Ο συγγραφέας, ευθύς εξ αρχής, δεν προσπαθεί να μας πείσει για την αληθοφάνεια των ιστοριών του καθώς δεν μπαίνει στη διαδικασία να μας τις επεξηγήσει, απλώς μέσα από τους αναξιόπιστους αφηγητές του μας εισάγει στον σουρεαλιστικό τους κόσμο, ο οποίος θυμίζει δυστοπικό θεματικό πάρκο.
Η συλλογή με τα εννέα διηγήματα του σπουδαίου Αμερικανού διηγηματογράφου Τζορτζ Σόντερς εξερευνά μικρές και μεγάλες ψευδαισθήσεις και άλλες παρηγορητικές απάτες που κυβερνούν -ενίοτε εν αγνοία τους- τη ζωή των χαρακτήρων, με αποτέλεσμα να ζουν μέσα στην πλάνη.
Ο συγγραφέας, ευθύς εξ αρχής, δεν προσπαθεί να μας πείσει για την αληθοφάνεια των ιστοριών του καθώς δεν μπαίνει στη διαδικασία να μας τις επεξηγήσει, απλώς μέσα από τους αναξιόπιστους αφηγητές του μάς εισάγει στον σουρεαλιστικό τους κόσμο, ο οποίος θυμίζει δυστοπικό θεματικό πάρκο.
Στην ομότιτλη «Μέρα απελευθέρωσης» ο αφηγητής είναι καρφωμένος σε έναν απροσδιόριστο «Τοίχο» περιμένοντας να παραχωρήσει τη φωνή του, μαζί με άλλους τρεις, σε ένα κονσέρτο που διευθύνει ο ιδιοκτήτης του και συμπάσχουμε με τη βασανιστική αναμονή και την παράλυση που αυτή η αλλόκοτη χορωδία συμβολίζει. Το τρίο των «Ομιλητών» κρατούνται αιχμάλωτοι από μια μυστήρια οικογένεια, τους Α., οι οποίοι έχουν σβήσει τις αναμνήσεις τους και τα σώματά τους βρίσκονται σε μόνιμη σωματική καθήλωση στον «Τοίχο του Ομιλείν».
Ενας μηχανισμός με το όνομα «Παλμός» τους τρέφει και τους παρακινεί σε αυτοσχέδιους μονολόγους. Οι αιχμάλωτοι είναι σαν μαριονέτες που διευθύνονται από τον κύριο Α. και αναπαριστούν επεισόδια από κορυφαίες ιστορικές στιγμές προκειμένου να ψυχαγωγηθούν οι πλούσιοι φίλοι της οικογένειας. Παρομοίως, στο διήγημα «Ελιοτ Σπένσερ» έχει αφαιρεθεί η μνήμη από έναν άστεγο ηλικιωμένο που επαναλαμβάνει προπαγανδιστικά συνθήματα. Η εταιρεία που τον έχει επαναπρογραμματίσει τον ρίχνει μέσα σε διαδηλώσεις προκειμένου να παρασύρει τα πλήθη σε βιαιοπραγίες: «Κυκλοφορούν φήμες ότι κάποιοι έχουν υποστεί πλύση εγκεφάλου ή έχουν γίνει κάτι σαν ζόμπι… άτομα που έχουν εκκενωθεί διανοητικά και μετά αναπρογραμματίστηκαν -ανθρώπινα ρομπότ, ας πούμε, που μεταφέρονται μαζικά, ακόμα και με λεωφορεία, για λόγους προπαγάνδας».
Ο Σόντερς επινοεί αυτές τις εικονικές φυλακές προκειμένου να υπενθυμίσει στον αναγνώστη τις διάφορες άλλες φυλακές -οικονομικές, ψυχολογικές και πνευματικές- που χτίζουμε για να φυλακιστούμε με πρώτη και τελευταία τη φυλακή του εαυτού μας. Στο «Ημέρα της Μητέρας» υπάρχει ένας χαρακτήρας, η Αλμα, που ξεψυχάει μπροστά στα μάτια μας, μια από τις πιο δυνατές σκηνές της συλλογής, ψιθυρίζοντας στον εαυτό της ότι επιτέλους θα απαλλαγεί από το να είναι αυτή που ήταν: «Πεθαίνοντας της ήρθε η ιδέα: Το πρόβλημα θα λυνόταν όταν έπαυε να είναι η Αλμα».
