Η συμφωνία των Πρεσπών ήταν μία ιστορική στιγμή. Ρεαλιστική, επωφελής για την Ελλάδα και την Βόρεια Μακεδονία, μία επένδυση για ένα μέλλον χωρίς εθνικισμούς, με αλληλεγγύη και ειρηνική συνύπαρξη. Τα εύσημα ανήκουν στον Αλέξη Τσίπρα και το Νίκο Κοτζιά αλλά και σε όλους/ες που ψήφισαν την Συμφωνία.
Δεν ήταν εύκολη πολιτική πράξη. Οι επιθέσεις των ακροδεξιών ακόμα και με μολότοφ στα σπίτια βουλευτών τότε του ΣΥΡΙΖΑ, οι κατηγορίες από βουλευτές της ΝΔ τότε περί «προδοσίας», τα επικίνδυνα ευφυολογήματα του Κ. Μητσοτάκη περί «ανταλλαγής των συντάξεων με την Μακεδονία» διαμόρφωσαν ένα εξαιρετικά διχαστικό κλίμα.
Ο εθνολαϊκισμός ζει και βασιλεύει ακόμα και σήμερα. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη που παρέδωσε μαθήματα σε αυτό το επίπεδο ως αντιπολίτευση, ακολουθώντας μία επιζήμια εξωτερική πολιτική, σήμερα ζητάει και τα ρέστα για την παταγώδη της αποτυχία στις σχέσεις με την Βόρεια Μακεδονία.
Δεν είναι το θέμα ότι απλώς δεν κύρωσε τα τρία μνημόνια συνεργασίας με την Β. Μακεδονία στη Βουλή. Παράτησε εντελώς τη Συμφωνία των Πρεσπών, μην αντέχοντας προφανώς να ξεσηκώσει την κοινοβουλευτική της ομάδα και το εκλογικό της ακροατήριο.
Δεν προχώρησε κρίσιμα θέματα όπως την αλλαγή των σχολικών βιβλίων, τις εμπορικές επωνυμίες, τις αλλαγές των πινακίδων και των διαβατηρίων, όπως προβλέπονταν από τη συμφωνία. Δεν έκανε κανένα Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών σε 5 χρόνια διακυβέρνησης, ενώ στην Συμφωνία προβλεπόταν ένα κάθε χρόνο. Έτσι θα δέσμευε την Β. Μακεδονία περισσότερο στη Συμφωνία.
Η ψήφιση των τριών μνημονίων συνεργασίας ήταν η ελάχιστη υποχρέωση. Ο Κ. Μητσοτάκης παράτησε τη Συμφωνία, έκρυψε το θέμα κάτω από το χαλάκι και ξαφνικά προέκυψε VMRO.
Δεν το περίμενε; Δεν ήξερε ότι θα υπήρχε τέτοια αντίδραση; Δεν μπορούσε να προβλέψει ότι το εθνικιστικό μπλοκ στη Β. Μακεδονία μπορεί να υπαναχωρούσε από τη Συμφωνία; Τί ακριβώς είχε στο μυαλό του εκτός από το να ικανοποιήσει την εκλογική του πελατεία;
Τα ίδια κάνει και με την Αλβανία. Το 2018, οι σχέσεις της Ελλάδας με την Αλβανία ήταν στο καλύτερο σημείο. Ως και οι συζητήσεις για χάραξη ΑΟΖ είχαν ξεκινήσει. Σήμερα είναι στο χειρότερο σημείο. Όταν πήγαινε προεκλογικά, πριν τις εκλογές του 2023 στην ελληνική μειονότητα της Νότιας Αλβανίας να μιλήσει, δεν φανταζόταν ότι θα έκανε και το ίδιο ο Ράμα; Όταν στερεί τα χαρτιά και την υπηκοότητα σε χιλιάδες Αλβανούς μετανάστες που τα παιδιά τους έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα, δεν δίνει δικαίωμα στον Αλβανό πρωθυπουργό να το παίζει προστάτης τους; Όταν βάζει στο ψηφοδέλτιο έναν άνθρωπο που συμμετείχε σε τρομοκρατικές επιθέσεις με την ΜΑΒΗ το 1996 για να κλείσει τις διαρροές του στα ακροδεξιά, δεν είναι επικίνδυνος για την εξωτερική πολιτική; Τί είναι; «Καλός πατριώτης»;
Με τα μακροβούτια στον εθνολαϊκισμό και την υποταγή του στις ακροδεξιές σκοπιμότητες, ο Κ. Μητσοτάκης πυροδοτεί τον εθνικισμό και ναρκοθετεί την εξωτερική πολιτική της χώρας.
Πουλάει αξιοπιστία και σοβαρότητα, μα όποιος σπέρνει με ακροδεξιούς σπόρους, θερίζει εθνικισμούς, μίση και εθνικές αποτυχίες.
Έστω και τώρα ας πράξει η κυβέρνηση αυτά που πρέπει. Να υπερασπιστεί την Συμφωνία των Πρεσπών όπως προβλέπεται από τις διπλωματικές οδούς και από την ίδια τη Συμφωνία στα σχετικά άρθρα και ας αρχίσει και η ελληνική πλευρά να την καλλιεργεί πιέζοντας την εθνικιστική κυβέρνηση στη Β. Μακεδονία να την εφαρμόσει.
Μόνο με αμοιβαίες συνεργασίες, αλληλεγγύη και συναντίληψη μπορούν να προχωρήσουν τα Βαλκάνια. Οι εθνικοί τσαμπουκάδες για εσωτερική κατανάλωση είναι δείγμα χρεοκοπημένης διπλωματίας.
Γαβριήλ Σακελλαρίδης