Ο Δημήτρης Ραπίδης συζητά με τον οικονομολόγο και αναπληρωτή διευθυντή του Κέντρου Οικονομικών Αναλύσεων (OFCE) του Sciences Po στο Παρίσι, Francesco Saraceno.
Ο Francesco Saraceno, τονίζει την ανάγκη ενίσχυσης της διεθνούς συνεργασίας για τη μείωση της διαφυγής κερδών και της φοροαποφυγής, ενώ αναφέρει χαρακτηριστικά ότι: “Η φορολόγηση των υπερκερδών είναι πιο εύκολο να ειπωθεί παρά να γίνει πράξη, καθώς είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ποιο είναι το «κανονικό» κέρδος πέρα από το οποίο θα πρέπει να επιβληθεί ένας πρόσθετος φόρος. Αυτό ωστόσο δεν δικαιολογεί την έλλειψη πρωτοβουλίας, ειδικά όταν οι μισθοί χάνουν συνεχώς έδαφος εδώ και δεκαετίες. Το θέμα της αναδιανομής των υπερκερδών θα πρέπει να βρίσκεται στην κορυφή της λίστας των προτεραιοτήτων για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, για τις κυβερνήσεις.“
Παράλληλα σημειώνει ότι “το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) είναι «προκατειλημμένο» κατά των δημοσίων επενδύσεων, παρωχημένο κι αδύνατο να εφαρμοστεί. Με μια λέξη, είναι αναξιόπιστο”.
Διαβάστε ολόκληρη τη γραπτή συνέντευξη παρακάτω:
Η άνοδος του πληθωρισμού από το 2021 έχει αποτελέσει μια σημαντική δοκιμασία για τις μακροοικονομικές πολιτικές στην Ευρωπαϊκή Ένωση (EE). Πιστεύετε ότι η πολιτική απάντηση της Ένωσης και των κρατών-μελών έχει υπάρξει επαρκής μέχρι στιγμής;
Όχι. Το βάρος στην καταπολέμηση του πληθωρισμού έχει αφεθεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), σαν ο πληθωρισμός να ήταν το αποτέλεσμα μιας «υπερθέρμανσης» της οικονομίας. Αν και αναγνωρίστηκε ότι ο πληθωρισμός ήταν τελικά διαρθρωτικός και οφειλόταν σε αναντιστοιχίες ανά κλάδο, αναλυτές και τελικά στελέχη της ΕΚΤ δήλωσαν επανειλημμένα ότι η νομισματική πολιτική θα έπρεπε να περιορίσει τις προσδοκίες υπερκερδών και να αποφύγει ένα σπιράλ μισθών-τιμών. Μια καλύτερη απάντηση θα ήταν η χρήση των πολλών εργαλείων που έχουν στη διάθεσή τους οι κυβερνήσεις, από προσωρινούς, στοχευμένους ελέγχους τιμών έως την επιβολή φόρων στα κέρδη, ακόμα και επενδύσεις για την άμβλυνση και την αντιμετώπιση ενός πολυδιάστατου πληθωρισμού.
Σύμφωνα με τη Eurostat, ένα αυξανόμενο μέρος των νοικοκυριών της Ευρωζώνης συνεχίζει να αισθάνεται φτωχότερο σε σύγκριση με την περίοδο πριν από την πανδημία. Πως αξιολογείτε αυτό το συναίσθημα;
Βασίζεται στην πραγματικότητα, καθώς ο πληθωρισμός βλάπτει τους αδύναμους. Αυτό είναι γνωστό. Ακόμη περισσότερο, στον πληθωρισμό που βιώνουμε εδώ και αρκετό καιρό, οι μισθοί έχουν χάσει έδαφος έναντι των τιμών και μόλις τώρα, πολύ αργά, φαίνεται να υπάρχουν προοπτικές να κλείσει η ψαλίδα. Λιγότερο γνωστό όμως είναι ότι και ο νομισματικός περιορισμός βλάπτει τους αδύναμους, καθώς η επιβράδυνση της οικονομίας «τιμωρεί» δυσανάλογα τους χαμηλόμισθους.
