Ήταν μια βδομάδα πολιτικής κορύφωσης, με την πρόταση δυσπιστίας να εξελίσσεται στη βουλή, ενώ η εξεταστική επιτροπή έχει κλείσει χωρίς να αποδώσει πολιτικές ευθύνες. Ποιος ήταν ο σκοπός μιας τέτοιας διαδικασίας; Εν τέλει, επετεύχθη;
Η Νέα Αριστερά από τις 6 Μαρτίου είχε καλέσει τις κοινοβουλευτικές ομάδες του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ και της Πλεύσης Ελευθερίας για μια από κοινού πρόταση δυσπιστίας, κατά την ψήφιση του αντισυνταγματικού νόμου για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, που τότε απορρίφθηκε για μικροκομματικούς λόγους. Επομένως, η στήριξη της πρότασης δυσπιστίας ήταν μία συνεπής πολιτική πράξη. Φέραμε τη φωνή της κοινωνίας μέσα στη βουλή και εκφράσαμε το κοινό περί δικαίου αίσθημα για το ζήτημα των Τεμπών, αλλά και γενικότερα για τη διολίσθηση του κράτους δικαίου και τη φαλκίδευση της δημοκρατίας. Η Νέα Δημοκρατία εκτέθηκε πολλαπλώς μέσα από αυτή την κοινοβουλευτική διαδικασία. Οι ομιλίες του κ. Καραμανλή, του κ. Φλωρίδη αλλά και του Κ. Μητσοτάκη ανέδειξαν με τρόπο πρόδηλο την υποκρισία και την συγκάλυψη της κυβέρνησης. Οι παραιτήσεις των δυο πιο στενών συνεργατών του πρωθυπουργού αποδεικνύουν ότι όχι μόνο η κυβέρνηση δεν συσπειρώθηκε, αλλά απώλεσε δυνάμεις. Προφανώς ο θεσμικός και ο κοινοβουλευτικός δρόμος δεν αρκούν, αλλά οφείλουμε να επενδύουμε στην κοινωνική παρέμβαση και στην ενίσχυση των κοινωνικών πρωτοβουλιών και των κινημάτων, για να διαμορφωθεί μια ευρεία κοινωνική πλειοψηφία, η οποία θα ασκήσει πίεση στην κυβέρνηση και θα απαιτήσει την παραίτησή της.
Ένα από τα βασικά επιχειρήματα της Νέας Δημοκρατίας ήταν ότι η πρόταση δυσπιστίας και συνολικά η ανάδειξη της πολύνεκρης σύγκρουσης στα Τέμπη αποτελούν προεκλογική στρατηγική, καθώς η ΝΔ έχει απαντήσει ήδη σε όλα. Πώς απαντάτε σε αυτό;
Η κυβέρνηση παίζει ένα θέατρο σκιών. Στην πραγματικότητα δεν έχει δώσει καμία απάντηση σε αυτά τα κρίσιμα ζητήματα. Αντί να ρίξει άπλετο φως, όπως υποσχέθηκε, έχει ρίξει ένα πέπλο αδιαφάνειας και συγκάλυψης πάνω σε κρίσιμα ζητήματα, για τα οποία η κοινωνία απαιτεί απαντήσεις. Σε καμία περίπτωση δεν είναι προεκλογική τακτική της αντιπολίτευσης, αλλά μία πολιτική κίνηση, στην οποία η Νέα Αριστερά πρωταγωνίστησε, για να υπάρξει επιτέλους μια διαμεσολάβηση της κοινής γνώμης στο κοινοβούλιο. Στην πραγματικότητα, το πλήθος κόσμου που έχει κινητοποιηθεί με πολλαπλούς τρόπους απαιτεί την απόδοση δικαιοσύνης και για να γίνει αυτό πρέπει να φτάσει το μαχαίρι στο κόκαλο. Η υπόθεση των Τεμπών είναι μία ανοιχτή πληγή για την κοινωνία και η συστηματική συγκάλυψη παροξύνει την κοινωνική οργή. Στη Βουλή αποδείχτηκε ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να δώσει απαντήσεις.
