Αν ήδη από το 2010 ο Σ.Ε.Β. ζητούσε να υπάρχει «ευελιξία» στην διευθέτηση του χρόνου εργασίας και «εξορθολογισμός» του κόστους των υπερωριών, στο στόχαστρο των βιομηχάνων, των μεγάλων επιχειρηματιών και των εργοδοτών ήταν πάντοτε το σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Μόνιμη επιδίωξή τους η επικράτηση της ατομικής σύμβασης εργασίας. Και μοχλός για την επίτευξη αυτών των στόχων η αποδυνάμωση των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων.
Πολιτικός εκφραστής των συμφερόντων αυτών η Νέα Δημοκρατία, με έναν από τους πρώτους νόμους που ψήφισε, όταν επανήλθε στη διακυβέρνηση της χώρας, τον ν. 4365/2019, εισάγοντας ένα πυκνό δείκτη εξαιρέσεων για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας (τις οποίες ο κ. Μητσοτάκης είχε χαρακτηρίσει «ιδεοληψία της Αριστεράς»), κατάργησε ουσιαστικά την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, περιόρισε την αρχή της επεκτασιμότητας και ακρωτηρίασε το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία. Αρχές και δικαιώματα που ανεστάλησαν με την επιβολή των μνημονίων και επανήλθαν από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ τον Αύγουστο του 2018.
Με το νομοσχέδιο Χατζηδάκη, που πρόκειται να έλθει σύντομα για ψήφιση στη Βουλή, γίνεται ένα ακόμη βήμα υπέρ της ατομικής σύμβασης εργασίας και σε βάρος των συλλογικών ρυθμίσεων.
Δεν είναι μόνο ότι με το προτεινόμενο νομοσχέδιο καταργείται το οκτάωρο, θεσμοθετείται η δεκάωρη απασχόληση, καθιερώνονται οι απλήρωτες υπερωρίες, καταργείται και για άλλες κατηγορίες εργαζομένων η αργία της Κυριακής, αυξάνεται το όριο των νόμιμων υπερωριών, καταργείται το δικαίωμα επαναπρόσληψης του εργαζόμενου σε περίπτωση που κριθεί δικαστικά άκυρη η απόλυσή του κ.λπ..
Η «διευθέτηση του χρόνου εργασίας», δηλαδή το να απασχολείται ένας εργαζόμενος μέχρι δέκα ώρες την ημέρα, χωρίς πρόσθετη αμοιβή, εφόσον μέσα στο ίδιο εξάμηνο οι ώρες υπερωριακής εργασίας «εξοφλούνται» με αντίστοιχη μείωση ωρών ή ρεπό ή ημέρες άδειας, μπορεί πλέον να γίνεται, όπως προβλέπει το νομοσχέδιο Χατζηδάκη, με ατομική συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου και όχι όπως ίσχυε μέχρι τώρα με επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση ή με συμφωνία του εργοδότη με το επιχειρησιακό σωματείο ή το συμβούλιο εργαζομένων ή (έστω) την ένωση προσώπων.
Εδώ πλέον πέφτει και ο φερετζές, για τον οποίο έκανε λόγο ο καθηγητής του Εργατικού Δικαίου Άρις Καζάκος, όταν έλεγε πως οι ρυθμίσεις της Ν.Δ. για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας είναι ο φερετζές της ατομικής σύμβασης.
Και «ατομική συμφωνία εργοδότη – εργαζόμενου» σημαίνει απλά επιβολή της βούλησης του ισχυρότερου μέρους, δηλαδή του εργοδότη, αφού ο εργοδότης είναι αυτός που έχει τη δύναμη να επιβάλει τη θέλησή του με ποικίλους τρόπους: με πειθώ, με υποσχέσεις, με πιέσεις, με απειλές, με εξαναγκασμό.
Διότι στη σχέση εργασίας εργοδότης και εργαζόμενος όχι μόνο έχουν διακριτές θέσεις και συγκρουόμενα συμφέροντα, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είναι ισότιμοι, όπως προπαγανδίζει η νεοφιλελεύθερη αντίληψη, που θεωρεί αχρείαστη κάθε ρύθμιση και κάθε συλλογική διαπραγμάτευση. Ισότιμο διαπραγματευτικό δικαίωμα μεταξύ εργοδότη και μεμονωμένου εργαζόμενου δεν υπάρχει και δεν υπήρξε ποτέ. Κι όποιος αρνείται αυτή την πραγματικότητα, υποκρίνεται συνειδητά και κυνικά.
Η μόνη δυνατότητα να διαπραγματευθούν οι εργαζόμενοι τους όρους αμοιβής και εργασίας τους στοιχειωδώς ισότιμα με τον εργοδότη τους είναι η συλλογική διαπραγμάτευση, η διαπραγμάτευση μέσω των συνδικαλιστικών τους οργανώσεων, και η χρησιμοποίηση των μέσων εκείνων, όπως η απεργία, που έχουν κατοχυρώσει και θεσμικά με σειρά πολύχρονων αγώνων και θυσιών.
Κι εδώ έρχεται το δεύτερο χτύπημα του νομοσχεδίου Χατζηδάκη. Για να περιορίσει τη δυνατότητα αυτή των εργαζομένων:
– δυσχεραίνει τη συλλογική διαπραγμάτευση, αφού θέτει ως προϋπόθεση την εγγραφή των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των εκπροσώπων τους σε Γενικό Μητρώο,
– υπονομεύει την ουσιαστική δημοκρατική λειτουργία των συνδικάτων, αφού θεσπίζει τη δυνατότητα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας στις Γενικές Συνελεύσεις, ιδίως για τη λήψη απόφασης απεργίας,
– περιορίζει και αποδυναμώνει το δικαίωμα της απεργίας, αφού προβλέπει ότι: α) στην προειδοποίηση για απεργία θα πρέπει να αναφέρονται τα αιτήματα και οι λόγοι που τα θεμελιώνουν, β) το προσωπικό ασφαλείας, σε περίπτωση απεργίας στο Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. και τα Ν.Π.Δ.Δ., θα πρέπει να είναι το 30-40% των εργαζομένων και γ) οι καταλήψεις χώρων και εισόδων και η άσκηση ψυχολογικής ή σωματικής βίας όχι μόνο απαγορεύονται, αλλά, αν λάβουν χώρα, καθιστούν την απεργία παράνομη.
Όλα αυτές οι ρυθμίσεις οδηγούν, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Σάββας Ρομπόλης στον «θεσμικό παροπλισμό και τη λειτουργική αποκαθήλωση των συνδικάτων από το βάθρο της κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας». Γιατί τα συνδικάτα, παρά τις αδυναμίες τους, παραμένουν βασικός πυλώνας της Δημοκρατίας και το κύριο στήριγμα του κόσμου της μισθωτής εργασίας.
Ανάμεσα λοιπόν στους άλλους λόγους, για τους οποίους το νομοσχέδιο Χατζηδάκη δεν πρέπει να περάσει, είναι και οι δύο παραπάνω: η υπεράσπιση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η υπεράσπιση των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Γι’ αυτό και ο αγώνας εναντίον του είναι «η μητέρα των μαχών».
Θέμης Αχτσιόγλου