Στις 25 Ιανουαρίου 2015, τις εκλογές στην Ελλάδα κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ με πρόγραμμα την άρση της λιτότητας και την αποκατάσταση μιας ψυχορραγούσας δημοκρατίας, που επέφεραν τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους. Τα δύο μνημόνια, ήτοι οι επαχθείς όροι των δανείων που δόθηκαν στην Ελλάδα από το 2010, είχαν ως αποτέλεσμα την εξαέρωση του 25% του ΑΕΠ της χώρας, τη δυσθεώρητη αύξηση της ανεργίας στο 27%, το κλείσιμο χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, τη μείωση μισθών και συντάξεων που εξάλειψαν την αγοραστική δύναμη.
Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ήδη από τον Φεβρουάριο του 2015 να προκαλέσει ασφυξία στην ελληνική οικονομία μειώνοντας σταδιακά την παροχή ρευστότητας στις τράπεζες με αποκορύφωμα την άρνησή της να αυξήσει την οροφή της έκτακτης ρευστότητας τον Ιούλιο του 2015, αμέσως μόλις αποφασίστηκε η διενέργεια του δημοψηφίσματος, και οι διαρκείς απειλές για έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη (Grexit) οδήγησαν στη συνθηκολόγηση της ελληνικής κυβέρνησης και στην υπογραφή ενός νέου μνημονίου.
Η παραπάνω στάση των Ευρωπαίων εταίρων και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου σε αγαστή συνέργεια με την εγχώρια ελίτ που κατά τη διάρκεια των πρώτων έξι μηνών του 2015 εξαπέλυε έναν ανηλεή πόλεμο και επιδιδόταν σε διαρκή προπαγάνδα μέσω των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, των οποίων είχε τον απόλυτο έλεγχο εναντίον της νέας κυβέρνησης, μπορεί να μην κατάφερε να επιφέρει την εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ που τον Σεπτέμβριο του 2015 βγήκε ξανά κυβέρνηση, τον οδήγησε όμως σε ιδεολογική και πολιτική ήττα δεδομένης της εφαρμογής ενός μνημονίου στην οποία εξαναγκάσθηκε με το όπλο του χρέους και της οικονομικής κατάρρευσης στον κρόταφο.
Το πολυπόθητο σενάριο της «αριστερής παρένθεσης» που απεργάζονταν η «τρόικα» εξωτερικού και η «τρόικα» εσωτερικού δεν ευοδώθηκε, αλλά το μεγάλο ερώτημα είναι το εξής: η Αριστερά παροπλίστηκε; Μολονότι αρνήθηκε την ιδεολογική ιδιοκτησία του μνημονίου μπορέσε εκ των πραγμάτων να εφαρμόσει αριστερή πολιτική;
Θα ήταν προτιμητέο από την άλλη, να διατηρήσει άσπιλη και αμόλυντη την ψυχή της, να γίνει η κατά Hegel «όμορφη ψυχή» στην οποία αναφέρεται το κείμενο του Κώστα Δουζίνα, να αρκεστεί στον αυτάρεσκο ρόλο της κατόπτευσης του όλου από τη βίγλα της σοφίας και της μόνιμης πλην άσφαιρης διαμαρτυρίας ή τελικά να «λερώσει τα χέρια της» και να αναλάβει την ευθύνη μιας διακυβέρνησης έστω και εκ προοιμίου ναρκοθετημένης από τα άρθρα πίστεως των νεοφιλελεύθερης κοπής μνημονίων στον βωμό των οποίων θυσιάζονται πολιτικά προγράμματα δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων, επιχειρείται η ανατροπή κυβερνήσεων διά της οικονομικής ασφυξίας, εξαερώνεται η νομοθετική εξουσία, και η διαβούλευση του δήμου ως πεμπτουσία της δημοκρατίας υποκαθίσταται από την τεχνοκρατική διαχείριση, ένα ζοφερό New Speak της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας ερήμην των πολιτών, όπως εύγλωττα περιγράφεται στο κείμενο των Βερναρδάκη και Γεωργαντά που αφορά μια επώδυνη διαπραγμάτευση των ίδιων των όρων διαπραγμάτευσης που διήρκεσε έως το καλοκαίρι του 2018.