Ένα ακόμα επιχείρημα της κυβέρνησης είναι γιατί δεν καλεί η αντιπολίτευση στη σύσταση προανακριτικής επιτροπής, η οποία είναι και η μόνη που μπορεί να αποδώσει ποινικές ευθύνες. Είναι έτσι;
Η κυβέρνηση προσπαθεί «να ρίξει τον μουντζούρη» στην αντιπολίτευση. Για να συσταθεί προανακριτική απαιτείται απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή, επομένως η κυβέρνηση έχει και το πεπόνι και το μαχαίρι, και έτσι ουσιαστικά μπορεί να κάψει οποιαδήποτε πρόταση. Για να τελεσφορήσει μία πρόταση για προανακριτική, η κυβέρνηση πρέπει να δεσμευτεί ότι θα την στηρίξει, κάτι πολύ δύσκολο. Επομένως είναι απαραίτητη η κοινωνική πίεση και η κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα που θα αναγκάσει την κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τις ευθύνες της.
Κοινωνική δυσαρέσκεια καταγράφεται όλο και πιο έντονα στις δημοσκοπήσεις, αλλά ακόμα δεν έχουμε δει να υπάρχει κοινωνική αντίδραση. Ποιος ο ρόλος της Νέας Αριστεράς για να φτάσουμε εκεί;
Η Νέα Αριστερά φιλοδοξεί να είναι μια απάντηση σε αυτό το παράδοξο που βιώνουμε από τη μία να κορυφώνεται η κοινωνική αγανάκτηση και από την άλλη να υπάρχει ένα έλλειμμα πολιτικής αντιπροσώπευσής της. Σημαντικό μερίδιο ευθύνης για αυτή την κρίση αντιπροσώπευσης έχουν κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, με την ποιότητα της αντιπολίτευσης που ασκούν. Ουσιαστικά έχουν αποδεχτεί την απαξίωση της πολιτικής και της αντιπολίτευσης και λειτουργούν ως ενισχυτικό στη λογική των χαμηλών προσδοκιών της κοινωνίας απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Εδώ οι ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ μεγάλες, για τον τρόπο που λειτούργησε στην κυβέρνηση του 2015-2019 αλλά και από τη θέση της αντιπολίτευσης. Η Νέα Αριστερά πρέπει να βρει τρόπους να μπορέσει να γειωθεί κοινωνικά, να απαντήσει στα προβλήματα της κοινωνίας και να εμπνεύσει ανθρώπους, οι οποίοι αποστρέφονται πλέον την πολιτική, να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Αυτό είναι το μεγάλο στρατηγικό διακύβευμα για τη Νέα Αριστερά, να μπορέσει να συγκροτήσει τη δική της ταυτότητα, κρατώντας και τις εμπειρίες του παρελθόντος, αλλά και αποτιμώντας κριτικά όσα μας οδήγησαν να ζούμε σήμερα την παράδοξη προεδρεία Κασσελάκη.
