστη. Τα θύματα είναι δύσπιστα, η διαδικασία ψυχοφθόρα για όλους και η οικονομία απαγορευτική. Αλλά η αλληλεγγύη έσωσε κοινωνίες σε πολύ πιο δύσκολες στιγμές. Κι εξάλλου, αν όχι εμείς, ποιοι;
Ένα σπίτι είναι καταφύγιο. Μια φιλοξενία μπορεί να σώσει και τη ζωή και την ποιότητα της ζωής μιας γυναίκας. Δεν θα αναφερθώ στην πολιτική υπεραξία, γιατί -αν θέλω να είμαι ειλικρινής- δεν με νοιάζει καθόλου. Με νοιάζει να πάψουμε να μετράμε νεκρά κορμιά, σπασμένα μούτρα, αίματα. Να πάψουμε να φοβόμαστε. Και να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε μόνες. Ότι δεν αφήνουμε μόνες αυτές τις γυναίκες.
Δεν θα είναι εύκολο, ούτε και ανέφικτο. Αν μπει σε ζυγαριά, νομίζω συνομολογούμε ότι κερδίζει η ζωή. Συντρόφισσες μου και σύντροφοι, έχουν στενέψει τα περάσματα από καιρό. Ίσως ήρθε η ώρα να τιμήσουμε την Ιστορία μας, αλλά και την Ιστορία του μέλλοντος. Το κάλεσμα των καιρών μας.
Όλγα Στέφου