Οι καταληκτικές σειρές παλαιότερου άρθρου μου στην «Εφ.Συν.» («Για το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς» – Τρίτη 28/11/2017) είχαν ως εξής: «…Κατά συνέπεια, η καταπολέμηση της διαφθοράς [από την Αριστερά] ισοδυναμεί με την ίδια την έμπρακτη εναντίωση στην καπιταλιστική και γενικότερα στην καθεστωτική ηθική – δεν πρόκειται ούτε για απλή πάταξη της παρανομίας, αλλά ούτε και για καταγγελία ή τιμωρία κάποιας “ανηθικότητας”».
Ξαναδιαβάζοντας εκείνο το κείμενο ύστερα από δυόμισι μήνες, σκέφτομαι πως είναι από τις περιπτώσεις όπου ο ρεαλισμός που διέκρινε την κατά βάση μαρξιστική μου προσέγγιση, εν προκειμένω, αποδεικνύεται στην πράξη… αντιρεαλιστικός. Τουλάχιστον σε ένα επίπεδο της «πράξης»: εκείνο της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβερνητικής πρακτικής.
Στο σκάνδαλο Novartis, δεν μπορεί η κυβέρνηση να εισέλθει στη διαμάχη με την αξιωματική αντιπολίτευση και τις όποιες άλλες αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις με σημαία τη δική της ηθική και αντιδιαστέλλοντάς την στην ηθική του οικονομικοπολιτικού κατεστημένου. Ισως είναι από τις περιπτώσεις εκείνες όπου καταδεικνύεται η αλήθεια της σοφής άποψης του Λουί Αλτουσέρ, σύμφωνα με την οποία η ιδεολογία διακρίνεται από την (μαρξιστική, εν προκειμένω) επιστήμη κατά το ότι η δεύτερη είναι πιο σημαντική στη θεωρία, ενώ η πρώτη υπερισχύει στην πρακτική.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μπορεί, σύμφωνα με τη (ρεαλιστικότατη) μαρξιστική επιστημονική θεωρία να ισχύει ότι η διαφθορά είναι εγγενής στο σύστημα αλλά και στην ίδια την ηθική του καπιταλισμού και του πελατειακού κράτους, στην ιδεολογική πρακτική όμως οι κανόνες του παιχνιδιού ορίζουν ότι κάθε θεσμική εναντίωση στη διαφθορά δεν μπορεί παρά να γίνεται με τη σταθερή και αμετάκλητη επίκληση της δημοκρατικής νομιμότητας που είναι κοινή για όλους.
Τούτο όμως διόλου δεν σημαίνει πως η Αριστερά αναγκάζεται να υποκρίνεται, αποδεχόμενη και επικαλούμενη κάτι που δεν το πιστεύει -ήτοι τη νομιμότητα των «αστικών» δημοκρατικών θεσμών. Η δημοκρατία είναι τόσο «αστική» όσο και οι ταξικές διαμάχες. Το αστικό σύστημα, ο καπιταλισμός και οι σύμμαχές του δυνάμεις έχουν όντως το πάνω χέρι, εφόσον (εξ ορισμού) είναι κυρίαρχες, επ’ ουδενί όμως ασκούν ολοκληρωτικό έλεγχο.
Η αφοσίωση της Αριστεράς στους δημοκρατικούς θεσμούς και η αξιοποίηση των κανόνων του κράτους δικαίου δεν συνίστανται στην παθητική ή έστω ευκαιριακή αποδοχή της «αστικής φιλελεύθερης ιδεολογίας», αλλά στην έμπρακτη αναγνώριση του κοινοβουλευτισμού ως προνομιακού πεδίου (αν και όχι βέβαια αποκλειστικού) διεξαγωγής της ταξικής και ευρύτερης κοινωνικής διαπάλης, καθώς και στη διαμόρφωση μιας ανάλογης πολιτικής στρατηγικής.
Η πόλωση στην ελληνική πολιτική σκηνή υπάρχει ούτως ή άλλως. Δεν είναι παρά η αναμενόμενη συνέπεια της βαθύτατης κοινωνικής και ταξικής πόλωσης που προέκυψε από την οικονομική κρίση και τα μνημόνια. Δεν την προκάλεσε η Αριστερά ή ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως εξακολουθούν να διατείνονται ορισμένοι. Από την άλλη, αδιαμφισβήτητο είναι το γεγονός ότι η αρχική εκτίναξη της δημοτικότητας του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται κατά μέγα μέρος στην εν λόγω ταξική και κατ’ επέκταση κοινωνικοπολιτική πόλωση.
Είναι αλήθεια πως με το σκάνδαλο Novartis ενδέχεται η πόλωση να οξυνθεί κατά τρόπο που περικλείει κινδύνους και για την Αριστερά. Οπως ορθά έχει επισημανθεί, η ιδιαιτερότητα της υπόθεσης Novartis σε σχέση με άλλες πρόσφατες συναφείς υποθέσεις, πέρα από το μέγεθος και τον διεθνή της χαρακτήρα, έγκειται στο ότι διαφαίνεται εμπλοκή προσώπων που ακόμη συμμετέχουν ως ενεργά στελέχη σε κομματικούς σχηματισμούς.
Με άλλα λόγια, δεν πρόκειται για -ούτως ή άλλως- «καμένα χαρτιά» του παλαιού δικομματικού συστήματος, κάθε άλλο θα λέγαμε. Και επειδή το καθεστώς δεν είναι μόνο σχέσεις και μηχανισμοί, είναι και πρόσωπα, η απειλή για αυτό ίσως πρώτη φορά καταστεί τόσο άμεση.
Ο ντε Γκολ έλεγε: Δεν πειράζει που η (γαλλική) διανόηση είναι Αριστερή, αρκεί που η αστυνομία παραμένει Δεξιά. Παραφράζοντας, για το σύγχρονο ελληνικό πολιτικοοικονομικό καθεστώς, δεν πειράζει (και τόσο) που η κυβερνητική πλειοψηφία είναι Αριστερή, αρκεί που όλος ο υπόλοιπος κρατικός μηχανισμός παραμένει καθεστωτικός. Δεδομένης αυτής της κατάστασης, εύκολα μπορούμε να σκεφτούμε τα εμπόδια αλλά και τους κινδύνους για την Αριστερά, αν το καθεστώς αισθανθεί υπερβολικά άμεση απειλή.
Ο μόνος σύμμαχος της Αριστεράς στις δύσκολες καταστάσεις είναι ο αυτονόητος: οι λαϊκές τάξεις, τις οποίες φιλοδοξεί να εκφράζει. Ισως θα άξιζε τον κόπο, λοιπόν, να απευθυνθεί προς αυτές, όχι εστιάζοντας σε ένοχα πρόσωπα, αλλά εξηγώντας πως όντως η διαφθορά είναι αναπόσπαστο μέρος του συστήματος που προσπαθεί να ελέγξει και προοπτικά να ανατρέψει. Είπαμε, στη σφαίρα της πρακτικής προέχει η ιδεολογία -αλλά ας μην ξεχνάμε και τη θεωρία.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι Καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών