Macro

Για την αστυνόμευση της γλώσσας και το πώς μπορούμε να την υπερβούμε

Η Δημοκρατία της Μακεδονίας βρέθηκε σε περίεργους και επισφαλείς καιρούς: τα χρόνια της πολιτικής κρίσης που ξεκίνησαν ως εξέγερση των μαζών ενάντια στην αυταρχική διακυβέρνηση του κυβερνώντος συνασπισμού Γκρούεφσκι- Αχμέτι κατέληξαν σε κάτι το οποίο μια σειρά από διεθνή Μέσα αποκάλεσε απειλή για την ασφάλεια της χώρας και την ίδια την επιβίωσή της. Παραδόξως, η έξοδος από την κρίση ξεκίνησε με μια μεταρρυθμιστική ατζέντα για τη χάραξη εξωτερικής, και όχι εσωτερικής, πολιτικής.

Η πίεση που ασκήθηκε τον τελευταίο χρόνο ήταν κυρίως από το εσωτερικό: τα εθνοτικά αλβανικά κόμματα στη χώρα διεκδίκησαν την επίλυση ζητημάτων με τη Βουλγαρία και την Ελλάδα, αλλά και των δικών τους ζητημάτων ως κόμματα που εκπροσωπούν τη μεγαλύτερη μειονότητα στη χώρα – υπό την πατρωνία, όμως, του πρωθυπουργού της Αλβανίας. Επομένως, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό δεχτήκαμε έντονες πιέσεις να επιλύσουμε μια σειρά θεμάτων που αφορούν τη γλώσσα, την ιστορία, την Εκκλησία, την πολιτισμική κληρονομιά της εθνοτικής πλειοψηφίας αλλά και το πώς αυτή ονομάζεται. Η «Πλατφόρμα των Τιράννων», που γράφτηκε από τα εθνοτικά αλβανικά κόμματα της Δημοκρατίας της Μακεδονίας υπό την προεδρία του Έντι Ράμα, του πρωθυπουργού της Αλβανίας, μας ώθησε βεβιασμένα σε αυτές τις διαδικασίες που έχουν όλες έναν μοναδικό κοινό παρονομαστή: «το ζήτημα της μακεδονικής εθνικής ταυτότητας».

Το καυτό ζήτημα που όλοι αποφεύγουν να αγγίξουν είναι η ταυτότητα ενός έθνους που εξακολουθεί να προσπαθεί να διατηρήσει το δικαίωμα που απέκτησε στη Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας και το οποίο της είχε υποσχεθεί η Κομιντέρν πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν ο κομμουνισμός και η Γιουγκοσλαβία κατέρρευσαν, καθεμία από τις γειτονικές χώρες αυτού του κράτους δυσκολεύονταν να αναγνωρίσουν το δικαίωμα ύπαρξης ενός τέτοιου έθνους. Ας αγγίξουμε λοιπόν αυτό το καυτό ζήτημα και ας μην προσποιούμαστε ότι καταπιανόμαστε, για αμιγώς τεχνικούς λόγους, με θέματα διάκρισης, όπως ο χαρακτηρισμός μιας περιοχής, ενός κράτους, ενός έθνους. Ας καταπιαστούμε με αυτό το θέμα χωρίς να συμπεριφερόμαστε σαν θύματα, σε όποια πλευρά κι αν ανήκουμε, αλλά σαν ενεργοί και κυρίαρχοι δρώντες: με τι έχουν να κάνουν οι ελληνικοί φόβοι περί αλυτρωτισμού και πώς μπορούμε να τους κατευνάσουμε; Φυσικά δεν πιστεύουν ότι μπορούμε να κατακτήσουμε εδάφη της Ελλάδας, εμείς, ένα κράτος ευάλωτο και μέχρι πέρυσι υπό κατάρρευση. Είναι μήπως οι υποτιθέμενες βλέψεις για κομμάτια της Ιστορίας και της πολιτισμικής κληρονομιάς που προκαλούν αυτούς τους φόβους; Να είστε βέβαιοι πως οι Μακεδόνες δεν έχουν ταυτιστεί με τη Μακεδονική Αρχαιότητα και το αίτημα αναγνώρισης που διατυπώνουν εδώ και ενάμιση αιώνα είναι αίτημα αναγνώρισης ενός σλαβικού έθνους μεταξύ άλλων σλαβικών εθνών. Φυσικά, υπήρξε η μετά το 2008 αλλόκοτη καινοτομία της λεγόμενης «αρχαιοποίησης» που εισήγαγε η κυβέρνηση Γκρούεφσκι, για την οποία εξακολουθώ να αμφιβάλλω ότι θα μπορούσε να αλλάξει χιλιάδες χρόνια προφορικής ιστορίας ενός σλαβικού λαού και γλώσσας. Είναι μήπως ο φόβος ότι υπάρχουν άνθρωποι στην ελληνική Μακεδονία που προσδιορίζονται ως εθνοτικοί Μακεδόνες, είναι σλαβόφωνοι και οι οποίοι θα μπορούσαν να διεκδικήσουν προσάρτηση ή κάτι αντίστοιχο; Μια τέτοια ιδέα θα ήταν λίγο παρανοϊκή: είμαστε στον 21ο αιώνα και βρισκόμαστε στην Ευρώπη, αν και στο περιθώριό της.