Ο Στ. Κασσελάκης παρότι αμφισβητήθηκε από μεγάλη μερίδα στελεχών, ακόμα και μετά τη διάσπαση, όπως είδαμε στο πρόσφατο συνέδριο, φαίνεται ότι έχει καταφέρει να ισορροπήσει την πτωτική πορεία και να κερδίζει την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ την ίδια στιγμή υποχρεώνει τον ΣΥΡΙΖΑ σε μεγάλη ιδεολογική στροφή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια -αρκετά πριν από τον Κασσελάκη- είχε αλλάξει φυσιογνωμία σε σχέση με τον τρόπο συγκρότησής του και τον τρόπο σχέσης του με ηγεσία του. Είχε διαμορφώσει μια κουλτούρα η οποία απέχει παρασάγγας από τις παραδόσεις και κοινωνικές αναφορές των κομμάτων της Αριστεράς, με χαρακτηριστικά προσωπολατρίας και πλήρους ακύρωσης της συλλογικότητας. Τα κόμματα οφείλουν να λειτουργούν διαπαιδαγωγικά προς τα μέλη τους, με τον τρόπο που εκφράζονται δημόσια, αναπτύσσουν μια εσωτερική κουλτούρα και κάνουν εσωκομματικές διαδικασίες. Δεν είναι μόνο η κυβερνητική του εμπειρία που μας έφτασε σε αυτό το σημείο διάβρωσης του ΣΥΡΙΖΑ ως αριστερού κόμματος, αλλά πολύ περισσότερο ο τρόπος που λειτούργησε ως κόμμα. Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να μην καταρρέει οφείλεται στο ότι υπάρχει κόσμος, ο οποίος θεωρεί με έναν επιφανειακό τρόπο ότι τα αντιπολιτικά χαρακτηριστικά του Στ. Κασσελάκη μπορούν να είναι η απάντηση στην παντοκρατορία του Κυρ. Μητσοτάκη. Αυτός ο ΣΥΡΙΖΑ απευθύνεται σε έναν κόσμο ο οποίος δεν επιζητά πολιτικές λύσεις σε πολιτικά προβλήματα, αλλά ανθρώπους που έχουν τα χαρακτηριστικά κοινωνικών influencer για να υποκαταστήσουν τους πολιτικούς. Αυτό είναι ένα εξαιρετικά επικίνδυνο φαινόμενο, το οποίο επιδεινώνει την αντιπολιτική στάση και δημιουργεί και ζητήματα δημοκρατίας μέσα στην κοινωνία και το πολιτικό σύστημα. Το φαινόμενο Κασσελάκη πρέπει να μελετήσουμε σοβαρά και να μην μείνουμε στο επίπεδο της φαιδρότητας της δημόσιας παρουσίας του, αλλά να δούμε γιατί δημιουργεί συνδέσεις με κοινωνικά ακροατήρια ικανά να του δίνουν τη συγκράτηση των ποσοστών του. Κατά τη γνώμη μου, η μάχη με τον Στ. Κασσελάκη πρέπει να είναι πολιτική, αλλά δεν πρέπει να μείνει μόνο στο ζήτημα των πολιτικών θέσεων και προγραμμάτων, αλλά να δοθεί και η μάχη στο επίπεδο της κουλτούρας, του ήθους, του ύφους, της ρητορικής της πολιτικής. Επειδή, λοιπόν, υπάρχει μια ρευστοποίηση των πολιτικών ταυτοτήτων, αυτό είναι ταυτόχρονα και κίνδυνος αλλά και ευκαιρία για την Νέα Αριστερά να μπορέσει να πείσει με το πρόταγμά της τους ανθρώπους και να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε μια συλλογικότητα με τα χαρακτηριστικά που εμείς επιθυμούμε. Είναι ένα διακύβευμα.
