Macro

Δημήτρης Παπανικολόπουλος: Για την αμυντική ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ φοβάται την επικοινωνιακή υπεροπλία της ΝΔ. Λογικό. Όμως, υπάρχουν και καλά νέα: η επικοινωνιακή κυριαρχία αυτοκαταστρέφεται, η μονομέρεια και η μεροληψία της κουράζει, η μεγάλη έκθεση φέρνει φθορά. Τα social media, άλλωστε, δεν μπορούν να φιμωθούν και η προσπάθεια να φιμωθούν εκνευρίζει τους χρήστες τους και χαλυβδώνει τους πολιτικούς αντιπάλους. Οι δε κινητοποιήσεις αμφισβητούν το αφήγημα της κυβέρνησης, και γι’ αυτή την αμφισβήτηση μαθαίνουν όλοι/ες μέσω των συμμετεχόντων. Σε τελική ανάλυση, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να λέει ότι η ΝΔ φοβάται τον πλουραλισμό στην ενημέρωση που επικρατεί στα ανεπτυγμένα κράτη, γι’ αυτό ελέγχει τα ΜΜΕ λες και είμαστε στο πρώην ανατολικό μπλοκ.

Εκείνο που θα έπρεπε να απασχολεί εξίσου, όμως, τον ΣΥΡΙΖΑ είναι η δική του ρητορική, η οποία είναι αρκετά αμυντική, γιατί δεν θέλει να αποξενώσει ένα μετριοπαθές κεντροαριστερό ακροατήριο, θεωρώντας ελεγχόμενες τις απώλειες στα αριστερά του. Έχω μερικές δεύτερες σκέψεις για το αν είναι αποτελεσματική αυτή η επιλογή.

Όπως έγραφε ο διεθνώς αναγνωρισμένος μελετητής του κομματικού φαινομένου Peter Mair, σήμερα «στη σφαίρα της συμβατικής πολιτικής υπάρχει λιγότερο η αίσθηση διαρκούς αντιπολίτευσης και περισσότερο η ιδέα της προσωρινής απώλειας της εξουσίας» (Κυβερνώντας το κενό, Επίκεντρο, 2021, σ. 132). Αυτή την εντύπωση δίνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Μιλά για «κανονικότητα», ενώ χρειαζόμαστε αλλαγή. Όμως, όταν δεν μιλάς για αλλαγή, ενώ ειδικά οι νέες γενιές την αποζητούν, ο Μητσοτάκης φαντάζει σαν να ταράζει τα νερά. Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ φαντάζει δύναμη συντήρησης, ότι δεν θέλει την απελευθέρωση των συστημάτων, αφού όλο μιλάει για «προστασία». Κατηγορεί τη ΝΔ για «απόπειρα διχασμού», λες και είναι τίποτα τρομερό για τον κόσμο, ενώ δεν είναι. Ονομάζει «απόπειρα διχασμού» ή «πόλωσης» τη σύγκρουση που επιλέγει η Δεξιά και αναμφίβολα πυροβολεί τα πόδια του. Με το να μην αποδύεται σε ιδεολογικό αγώνα για να μην τον πουν ακραίο, αφήνει χώρο στις δεξιές ακρότητες. Και ακόμα χειρότερα: η ΝΔ επιτίθεται στον ΣΥΡΙΖΑ με χυδαίο τρόπο και ο τελευταίος, με την αμυντική του στάση, αφήνει την εντύπωση ότι η ΝΔ μπορεί και να έχει δίκιο. Ρωτάνε: «Τι θα γινόταν αν ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία;». Φυσικά και θα ήταν καλύτερα, θέλει και ρώτημα; Η μη επιθετική και κατηγορηματική απάντηση υπονομεύει όχι μόνο το μελλοντικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και την ίδια την τομή που συνιστούσε η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Σίγουρα δεν χρειάζεται εξαλλοσύνη, ούτε και βεντέτες τύπου Πολάκη, αλλά μην πάμε πίσω και από το «σκληρό ροκ» του Λαλιώτη, γιατί τότε θα ακούσουμε γρήγορα το «δεν αρέσουμε πρόεδρε» της Μελίνας.

 

Χαμένες «ευκαιρίες»

Θα ήθελα, όμως, να αναφερθώ και σε μερικά πιο συγκεκριμένα θέματα.

Εντύπωση μου έκανε που ο ΣΥΡΙΖΑ επέτρεψε στον Χατζηδάκη να επικαλεστεί τις ανάγκες της ελληνικής οικογένειας, για να δικαιολογήσει το εργασιακό του έκτρωμα, αντί να αδράξει την ευκαιρία να επιτεθεί στη Δεξιά που με τις πολιτικές της έχει τινάξει στον αέρα κάθε προοπτική για οικογένεια ή για οικογενειακό προγραμματισμό. Ήταν και μια ευκαιρία να συνδέσει το δημογραφικό πρόβλημα με τον νεοφιλελευθερισμό, τον ρατσισμό και τον αντιφεμινισμό της Δεξιάς.