Εντούτοις, αν αυτές είναι οι ανησυχίες της ελληνικής πλευράς, η μακεδονική οφείλει να δρομολογήσει μια συμφωνία όμοια με εκείνη που έγινε με τη Βουλγαρία, αντιμετωπίζοντας όλα αυτά τα ζητήματα, προσφέροντας διαβεβαιώσεις στην Ελλάδα και φυσικά εγκαταλείποντας κάθε αξίωση προς την ελληνική αρχαιότητα, ακόμα και αν αποκαλείται «Μακεδονική». Δεν γνωρίζουμε αν ο Αλέξανδρος ήταν Έλληνας όπως το κατανοούμε σήμερα [Greek], όμως γνωρίζουμε ότι έφερε την ταυτότητα του Έλληνα [Hellene] και συνιστά μια από τις πιο επιφανείς μορφές της ελληνικής και ευρωπαϊκής αρχαιότητας: η σύγχρονη Μακεδονία δεν έχει καμία κυριότητα επί της πολιτισμικής κληρονομιάς που συνδέεται με την αρχαία μακεδονική περίοδο και τον Μέγα Αλέξανδρο. Οι σύγχρονοι Μακεδόνες είναι Σλάβοι και αναζητούν αναγνώριση ως σλαβικό και βαλκανικό έθνος, νεότερο συγκριτικά με εκείνο των γειτόνων, όμως αρκετά παλαιό, ώστε να έχει κάμποσες γενιές που προσδιορίζονται εθνικά και εθνοτικά ως Μακεδόνες (κάτι που είναι πολύ διαφορετικό από τη γεωγραφική ταύτιση).

Το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό είναι αναφαίρετο, και εγώ προσδιορίζομαι ως Μακεδόνισσα. Όχι αρχαία Μακεδόνισσα, αλλά σύγχρονη, Σλάβα και Μακεδόνισσα. Γνωρίζω πως η ταυτότητά μας, η γλώσσα και η Ιστορία μας, είναι βαθιά συνδεδεμένη με τη βουλγαρική, αλλά μολαταύτα διακριτή και δεν έχω άλλη επιλογή από το να αναγνωρίσω τον εαυτό μου ως Μακεδόνισσα – με αυτήν την ταυτότητα γεννήθηκα. Οποιοσδήποτε άλλος προσδιορισμός, αν ενδίδαμε στο ελληνικό αίτημα για επανακαθορισμό της ταυτότητάς μας (διά της απαγόρευσης να χρησιμοποιούμε το επίθετο), θα είναι κάτι στο οποίο θα υποταχτώ, το οποίο θα εξαναγκαστώ να υπομείνω, θα το υπομείνω αλλά ποτέ δεν θα ταυτιστώ. Θα λέω «είμαι Κεντρο-βαλκάνια», όπου και όταν θα χρειαστεί να πω κάτι τέτοιο, αλλά δεν θα ταυτίζομαι με αυτό. Η καταπιεσμένη ταυτότητα θα δημιουργήσει μια υποβόσκουσα αίσθηση του ανήκειν και ίσως κινήματα. Μια τόσο βίαιη απώθηση της υπάρχουσας αντίληψης της εθνικής ταύτισης μπορεί να αποτελέσει την πηγή πραγματικού αλυτρωτισμού συνδεδεμένου με την ιστορία και την πολιτισμική κληρονομιά – ενώ τώρα αυτός ο αλυτρωτισμός είναι κυρίως φαντασιωσικός και εντάσσεται στην κατηγορία μιας υποθετικής περίπτωσης, αν όχι παράνοιας, και όχι της πραγματικής απειλής.

Εν ολίγοις, ας επιλύσουμε αυτά τα θέματα, ας μιλήσουμε για το καυτό ζήτημα που όλοι αποφεύγουν να αγγίξουν, ας συζητήσουμε για ό,τι δεν συζητιέται ποτέ λόγω του πολιτικά μη ορθού· ας συζητήσουμε για τις κοινές ανησυχίες περί ταυτότητας, για την Ιστορία και τον πολιτισμό, ας τα επιλύσουμε και ας εγγυηθούμε ο ένας στον άλλον την αποφυγή κάθε είδους απειλής και τότε το όνομα του κράτους θα καταστεί απλώς τεχνικό ζήτημα. Ας συμφωνήσουμε για τις έννοιες πίσω από τα ονόματα, εφόσον αυτό είναι που μας απασχολεί. Ας μην καταπιαστούμε με γλωσσολογικές τεχνικότητες σχεδόν κωμικής φύσης (όπως φερ’ ειπείν το «Makedonija», γραμμένο σε φωνητικό αλφάβητο, με απαγορευμένη μετάφραση σε άλλα κράτη και γλώσσες) και μάλιστα με έλλειψη της επίγνωσης ότι η γλώσσα δεν μπορεί να ελεγχθεί, να αστυνομευτεί και ότι ακολουθεί τους δικούς της εσωτερικούς νόμους. Ο Στάλιν ήταν θερμός υποστηριχτής της γλωσσολογίας, ρύθμισε προσωπικά τη γλώσσα και έγραψε γλωσσολογικές πραγματείες ή αναθεώρησε εκείνες της Όλγας Φράιντενμπεργκ. Ας αποφύγουμε τέτοιου είδους ολοκληρωτικές παρορμήσεις και ας αφήσουμε τη γλώσσα στον δικό της δρόμο. Η γλώσσα δεν πρέπει να ελεγχθεί. Ας μιλήσουμε και ας συμφιλιωθούμε με τις ιδέες που πυροδοτούνται από τα ονόματα και ας εγγυηθούμε ο ένας στον άλλον ότι θα τα επιλύσουμε ώστε να γίνουμε σύμμαχοι και όχι εχθροί.

Μετάφραση: Έλενα Ψυλλάκου

Η Κατερίνα Κολόζοβα είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας και Σπουδών Φύλου στα Σκόπια και συγγραφέας του βιβλίου The Cut of the Real: Subjectivity in Poststructuralist Philosophy (Νέα Υόρκη: Columbia University Press, 2014)