Οι χαρακτήρες του Σόντερς είναι φιλήσυχοι και ανύποπτοι, στην αρχή τουλάχιστον, ακόμα και αυτοί που είναι καρφωμένοι στον τοίχο με τη μνήμη τους σβησμένη, νιώθουν περήφανοι για την προσφορά τους και πρόθυμοι να επιδείξουν καλοσύνη καθώς θεωρούν ότι έτσι βελτιώνονται.
Σε όλα τα έργα του ενυπάρχει η πολιτική διάσταση και μια νοσταλγία για την αισιοδοξία των ανύποπτων Αμερικανών, μια νοσταλγία για έναν καπιταλισμό παλαιάς κοπής, όπου οι πλούσιοι είχαν στην ατζέντα τους τη φροντίδα και στοργή για τους οικονομικά ασθενέστερους. Στο «Γράμμα αγάπης», μια από τις δυνατότερες ιστορίες της συλλογής, παρουσιάζει τη μεταβολή της κοινωνίας σε αυταρχική, μέσα από τα μάτια ενός παππού στη βεράντα του στα προάστια, ο οποίος γράφει ένα γράμμα στον εγγονό του και ενώ προχωράει ήπια καταλήγει να γίνεται εμμέσως καταγγελτικός:
«…Ζούμε σε παράξενους καιρούς… επειδή ο όλεθρος προερχόταν από έναν τόσο άσχετο τύπο, που έμοιαζε (εκείνο τον καιρό) απλώς κωμικά βάναυσος, που έμοιαζε να ξέρει τόσο λίγα σχετικά μ’ αυτό που διαταράσσει, και επειδή η ζωή συνεχιζόταν, και επειδή κάθε μέρα αυτός/ αυτοί μπούκαρε/ μπούκαραν από μια νέα πύλη ευπρέπειας, σύντομα διαπιστώσαμε ότι δεν μας ήταν πλέον διαθέσιμη καμία γνήσια οργή… Ας σκεφτούμε τι πρέπει να κάνουμε».
Σ’ αυτές τις κολασμένες εποχές που οι χαρακτήρες έμελλε να ζήσουν, η πτώση δεν έχει τέλος, μοιάζει μάλλον αδύνατον να βρεθεί τρόπος να προχωρήσουν, ωστόσο με κάποιο τρόπο τα καταφέρνουν. Μοιάζει σαν οι χαρακτήρες να επινοούν τη ζωή τους καθώς προχωρούν, πολλοί μιλούν με τον εαυτό τους, ο τόνος της φωνής τους προσομοιάζει με εσωτερικό παραλήρημα, σαν επαναλαμβανόμενος εσωτερικός μονόλογος από τον οποίο είναι δύσκολο να απαλλαγούν. Η αίσθηση του εγκλεισμού κυριαρχεί ενώ επιβραδύνεται η αποκάλυψη στον αναγνώστη των καταστάσεων από τις οποίες πρέπει να δραπετεύσουν. Στην πορεία υπάρχουν εκρήξεις χαράς, ανατροπές, εκπλήξεις και έρωτας. Οι ιστορίες διαθέτουν πλοκή. Μεγάλο μέρος της αναγνωστικής απόλαυσης είναι να παρακολουθούμε τον Σόντερς να εισέρχεται σε μια εξωφρενική συνθήκη και να τη διαχειρίζεται με κλασικά αφηγηματικά τεχνάσματα. Στο τέλος κάθε ιστορίας οι χαρακτήρες αντιλαμβάνονται το τι ακριβώς συμβαίνει και αυτή η συνειδητοποίηση σηματοδοτεί και την πιθανότητα μιας έστω και ανεπαίσθητης αλλαγής, περιγράφοντας μεν την απελπισία, χωρίς όμως να παραδίδεται αμαχητί σε αυτήν.
Η γλώσσα των χαρακτήρων δεν είναι ομοιογενής, σλόγκαν, ακρωνύμια, μάρκες, λεζάντες, στίχοι, σκέψεις, διαφημίσεις, ιδιωματισμοί παρεμβάλλονται στον λόγο τους και υποψιαζόμαστε τον μόχθο του μεταφραστή να μεταφερθούν στη γλώσσα μας οι άγριες αυτές ιστορίες που σπανίως παρέχουν στον αναγνώστη κάποια κάθαρση, αλλά διαβάζονται και ως προειδοποίηση για το τέλος του καπιταλισμού, ενώ μια εφιαλτική ερώτηση παραμονεύει: Τι θα συμβεί μετά την κατάρρευση, ύστερα από μια, ας πούμε, επανεκλογή του Τραμπ.
Αργυρώ Μαντόγλου
Επιμέλεια:Μισέλ Φάις