Χωρίς να υποκύψει σε μια «κατεργασία πένθους» ή σε μια αριστερή μελαγχολία, χωρίς την ασφάλεια των «εγγυήσεων» ενός «αίσιου τέλους» που διασφάλιζε η οιονεί-θρησκευτική πίστη στις τελεολογίες της ιστορίας και σε έναν χρόνο έμπλεο νοήματος, ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε να πλεύσει σε αχαρτογράφητα νερά, επιβεβαιώνοντας τη φράση του Αντόνιο Ματσάδο που μας θύμισε ο Αριστείδης Μπαλτάς στο κείμενό του:
«Διαβάτη, δεν υπάρχει δρόμος, τον δρόμο τον φτιάχνεις περπατώντας». Άνοιξε δρόμους λοιπόν περπατώντας με οδοδείκτη «δύο μικρές λιτές λέξεις», σύμφωνα με τον Μπαλτά: Εντός και εναντίον του καπιταλισμού, όχι εκτός του καπιταλισμού.
Και τούτο θέτει επί τάπητος ένα άλλο δίλημμα που έδωσε σάρκα και οστά στις πολλές αριστερές της ιστορίας: μεταρρύθμιση ή επανάσταση. Μολονότι η κατάληψη της Βαστίλης, η Κομμούνα, η εφόρμηση στα χειμερινά ανάκτορα είναι η εικονογραφία της επανάστασης που πάντα θα στοιχειώνει το συλλογικό φαντασιακό της Αριστεράς και η μήτρα πολιτικών συναισθημάτων, ωστόσο το μεγάλο στοίχημα αφορά τι προκύπτει μετά την «εφόρμηση στον ουρανό». Η προσήλωση στην επανάσταση αναβάλλει επ’ αόριστον οποιαδήποτε μεταρρύθμιση έως την αναπόδραστη έλευση του σοσιαλιστικού παραδείσου επί Γης και αντίστροφα: μικρά μεταρρυθμιστικά βήματα κινδυνεύουν να αφομοιωθούν από το σύστημα που αντιστρατεύονται.
Το περίπλοκο αυτό θέμα εξετάζει ενδελεχώς το κείμενο του Μιχάλη Σπουρδαλάκη που υποστηρίζει ότι «το βασικό πρόβλημα της σημερινής πρόκλησης για την αριστερή θεωρία δεν είναι το μακροχρόνιο δίλημμα μεταξύ μεταρρύθμισης ή επανάστασης αλλά η κρίση της μετασχηματιστικής πολιτικής» (σ. 72).
Το κείμενο του Σπουρδαλάκη παρουσιάζει έναν οδικό χάρτη που υπερβαίνει τόσο το παραπάνω δίλημμα όσο και την εν λόγω κρίση. Ο Σπουρδαλάκης επικεντρώνεται στη διερεύνηση του εκδημοκρατισμού του κράτους και του ριζοσπαστικού δημοκρατικού μετασχηματισμού των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών εκπροσώπησης με όχημα ένα σύγχρονο κόμμα της Αριστεράς του 21ου αιώνα. Ξεκινώντας από τον εκδημοκρατισμό του κράτους:
Η εμπειρία της διακυβέρνησης του Σύριζα, όπως καταγράφεται σχεδόν σε όλα τα κείμενα του τόμου, κατέδειξε τις ανυπέρβλητες δυσκολίες στις οποίες προσέκρουσε η απόπειρα εκδημοκρατισμού του κράτους, τόσο λόγω της ελληνικής ιδιαιτερότητας όσο και της υποτίμησης του μεγέθους του προβλήματος, η οποία απέρρεε από κάποια αφελή ερμηνευτικά σχήματα περί κράτους.
Επιχειρώντας μια γενεαλογία του ελληνικού κράτους, ο Α. Μπαλτάς υπενθυμίζει την ίδια την ίδρυσή του από ξένη παρέμβαση και τη διοίκησή του από «οικογενειακές πολιτικές δυναστείες που ελέγχουν τους εκλογικούς θύλακες» με αποτέλεσμα ο νεποτισμός στις δημόσιες θέσεις να είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση, η λαβυρινθώδης γραφειοκρατία να κυριαρχεί χωρίς αντίσταση και η διαφθορά σε διάφορα επίπεδα και με διάφορες μορφές και αμφιέσεις να εξακολουθεί να δρα στα κενά που της αφήνει το κράτος και, καθώς σχεδόν ποτέ δεν την έχουν αψηφήσει και τιμωρήσει, συνεχίζει να ευδοκιμεί (σ. 65).
