Macro

Από τον πασιφισμό στην ένοπλη Αντίσταση

Ισως η πιο θλιβερή πλευρά της συζήτησης για τον πόλεμο στην Ουκρανία είναι η ριζοσπαστικοποίηση των θέσεων, η μοιραία διαστρεβλωμένη αναπαράστασή τους (φιλοπόλεμοι εναντίον πασιφιστών). Για να διευρύνουμε τον ορίζοντα της συζήτησης, νομίζω ότι είναι χρήσιμο να επανεξετάσουμε ορισμένους σταθμούς του δυτικού στοχασμού για τον πόλεμο. Ας πάρουμε τη Σιμόν Βέιλ, την εξαιρετική ορθολογίστρια μυστικίστρια του προηγούμενου αιώνα, «ερασιτέχνισσα» φιλόσοφο προσκείμενη στον επαναστατικό συνδικαλισμό, ικανή να ζει καθημερινά –με μια προσωπική συνέπεια που αγγίζει την αγιότητα– σύμφωνα με τις αρχές στις οποίες πίστευε. Αδιάλλακτη πασιφίστρια κι ωστόσο, όταν ξεσπάει ο πόλεμος, στρατευμένη στην ένοπλη Αντίσταση.

Θα προσπαθήσω να περιγράψω συνοπτικά τη διαδρομή της, που από τον πασιφισμό των αρχών της δεκαετίας του 1930 καταλήγει στην προσχώρηση στη γαλλική Αντίσταση. Το 1931, όταν αρχίζει να διδάσκει στα λύκεια, θεωρεί τον πόλεμο απόλυτο κακό, και κυρίως επειδή περισσότερο απ’ όλους πλήττει τους εργάτες, τους καταπιεζόμενους, τους υπό εκμετάλλευση, και επειδή συνεπάγεται μια στρατιωτικοποίηση του κράτους και της πολιτικής ζωής, τον κίνδυνο δηλαδή μιας ολοκληρωτικής οπισθοδρόμησης (είναι επομένως επικριτική και προς τη μαρξιστική ιδέα του επαναστατικού πολέμου). Το 1936, με την έκρηξη του ισπανικού εμφύλιου πολέμου, ο πασιφισμός της εμφανίζει μια πρώτη ρωγμή, επειδή κατατάσσεται ως «στρατιώτης» σε μιαν ομάδα που πλαισιώνει το αναρχικό τάγμα του Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι. Θα καταλήξει στο μαγειρείο και θα πάθει έγκαυμα από καυτό λάδι.

Επειτα όμως δεν θα επιστρέψει στο μέτωπο, επειδή ο εμφύλιος πόλεμος της φαίνεται μόνο σαν ένας πόλεμος μεταξύ δυνάμεων για την ηγεμονία. Κυρίως όμως επειδή, όπως γράφει στον Μπερνανός, έχει κατανοήσει ότι «όταν ξέρεις ότι μπορείς να σκοτώνεις χωρίς να διακινδυνεύεις ούτε επίκριση ούτε τιμωρία, σκοτώνεις». Και προσθέτει: «Δεν είδα ποτέ κανέναν, ούτε καν εμπιστευτικά, να εκφράζει απώθηση ή έστω αποδοκιμασία για το αίμα που χύνεται». Μια ανάλυση που καθιστά τον πασιφισμό της ακόμα πιο ριζικό και που σηματοδοτεί μια βαθύτερη «ανθρωπολογική» διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το 1937 γράφει ένα σημαντικό δοκίμιο («Ας μην ξαναρχίσουμε τον Τρωικό πόλεμο»), όπου εξηγεί πως τόσο οι Ελληνες όσο και οι Τρώες λησμόνησαν τους λόγους για τους οποίους μάχονταν.

Προσεγγίζει ξανά τις πασιφιστικές ομάδες και ακόμα και μπροστά στο Ανσλους και στις συμφωνίες του Μονάχου θεωρεί ότι «ένας πόλεμος στην Ευρώπη θα ήταν μια βέβαιη συμφορά σε κάθε περίπτωση, για όλους, από όλες τις απόψεις». Από δω πηγάζει και η επιμονή της να θέλει τη διαπραγμάτευση, να γίνουν παραχωρήσεις ακόμα και από πρώτη άποψη υπερβολικές, να κερδηθεί χρόνος, να υιοθετηθούν στρατηγικές που μπορούν να φθείρουν μακροπρόθεσμα τη ναζιστική Γερμανία. Τέλος, τον Ιούνιο του 1940, όταν ο γερμανικός στρατός εισβάλλει στη Γαλλία, υποχρεώνοντάς την να διαφύγει μαζί με τους γονείς της, συντελείται μια αλλαγή πορείας. Διαβλέπει στους πασιφιστές πρώην συντρόφους της μια «τάση προς την προδοσία» και θεωρεί ότι ευθύνεται και η ίδια για «μιαν εγκληματική ολιγωρία απέναντι στην πατρίδα».