Τα περιθώρια κέρδους των ενεργειακών εταιρειών έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία δύο χρόνια. Ωστόσο, δεν υπήρξε συμφωνία σε επίπεδο ΕΕ σχετικά με το ποια θα έπρεπε να ήταν η συλλογική απάντηση σε αυτό το πεδίο. Που οδηγεί αυτή η κατάσταση;
Τα περιθώρια κέρδους είναι σταθερά υψηλά σε όλο το φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς οι επιχειρήσεις μπορούσαν να μετακυλίσουν το βάρος του πληθωρισμού στους εργαζόμενους και τις οικογένειες. Σε ορισμένους τομείς, λόγω της περιορισμένης ζήτησης ή με την εμφάνιση προσωρινών μονοπωλίων, μπόρεσαν ακόμη και να τα αυξήσουν.
Αυτό δεν είναι απληστία, είναι βασικά αυτό που υποτίθεται ότι κάνουν οι επιχειρήσεις – να αναζητούν το κέρδος. Αυτό που έλειπε ήταν η παρέμβαση των δημόσιων αρχών για τη διόρθωση αυτή της άδικης κατάστασης που οδήγησε σε συνθήκες υπερβολικής κοινωνικής ανισότητας που, τελικά, επιβαρύνουν και την ίδια την ανάπτυξη της οικονομίας. Η φορολόγηση των υπερκερδών είναι πιο εύκολο να ειπωθεί παρά να γίνει πράξη, καθώς είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ποιο είναι το «κανονικό» κέρδος πέρα από το οποίο θα πρέπει να επιβληθεί ένας πρόσθετος φόρος. Αυτό ωστόσο δεν δικαιολογεί την έλλειψη πρωτοβουλίας, ειδικά όταν οι μισθοί χάνουν συνεχώς έδαφος εδώ και δεκαετίες. Το θέμα της αναδιανομής των υπερκερδών θα πρέπει να βρίσκεται στην κορυφή της λίστας των προτεραιοτήτων για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, για τις κυβερνήσεις.
Οι ώρες εργασίας αυξάνονται, οι μισθοί μένουν στάσιμοι, οι αυξήσεις τιμών συνεχίζονται. Είναι τελικά αυτή η αναδιανομή για την οποία μιλάτε η λύση;
Ναι, είναι. Η αναδιανομή των υπερκερδών θα πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο της ατζέντας, αλλά σε έναν παγκοσμιοποιημένο σύστημα, όπου το κεφάλαιο και το εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό είναι εξαιρετικά ευέλικτα, είναι δύσκολο να εφαρμοστεί από μία μεμονωμένη χώρα. Ως εκ τούτου, όλες οι προσπάθειες πρέπει να προσανατολιστούν προς την ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας για τη μείωση της διαφυγής κερδών και της φοροαποφυγής.
Σε αυτό το πλαίσιο, η συμφωνία BEPS* του ΟΟΣΑ έχει επικριθεί (ορθώς) ότι έχει πάρα πολλά κενά. Αλλά ακόμη και οι πιο επικριτικές διεθνείς οργανώσεις και ΜΚΟ αναγνωρίζουν ότι η θέσπισή της είναι ένα κρίσιμο πρώτο βήμα. Τώρα που έχει θεσμοθετηθεί η αρχή της συνεργασίας για τη διασφάλιση της δίκαιης φορολογίας και της μείωσης του δημοσιονομικού ντάμπινγκ, όλες οι προσπάθειες θα πρέπει να στοχεύουν στο κλείσιμο των κενών και στη μείωση του ποσού των κερδών που διαφεύγουν στο πλαίσιο της παραπάνω συμφωνίας.
Η συζήτηση για την αύξηση των δημοσιονομικών πόρων της ΕΕ μπορεί οδηγήσει σε ορισμένες πολιτικές μεταρρυθμίσεις;
Είναι δύσκολο να δώσουμε μια σαφή απάντηση σε αυτό. Το πολιτικό κλίμα έχει αλλάξει σημαντικά έπειτα από τη δημιουργία του NextGenerationEU, του εργαλείου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη, και τη συλλογική αναγνώριση ότι η αλληλεγγύη και η κοινή απάντηση στο οικονομικό σοκ είναι προς το συμφέρον ακόμη και των πλουσιότερων χωρών.