Αλλά και με τη βάση του 10 στις πανελλαδικές εξετάσεις θα περίμενε κανείς πιο επιθετική στάση: που είναι το πρόβλημα στο να σπουδάζει ένα παιδί, αν γράψει 3; Δεν θα μπει δα και στην Ιατρική με αυτό τον βαθμό. «Θέλουν να το αποκλείσουν, για να βρουν πελατεία τα κολλέγια». Σωστό! Αλλά δεν ειπώθηκε ότι μπορεί ένα παιδί να σπουδάσει δωρεάν, αν υπάρχει κενή θέση σε κάποιο πανεπιστημιακό ίδρυμα.

Περισσότερο, όμως, με εκπλήσσει η παθητική στάση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στο νεοδημοκρατικό θράσος σχετικά με τις πολιτισμικές προκείμενες της πολιτικής σύγκρουσης. Η ΝΔ βαλκανιοποιεί τη χώρα, απεντάσσοντάς την από το σκληρό πυρήνα της Ευρώπης με τις διαρκείς παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα τριτοκοσμικά greek statistics του Μητσοτάκη, το τσιμέντωμα της Ακρόπολης και το ξεπάτωμα της Βενιζέλου, και ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμα να απαντήσει με το ύφος που αξίζει σε πολιτικούς που ξεφτιλίζουν την Ελλάδα στο εξωτερικό και μας κάνουν να μοιάζουμε με «μπανανία».

 

Μαχητική αντιπολίτευση χωρίς τοξικότητα

Για την κατηγορία δε περί λαϊκισμού, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει επιτέλους να αποφασίσει με ποια γραμμή είναι: Ή αυτός δεν είναι λαϊκιστικό κόμμα ή η ΝΔ είναι λαϊκιστική ή ο λαϊκισμός δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια κατηγορία αυτών που θέλουν να κρύψουν ότι σιχαίνονται τον λαό, τη δημοκρατία από και για τον λαό, και το Σύνταγμα που περιέχει διατυπώσεις όπως «η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων». Προσωπικά δεν πιστεύω στη γνωστική αξία του λαϊκισμού, μιας και δεν υπάρχουν σημαντικοί αγώνες που να μην γίνονται στο όνομα της νομιμοποιητικής αρχής της εποχής μας, που δεν είναι άλλη από τον λαό.

Τέλος, τα κεντρικά συνθήματα: «Δημοκρατία και δικαιοσύνη», «δίκαιη ανάπτυξη». Η ΝΔ θέλει να μας επιστρέψει στα μνημόνια από όπου βγήκαμε και η κοινωνική συμμαχία του ΣΥΡΙΖΑ επιθυμεί «να φύγουμε από τη στασιμότητα», «να ελευθερωθούμε από τα δεσμά που έχουν φυλακίσει τις νέες γενιές», «να συγκολλήσουμε τα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας», «να μη ζήσουμε σε μια νεοφιλελεύθερη κοινωνία άγχους και επισφάλειας», «να υπάρχουν ευκαιρίες για όλους/ες». Μήπως τα κεντρικά συνθήματα του ΣΥΡΙΖΑ είναι άνευρα και δεν χωρούν τις μεγάλες αγωνίες και τα παθιασμένα όνειρα ενός λαού που βαρέθηκε τα ίδια και τα ίδια;

Υ.Γ.: Η υπόθεση Πολάκη έχει φέρει στο φως την ανάγκη διαχωρισμού της μαχητικής αντιπολίτευσης από την τοξική. Η αποφυγή της τοξικότητας, όμως, δεν πρέπει να γίνεται εις βάρος της σκληρής κριτικής. Τη στιγμή, λοιπόν, που ο ΣΥΡΙΖΑ –σωστά– καταδικάζει την αντιεμβολιαστική ρητορική, θα έπρεπε να καθιστά υπεύθυνη και την κυβέρνηση για χιλιάδες από τους συνολικά 12.600 νεκρούς από COVID–19, δηλαδή για όσους πέθαναν επειδή ακυρώθηκε το προγραμματισμένο ραντεβού τους από τη στιγμή που το ΕΣΥ μετατράπηκε σε μονοθεματικό (σε 5.000 τους υπολογίζει η ΠΟΕΔΗΝ) και για τόσους και τόσες που πέθαναν εκτός ΜΕΘ.

 

Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.

Πηγή: Η Εποχή