Οι συχνές αντιστάσεις, η απροθυμία που άγγιζε το όρια μιας υπόρρητης υπονόμευσης από ένα τμήμα του κρατικού προσωπικού ήταν σύμπτωμα αυτής της μακράς παράδοσης πελατειακών-κομματικών προσλήψεων την οποία η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν αντιμετώπισε πραγματώνοντας ένα εναλλακτικό σχέδιο.
Επιπλέον, η ταυτότητα του ελληνικού κρατικού μηχανισμού κατέδειξε την επικαιρότητα του ορισμού του κράτους από τον Νίκο Πουλαντζά. Ορίζοντας το κράτος ως την «υλική συμπύκνωση των συσχετισμών δύναμης μεταξύ των τάξεων», ο Πουλαντζάς ήρθε σε ρήξη τόσο με ερμηνείες που προσέγγιζαν το κράτος ως υποκείμενο με εγγενή ορθολογικότητα που ενσαρκώνει τη γενική βούληση έναντι των εξατομικευμένων δρώντων όσο και με αυτές που το αντιλαμβάνονταν ως «ένα απλό εργαλείο. . . που μπορούν κατά βούληση να χειρίζονται οι κυρίαρχες τάξεις» Συνεπώς η πρόσληψη του κράτους ως κοινωνικής σχέσης που διέπουν ταξικές αντιθέσεις υπερβαίνει αυτήν του κράτους-εργαλείου της κυρίαρχης τάξης που στερείται αυτονομίας όσο και αυτή του κράτους-υποκειμένου που απολαμβάνει πλήρη-αυτονομία.
Ως εκ τούτου, «μια αλλαγή της κρατικής εξουσίας δεν είναι ποτέ αρκετή για να μεταβάλει την υλικότητα του κρατικού μηχανισμού», γράφει ο Πουλαντζάς, «χωρίς ειδική ενέργεια και δράση». Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Λίο Πάνιτς, «το ζήτημα του εκδημοκρατισμού του κράτους είναι κεντρικό στη σύγχρονη αριστερή θεωρία του κράτους και θεμελιώδες σε κάθε συζήτηση περί σοσιαλιστικής μετάβασης» (σ. 212).
Αν και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε εν τέλει να πραγματώσει τον δημοκρατικό μετασχηματισμό του κράτους, ωστόσο κατάφερε, υπό τις αντίξοες συνθήκες «επιτροπείας» από τους δανειστές να θέσει τα θεμέλια ενός νέου μοντέλου κοινωνικού κράτους βασικός μοχλός και εργαλείου του οποίου εν πολλοίς υπήρξε ο ΟΑΕΔ. Η Μαρία Καραμεσίνη, που διετέλεσε διοικήτρια του ΟΑΕΔ, στο κείμενό της αναλύει διεξοδικά τον μετασχηματισμό του ΟΑΕΔ σε αυτό το νέο μοντέλο κοινωνικού κράτους που συνέβαλε στη μείωση της φτώχειας, της ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Ας θυμηθούμε άλλωστε τον πρώτο νόμο της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το 2015 για την καταπόλεμηση της ανθρωπιστικής κρίσης, τον δεύτερο νόμο που ρύθμιζε ένα τεράστιο όγκο συσσωρευμένων ληξιπρόθεσμων οφειλών, το δικαίωμα δωρεάν μετακίνησης στα δημόσια μέσα μεταφοράς των ανέργων, τη θέσπιση το 2016 του δικαιώματος ελεύθερης πρόσβασης ανασφάλιστων πολιτών στις δημόσιες δομές υγείας και πολλά άλλα καθόλου αυτονόητα αν αναλογιστούμε την πολεμική που εξαπολύει ο νεοφιλελευθερισμός στην κρατική μέριμνα για την αναπαραγωγή της κοινωνίας υπό τη μορφή της δημόσιας εκπαίδευσης και υγείας, της κοινωνικής ασφάλισης και της προστασίας της εργασίας.
Αυτή η συλλήβδην απόρριψη του κοινωνικού κράτους οφείλεται στις ίδιες τις αρχές που το διέπουν και υπαγορεύεται από τον μεθοδολογικό και αξιολογικό ατομισμό του νεοφιλελευθερισμού που παραδίδει την κοινωνία στην αγορά και εξισώνει τον πολίτη με υποκείμενο της αγοράς. Η αξιοπρεπής διαβίωση δεν θεμελιώνει δικαίωμα που κατοχυρώνει η πολιτεία για όλους-ες αλλά «έπαθλο» στον στίβο της αγοράς. Ακόμη και το δικαίωμα στην επιβίωση δεν κατοχυρώνεται από την πολιτεία αλλά «κερδίζεται» με βάση την χρησιμότητα στην αγορά.