Γράφει στον Ντε Γκολ, επεξεργάζεται αρχικά ένα σχέδιο εκπαίδευσης νοσοκόμων που θα δρουν στο πεδίο της μάχης, έπειτα ζητάει να χρησιμοποιηθεί σε επιχειρησιακές αποστολές, μολονότι δεν θα πάρει απάντηση (για όλα αυτά μιλάει σε θεμελιώδη δοκίμια όπως τα: «Στοχασμοί για τις απαρχές του χιτλερισμού», «Η Ιλιάδα ή το ποίημα της βίας» και στα «Τετράδια»). Αποδίδει στρατηγική αξία στη δολιοφθορά και στην προπαγάνδα. Θεωρεί κύριο εχθρό την ειδωλολατρία, τον ολοκληρωτικό της χαρακτήρα. Ειδωλολατρικοί ήταν ο φασισμός και ο κομμουνισμός, στους οποίους η ειδωλολατρία είναι το στρεβλό υποκατάστατο της αληθινής θρησκευτικότητας: λατρεύουν σαν Θεό ένα κράτος, ένα έθνος, ένα κόμμα, και σε αυτά θυσιάζουν τη ζωή τους και τις ζωές των άλλων.

Με τη γερμανική κατοχή της Τσεχοσλοβακίας συμπεραίνει ότι ο πόλεμος είναι αναγκαίο κακό: στη γη που κατοικούμε, την υποταγμένη στην ισχύ και στην αναγκαιότητα, δεν μας είναι πάντοτε δυνατό να αποφεύγουμε το κακό. Επιπλέον, παρατηρεί ότι αν η Γαλλία, που εκείνη την περίοδο ήταν υποταγμένη στον γερμανικό στρατό, απελευθερωνόταν από τους Αμερικανούς ή από τους Ρώσους, θα παρέμενε «σε μια κατάσταση υποτέλειας». Ο μόνος τρόπος για να αποτραπεί αυτό είναι «μια μεγάλη δράση που θα παρασύρει τη χώρα» και που θα εξαλείψει κάθε προηγούμενη δειλία «με μιαν αναγέννηση θάρρους και μαχητικής αδελφοσύνης». Στα «Τετράδια» σημειώνει: «Η μη βία είναι καλή μόνον αν είναι αποτελεσματική. Με αυτούς τους όρους τίθεται το ερώτημα που απευθύνει ο νέος στον Γκάντι. Η απάντηση θα έπρεπε να είναι: Χρησιμοποίησε τη δύναμη, εκτός εάν δεν είσαι σε θέση να την υπερασπιστείς με την ίδια πιθανότητα επιτυχίας χωρίς βία».

Προσθέτει ότι όλα αυτά «εξαρτώνται και από τον αντίπαλο». Και σχολιάζοντας την ινδουιστική Μπαγκαβάτ Γκίτα σημειώνει: «Ο Αρζούνα κάνει λάθος επειδή αφήνει να τον κυριέψει ο οίκτος αντί να σκεφτεί καθαρά το πρόβλημα: μπορώ να μην πολεμήσω;». Η τραγική συνειδητοποίηση της ιστορικής διάστασης δεν την εγκαταλείπει ποτέ. Ακόμα και αν η υπόθεση του νικητή ή εκείνη του ηττημένου είναι δίκαιη, γι’ αυτήν «το κακό που παράγεται από τη νίκη καθώς και από την ήττα δεν είναι λιγότερο αναπόφευκτο».

Το 1941, καθώς στοχάζεται για τον χρόνο –μιαν αναγκαιότητα που αλυσοδένει την ανθρώπινη ύπαρξη–, γράφει ότι αυτή η αναγκαιότητα αντανακλάται στην «ισχύ που προμηθεύει σε εκείνους που ξέρουν να καίνε τα χωράφια και να σκοτώνουν τους ανθρώπους, πράγματα γρήγορα, σε σύγκριση με εκείνους που ξέρουν να καλλιεργούν το σιτάρι και να ανατρέφουν τα παιδιά, πράγματα αργά». Κι ωστόσο, η τραγική συνειδητοποίηση δεν την εμποδίζει να πάρει μέρος σε εκείνο το αναγκαίο κακό που είναι ο πόλεμος εναντίον του Χίτλερ. Και ακόμα, σε ένα χωρίο που φαίνεται να εξαλείφει τον προηγούμενο αδιάλλακτο πεσιμισμό της: «Ενα κακό του οποίου την πραγματοποίηση δεν μπορώ να αποτρέψω, παρά μόνο πραγματοποιώντας ένα μεγαλύτερο κακό, δεν είμαι εγώ αυτή που το πραγματοποιεί, είναι η αναγκαιότητα». Οχι μόνο δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από το κακό, αλλά οφείλουμε να το επωμιστούμε με ταπεινότητα, γνωρίζοντας ότι εκείνη τη στιγμή χρειάζεται πάντως να δράσουμε.

Σε όλη τη σύντομη ζωή της η Σιμόν Βέιλ (1909-1943) αναζήτησε την αλήθεια για την ανθρώπινη κατάσταση, όχι μόνο με την καθημερινή άσκηση του στοχασμού, αλλά επιλέγοντας θαρραλέα να ζήσει με πάθος και στην πρώτη γραμμή τις συγκρούσεις και τις αντιφάσεις της, προσπαθώντας κάθε φορά να μοιράζεται τις οδύνες και τις κακοτυχίες των ταπεινών και των απόκληρων.

Το άρθρο του Ιταλού δημοσιογράφου και συγγραφέα Φίλιπο Λα Πόρτα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Il Riformista

Θανάσης Γιαλκέτσης