Οι αντικοινωνικές συνέπειες των φορολογικών καταφυγίων είναι πασίγνωστες και έχουν επισημανθεί τα τελευταία χρόνια από δεκάδες επιστημονικές και δημοσιογραφικές έρευνες με βασικότερο παράδειγμα τα Panama Papers. Μια νέα μελέτη έρχεται, ωστόσο, τώρα να ρίξει φως στις αρνητικές επιπτώσεις τους και σε ό,τι αφορά την καταστροφή του πλανήτη.
Όπως αποκαλύπτει η έρευνα του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης που δημοσιεύεται στο τελευταίο τεύχος της επιθεώρησης «Φύση, Οικολογία και Εξέλιξη» («Nature, Ecology and Evolution»), δισεκατομμύρια δολάρια τα οποία χρησιμοποιούνται για πρακτικές όπως η καλλιέργεια σόγιας και η κτηνοτροφία σε περιοχές του Αμαζονίου που αποψιλώνονται περνούν κάθε χρόνο από φορολογικά καταφύγια. Επιπλέον αλιευτικά σκάφη που χρησιμοποιούνται για παράνομες αλιευτικές δραστηριότητες αποκτούν «σημαίες ευκαιρίας» από τις ίδιες χώρες.
Ο Βίκτορ Γκαλάζ, βασικός συντάκτης της μελέτης, υπογραμμίζει πως η οικονομική αδιαφάνεια που επιτρέπουν τα φορολογικά καταφύγια «εμποδίζει τη δυνατότητα ανάλυσης του πώς χρηματοπιστωτικές ροές επηρεάζουν τις οικονομικές δραστηριότητες και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις τους».
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι περισσότερα από τα δύο τρίτα των ξένων κεφαλαίων που επενδύθηκαν από το 2000 έως το 2011 στις βιομηχανίες παραγωγής σόγιας και βοδινού στη Βραζιλία διοχετεύτηκαν εκεί από off shore που έχουν την έδρα τους σε φορολογικά καταφύγια. Πιο συγκεκριμένα αναφέρεται πως 18,4 δισεκατομμύρια από τα 27 δισεκατομμύρια δολάρια που επενδύθηκαν προήλθαν από φορολογικά καταφύγια.
«Είναι βρόμικο χρήμα που χρησιμοποιείται για παράνομες δραστηριότητες που συνδέονται με την παγκόσμια περιβαλλοντική κρίση» τονίζει η Ελέιν Γκιλέιν, διεθνής συντονίστρια της οργάνωσης Φίλοι της Γης. «Η επιθετική φοροδιαφυγή στερεί από τις κοινότητες τους πόρους που χρειάζονται για να ληφθούν μέτρα περιβαλλοντικής προστασίας για την καταπολέμηση του κλιματικού χάους» σημειώνει.
Η έρευνα αποκαλύπτει επίσης ότι το 70% των σκαφών που ενέχονται σε δραστηριότητες παράνομης αλιείας έχουν εγγραφεί σε φορολογικά καταφύγια. Πολύπλοκα δίκτυα ιδιοκτησίας επιτρέπουν την ανταλλαγή και την παράκαμψη των διεθνών κανόνων για την αποφυγή της υπεραλίευσης. Τα περισσότερα από τα αλιευτικά αυτά διαθέτουν σημαίες χωρών όπως το Μπελίζ, ο Παναμάς, η Κόστα Ρίκα, ο Άγιος Βικέντιος, οι Σεϊχέλες, η Κύπρος και η Μάλτα, σημειώνεται στην έρευνα.
Οι συντάκτες της έρευνας καλούν τον ΟΗΕ να διερευνήσει το περιβαλλοντικό κόστος των off shore. Σημειώνουν ότι πολλές από τις εταιρείες που σήμερα καυχώνται για τις επιδόσεις τους στην προστασία του περιβάλλοντος χρησιμοποιούν υπεράκτιες εταιρείες για να μειώσουν τη φορολογία τους.
Η πρακτική αυτή εκτιμάται ότι στοίχισε πέρσι στις κυβερνήσεις περισσότερα από 200 δισεκατομμύρια δολάρια. Η μελέτη του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης δεν κατονομάζει συγκεκριμένες εταιρείες, αν και οι συντάκτες της επικοινώνησαν με κάποιες από αυτές στη διάρκεια των ερευνών τους.
Μιχάλης Τρίκκας
Πηγή: Η Αυγή