Η περιττότητα του ανθρώπου που, για την Χ. Άρεντ, γίνεται η μαγιά του ολοκληρωτισμού, αναβιώνει στον νεοφιλελευθερισμό. Η ελευθερία, ταυτισμένη με την «απελευθέρωση» από την προστασία των ρυθμίσεων της κοινωνικής νομοθεσίας, οδηγεί στον υλικό και συμβολικό αποκλεισμό ανθρώπων που αντιμετωπίζονται ως «αναλώσιμοι», «μη αναπαραστάσιμοι» και αόρατοι, «τύποις» πολίτες και άνθρωποι χωρίς πρόσωπα.
Στο κείμενό της η Έφη Αχτσιόγλου σκιαγραφεί το ζοφερό τοπίο της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας και των συνεπειών της καταθέτοντας τα σημαντικά νομοθετικά βήματα της κυβέρνησης Σύριζα με σημαντικότερα την αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού και την αύξηση του κατώτατου, την ρύθμιση των απολύσεων και των ωραρίων και τους κανόνες καταπολέμησης της αδήλωτης εργασίας.
Η νεοφιλελεύθερη υπονόμευση της σημασιολογικής και κανονιστικής τάξης του τυπικού φιλελεύθερου κράτους δικαίου και της δημοκρατίας επανέφερε όμως στη σκηνή της ιστορίας τους περιττούς, όχι μόνο με τη μορφή των εσωτερικά αποκλεισμένων, των ηττημένων της αέναης κρίσης αλλά και με την μορφή των «άλλων»: των ξένων, προσφύγων και μεταναστών. Στου πρόσφυγες «ως αλλότριους εισβολείς» για την Ευρώπη κάνει λόγο ο Μιχάλης Μπαρτσίδης.
Ο κοινός παρονομαστής των κειμένων των Λόη Λαμπριανίδη, Ευκλείδη Τσακαλώτου, Πέτρου Λινάρδου-Ρυλμόν και Γιώργου Σταμπουλή συνίσταται στην ανάδειξη της αναγκαιότητας εκπόνησης μιας ολοκληρωμένης πρότασης για την οικονομική ανάπτυξη και την παραγωγή τον 21ο αιώνα με αριστερό πρόσημο, ήτοι με γνώμονα την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, την πραγμάτωση μιας δίκαιης αναδιανομής και την άρση των αποκλεισμών, της φτώχειας, των ανισοτήτων. Οι προτάσεις όλων των κειμένων είναι συγκροτημένες και πλούσιες σε προβληματισμό.
Το κείμενο της Δανάης Κολτσίδα τέλος, δείχνει ανάγλυφα πώς η ακραιφνώς νεοφιλελεύθερη «πανάκεια» της κρίσης χρέους που θυμίζει τη ρήση «ο τρώσας και ιάσεται» έγινε ο δούρειος ίππος άλωσης των δικαιωμάτων, επέφερε την ευθανασία της δημοκρατίας και πυροδότησε μια νέα κρίση πολιτικής εκπροσώπησης. Η δημοκρατία απέληξε στο φορμαλιστικό σκέλεθρο μιας δημοκρατίας χωρίς δήμο και τραυματίστηκε θανάσιμα τόσο στον συνταγματικό πυλώνα της όσο και στον φιλελεύθερο και λαϊκό, με βάση την τριμερή διάκριση που επιχειρεί η Δ. Κολτσίδα.
Αναμφίβολα, τα οριζόντια συντονισμένα και πολύμορφα κινήματα που ενίοτε υπερέβησαν εθνικά σύνορα, «παγκοσμιοποιήθηκαν» αλλά αρνήθηκαν την εκπροσώπησή τους από κόμματα , θεωρώντας τα συνενόχους στην απίσχανση της δημοκρατίας είναι δηλωτικά της κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης. Η συλλογική διεκδίκηση εκδημοκρατισμού που τρέφει η οργή συνήθως απολήγει σε αδιέξοδο ή σε μια σύγκρουση χωρίς ορίζοντες και προτάγματα, όταν δεν ενσαρκώνεται σε πολιτικό υποκείμενο μολονότι συγχρόνως γίνεται η σκαλωσιά πάνω στην οποία οικοδομούνται νέες «υποκειμενικότητες». Η αγανάκτηση είναι η μαγιά της αντίστασης αλλά αν δεν μετουσιωθεί σε πολιτική με κανονιστικό πυρήνα και αξιακές δεσμεύσεις γίνεται φωτοβολίδα που την πρόσκαιρη λάμψη της σκεπάζει το σκοτάδι.