Επομένως, τι το νέο μπορεί να φέρει η Νέα Αριστερά ως κόμμα αλλά και ως συλλογικότητα;
Είναι μεγάλο στοίχημα το αν και πώς θα μπορέσουν τα πολιτικά υποκείμενα να επανεφεύρουν τους εαυτούς τους και να επανανοηματοδοτήσουμε την αριστερά, μετά από την ιστορική τομή του 2012, από τότε δηλαδή που η Αριστερά άρχισε να απευθύνεται στα μεγάλα ακροατήρια. Είναι μια δύσκολη διαδικασία, που δεν γίνεται από τη μία μέρα στην άλλη, και σίγουρα όχι μέχρι τις ευρωεκλογές. Πιστεύω ακράδαντα ότι η Νέα Αριστερά δεν είναι ένα μεταβατικό σχήμα, αλλά ένα σχήμα που ήρθε για να μείνει και να διαμορφώσει τη δική του ταυτότητα και να προσπαθήσει να επηρεάσει την κοινωνία. Προφανώς το ρεπερτόριο δράσης ενός σύγχρονου αριστερού κόμματος θα πρέπει να εμπλουτιστεί, να δούμε δηλαδή πώς κάνουμε παρεμβάσεις ουσιαστικές που απαντούν στα ζητήματα της κοινωνίας, χωρίς να έχουν την αυτοαναφορικότητα που έχουμε μάθει κρατώντας με τρόπο προστατευτικό τα ιερά κειμήλια. Ακόμα οφείλει να ανοιχτεί σε θέματα που πίεσαν τον ΣΥΡΙΖΑ από το 2015 και έπειτα και ήρθαν σε κόντρα με την ταυτότητά του. Θεωρώ την αυτοκριτική και τον αναστοχασμό μια πολύ χρήσιμη και απελευθερωτική πολιτική διαδικασία. Και πρέπει να το ενσωματώσουμε στην κουλτούρα μας, καθώς δεν μαρτυρούν πολιτική αδυναμία, αλλά είναι αντιθέτως το λίπασμα για να μπορέσει ένα πολιτικό εγχείρημα σαν τη Νέα Αριστερά να ανθοφορήσει και να είναι χρήσιμο στην κοινωνία. Δεν έχω αυταπάτες, δεν είναι μια εύκολη διαδικασία, αλλά έτσι προχωρά η πολιτική.
Πάμε για ευρωεκλογές. Πώς προετοιμάζεται η Νέα Αριστερά, από πλευράς πολιτικών θέσεων και συμμαχιών;
Είμαι πολύ αισιόδοξος για την έκβαση του εκλογικού αποτελέσματος. Ετοιμάζουμε τις θέσεις, τις αιχμές μας και το ψηφοδέλτιό μας για αυτή την κρίσιμη μάχη. Έχουν αυταξία οι εκλογές για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, γιατί ξέρουμε ότι σε αυτό λαμβάνονται πολύ σημαντικές αποφάσεις και ταυτόχρονα, είναι πολύ σημαντικές για την πολιτική συγκυρία στην Ελλάδα, να στείλουμε ένα μήνυμα στην κυβέρνηση Μητσοτάκη ότι η πολιτική της δεν είναι πια αποδεκτή. Ένα ακόμα κρίσιμο διακύβευμα είναι η μάχη απέναντι στην ακροδεξιά, σε όλη την Ευρώπη, που βρίσκει σαν την Λερναία Ύδρα χώρους να αναδύεται και να δηλητηριάζει την κοινωνία. Και για την Νέα Αριστερά είναι ιδιαίτερα σημαντικές οι εκλογές αυτές, καθώς θα είναι η πρώτη της εκλογική καταγραφή. Είναι μια μάχη η οποία έχει ζωτικό χαρακτήρα για την Νέα Αριστερά και είναι σημαντικό να δοθεί σε όλη την επικράτεια, ώστε να απαντάμε στα προβλήματα των πολιτών, να ενδυναμώνουμε τους πολίτες και να είμαστε πολιτικά χρήσιμοι. Να είμαστε μια δύναμη που δεν μπαίνει στις λογικές του μέσου όρου. Να έχουμε καθαρότητα στις θέσεις μας, να μην φοβόμαστε τα πολιτικά κόστη, να έχουμε εμπιστοσύνη και αυτοπεποίθηση στα επιχειρήματά μας. Αυτό θέλουμε να εκφράσουμε μέσα από το ψηφοδέλτιο, που θα έχει κατατεθεί ως τις 19 Απριλίου.