Σήμερα η συζήτηση για τους δημοσιονομικούς κανόνες κοιτάζει προς τα πίσω, η δημιουργία μιας κεντρικά διαχειριζόμενης φορολογικής αρχής δεν είναι καν στην ημερήσια διάταξη, και σε αυτό το πλαίσιο, είναι πιθανό ότι δεν θα σημειωθεί καμία σημαντική πρόοδος όσον αφορά την ενίσχυση της ικανότητας της ΕΕ να αυξήσει τους πόρους της.
Πρέπει να αναθεωρηθεί το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ); Είναι ξεπερασμένο;
Το ΣΣΑ είναι «προκατειλημμένο» κατά των δημοσίων επενδύσεων, είναι παρωχημένο κι αδύνατο να εφαρμοστεί. Με μια λέξη, είναι αναξιόπιστο. Αυτή είναι μια εκτίμηση που συμμερίζεται σήμερα ακόμη και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η διαδικασία διαβούλευσης που είχε ξεκινήσει τον Φεβρουάριο του 2020, πριν την πανδημία, είχε οδηγήσει σε ένα τροποποιητικό κείμενο της Επιτροπής τον Νοέμβριο του 2022, το οποίο, αν και δεν ήταν τέλειο, συνιστούσε μια ουσιαστική βελτίωση σε σχέση με το υπάρχον ΣΣΑ.
Η αντίδραση ορισμένων χωρών -κυρίως της Γερμανίας- μείωσε προοδευτικά την καινοτόμο πτυχή της πρότασης και η πραγματική νομοθετική πρόταση που κατατέθηκε τον Απρίλιο του 2023 έχει επανεισάγει τους ετήσιους στόχους και την έντονη εστίαση στη μείωση του χρέους επί του ΑΕΠ κάτω από το σημερινό όριο (σήμερα βρίσκεται στο 60%). Αυτή η πρόβλεψη θεωρείται ακόμη πολύ επιεικής από τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών και είναι πιθανό ότι θα καταλήξουμε σε έναν συμβιβασμό που de facto θα συνιστά απλώς μια ενημερωμένη, νεότερη έκδοση του κανόνα που ισχύει μέχρι σήμερα. Ο νέος κανόνας πιθανότατα δεν θα δημιουργήσει τον δημοσιονομικό χώρο που είναι απαραίτητος για πολιτικές, όπως η οικολογική μετάβαση, οι δημόσιες επενδύσεις σε δημόσια αγαθά ή η βιομηχανική πολιτική. Ένας απλός, «χρυσός κανόνας» της κατάργησης του ορίου του 3% του ΑΕΠ για το δημοσιονομικό έλλειμμα θα μπορούσε να ήταν πολύ πιο αποτελεσματικός.
Τι είναι το BEPS του ΟΟΣΑ;
To Base Erosion and Profit Shifting (BEPS) αναφέρεται σε στρατηγικές φορολογικού σχεδιασμού που χρησιμοποιούνται από πολυεθνικές επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται τα κενά και τις αναντιστοιχίες στους φορολογικούς κανόνες για να αποφύγουν την πληρωμή φόρων. Όσο μεγαλύτερη είναι η εξάρτηση των χωρών από τον φόρο εισοδήματος εταιρειών, τόσο περισσότερο υποφέρουν δυσανάλογα από το BEPS. Οι πρακτικές BEPS κοστίζουν 100-240 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως σε χαμένα έσοδα για τα κράτη παγκοσμίως. Στο πλαίσιο της συνεργασίας ΟΟΣΑ/G20 Inclusive Framework για το BEPS, περισσότερα από 140 κράτη (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα) συνεργάζονται για την εφαρμογή 15 μέτρων για την αντιμετώπιση της φοροαποφυγής, τη βελτίωση της συνοχής των διεθνών φορολογικών κανόνων και τη διασφάλιση ενός πιο διαφανούς φορολογικού περιβάλλοντος.
Ο Francesco Saraceno είναι οικονομολόγος, αναπληρωτής διευθυντής του Κέντρου Οικονομικών Αναλύσεων (OFCE) του Sciences Po στο Παρίσι.