Το κόμμα της Αριστεράς του 21ου αιώνα επομένως θα είναι το νέο πολιτικό υποκείμενο με ορίζοντα τον σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία. Για να μην είναι όμως η σοσιαλιστική στρατηγική μιας στρατηγική χωρίς σοσιαλισμό, (σ. 85), για να μην εκπέσει σε έναν άνευρο τακτικισμό, πρέπει όχι μόνο να αφουγκράζεται ή να διερμηνεύει αλλά, όπως γράφει ο Μ. Σπουρδαλάκης, «να μάθει να μιλάει νέες γλώσσες: τις «γλώσσες» των λεγόμενων α-πολίτικων νέων, των ανέργων, τη γλώσσα των φτωχών και των άπορων, τη γλώσσα εκείνων που ζουν δίπλα μας και που η μητρική τους γλώσσα δεν είναι ίδια με τη δική μας, και τέλος, τη γλώσσα των νέων τεχνολογιών επικοινωνίας και κινητοποίησης» (σ. 84).
Θα πρέπει να ξαναμάθει, γράφει ο Μποαβεντούρα ντε Σόουζα Σάντος, να κατανοεί τη γλώσσα, τις αγωνίες και τις σιωπές των εργαζόμενων ανθρώπων και «να έχει το ένα πόδι στους θεσμούς και το άλλο στις οργανώσεις βάσεις, καθώς και σε ειρηνικές διαμαρτυρίες στους δρόμους και τις πλατείες, τα μόνα μέρη που δεν έχουν αποικιοποιηθεί από κυρίαρχες ιδέες και συμφέροντα» (σ.95). Θα πρέπει όμως να βιαστεί γιατί όπως γράφει στην τελευταία του πρόταση ο Ντε Σόουζα Σάντος, «η Αριστερά δεν έχει πια το μονοπώλιο των δρόμων και των πλατειών. Οι χώροι αυτοί είναι πια γνωστοί και στην ακροδεξιά».
Να συμπληρώσω κλείνοντας: στην παρούσα συγκυρία που ο homo economicus εξαφανίζει τον homo politicus, μοναδική συγκολλητική ύλη μιας κατακερματισμένης κοινωνίας κινδυνεύει να γίνει το τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια». Ο νεοσυντηρητισμός και η ακροδεξιά δεν είναι τα αντίθετα του νεοφιλελευθερισμού αλλά οι αντεστραμμένες όψεις του.
Συνωμοσιολογία, θρησκεία, αρχαϊκές φαντασιώσεις περιούσιων λαών που γεννούν εθνικιστικά παραληρήματα γίνονται οι άλογες καταφυγές του μετα-πολιτικού Κανένα που έχοντας απολέσει ταυτότητα, δικαιώματα και εκπροσώπηση μετατρέπεται σε παθητικό παρατηρητή. Ο παροπλισμένος δήμος και μια ψυχορραγούσα δημοκρατία επαναφέρουν τα φαντάσματα που ήθελε να ξορκίσει ο κόσμος που γεννιόταν στις στάχτες του Β Παγκοσμίου πολέμου. Η Λερναία Ύδρα της ακροδεξιάς του 21ου αιώνα δεν είναι «παράπλευρη απώλεια» αλλά άμεσο παρεπόμενο του νεοφιλελευθερισμού.
Αυτό το κενό του απορφανισμένου από ταξική και κοινωνική εκπροσώπηση ηττημένου της κρίσης δυνάμει της οποίας και όχι εις πείσμα της οποίας αναπαράγεται ο νεοφιλελευθερισμός οφείλει να καλύψει η Αριστερά.
Με σκοτεινό φόντο μια πανδημία και έναν πόλεμο, σε έναν πλανήτη που «η ζωή δεν ζει», με αφυδατωμένες και ξέπνοες τις έννοιες της δημοκρατίας, της λαϊκής κυριαρχίας, της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, με εκκενωμένα από το περιεχόμενό τους τα δικαιώματα, στην εποχή των τεράτων, κατά Gramsci, η Αριστερά έχει τεράστια ιστορική ευθύνη.
Φωτεινή Βάκη