Η κυβέρνηση με πολύ συστηματικό και μεθοδευμένο τρόπο μας εμπλέκει στον πόλεμο. Δεν γίνεται, δυστυχώς, σημείο αντιπαράθεσης, όπως θα έπρεπε. Θα είναι ένα από τα κεντρικά σημεία της πολιτικής της;
Θα είναι. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη λειτουργεί ως το πιο άγριο γεράκι του πολέμου, σε επίπεδο ΕΕ. Αυτό είναι και το όραμά του για την Ευρώπη. Το βλέπουμε στη στάση του κ. Μητσοτάκη στην Ουκρανία, αλλά και στο πώς προωθεί την αμοιβαιοποίηση του χρέους από τις χώρες της ΕΕ, για τους αμυντικούς εξοπλισμούς. Αυτό είναι εξοργιστικό να ακούγεται από έναν πρωθυπουργό μιας χώρας που τη δεκαετία της κρίσης το ζήτημα της αμοιβαιοποίησης του χρέους θεωρείτο ταμπού όταν αναφερόταν στην κοινωνική προστασία, την ανάπτυξη και την απασχόληση. Η στάση της ελληνικής κυβέρνησης όσον αφορά την Ουκρανία αλλά και τη σφαγή στη Γάζα από τον ισραηλινό στρατό είναι απαράδεκτη και οφείλει η Νέα Αριστερά, ως συνεπής πολιτική δύναμη, να πρωταγωνιστήσει στην ανάδειξη της στάσης αυτής ως επικίνδυνης για την διεθνή ειρήνη αλλά και τις διεθνείς σχέσεις της χώρας μας.
Ένα ακόμα ζήτημα που δεν αναδεικνύει η αντιπολίτευση είναι η αποτίμηση της οικονομικής πολιτικής, η οποία έχει συνδεθεί άμεσα με την πολιτική σταθερότητα της κυβέρνησης της ΝΔ. φαίνεται ότι δεν είναι τα πράγματα όπως εμφανίζονται…
Ο Κ. Μητσοτάκης πατά στην καλή πορεία κάποιων μακροοικονομικών δεικτών για να φτιάξει το δικό του success story. Είναι ωστόσο τελείως επιφανειακό, καθώς η οικονομική πολιτική που εφαρμόζεται συνεπάγεται πάρα πολλούς συστημικούς κινδύνους για τα επόμενα χρόνια. Αυτό που βλέπουμε είναι όχι απλά να αναπαράγεται ένα παραγωγικό μοντέλο που μας οδήγησε στη χρεοκοπία το 2008, αλλά μια πολύ ισχυρότερη αναδιανομή του εισοδήματος. Στην Ελλάδα καλπάζει ο πληθωρισμός των τροφίμων, πλήττοντας περισσότερο τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Ταυτόχρονα, μέσα από την έμμεση φορολογία και τη μείωση της φορολογίας στα πλουσιότερα εισοδηματικά στρώματα, επιδεινώνονται οι οικονομικές ανισότητες, ενώ ο τρόπος που λειτουργούν οι επιδοματικές πολιτικές ενισχύσουν την αισχροκέρδεια και όχι τα νοικοκυριά. Όλα αυτά σε μια συγκυρία ιδιαιτέρως ευνοϊκή για την ελληνική οικονομία. Ποτέ καμία άλλη κυβέρνηση δεν είχε τη δυνατότητα να έχει ενεργοποιημένη τη ρήτρα διαφυγής από το σύμφωνο σταθερότητας, ούτε να έχει το Ταμείο Ανάκαμψης και τα πολλά χρηματοδοτικά εργαλεία από την ΕΕ. Αντί να αξιοποιηθούν αυτοί οι πόροι για να αλλάξουμε δομικά το παραγωγικό μοντέλο της χώρας ή ταυτόχρονα να αναδιανέμει με πιο δίκαιο τρόπο την προστιθέμενη αξία και τον πλούτο που παράγεται προς όλα τα κοινωνικά στρώματα, βλέπουμε αυτοί οι πόροι δυστυχώς μένουν ανεκμετάλλευτοι για να αναπαράγεται το ίδιο μοντέλο που μας οδήγησε στη χρεοκοπία.
Ιωάννα Δρόσου, Παύλος Κλαυδιανός