Τι συνέβη με την εκλογή του κ. Κασσελάκη στη θέση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ; Η συζήτηση με την Φανή Κουντούρη, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου, η οποία μελετά τον κομματικό ανταγωνισμό και την πολιτική επικοινωνία προσπαθεί να φωτίσει τα πριν και τα μετά της εκλογής και να ερμηνεύσει τα γιατί.
Οι εσωκομματικές εκλογές ολοκληρώθηκαν με την εκλογή του κ. Κασσελάκη. Πώς αποτιμάς τη διαδικασία και ποιες οι επισημάνσεις σου;
Για να κατανοήσουμε καλύτερα την εκλογή στην προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ του κ. Κασσελάκη πρέπει να δούμε τρεις μάκρο-διαδικασίες που προϋπάρχουν στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Η πρώτη μπορεί να χαρακτηριστεί ως κρίση παραδοσιακών μορφών αντιπροσώπευσης. Αναδεικνύεται ήδη από τις εκλογές του 2012 μία τάση επιλογής προσωπικοτήτων, λόγω της δυσαρέσκειας των πολιτών απέναντι στα πολιτικά κόμματα. Τότε εντοπίζεται και μια σταδιακή τάση απομάκρυνσης από τους επαγγελματίες πολιτικούς, όσους δηλαδή έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τη σταδιοδρομία μέσα στο κόμμα. Νέες επαγγελματικές κατηγορίες πέρα από τις παραδοσιακές (δικηγόρος, γιατρός, μηχανικός), που δεν διαθέτουν κομματική προϋπηρεσία, όπως είναι οι δημοσιογράφοι, οι επιχειρηματίες ή άλλοι τεχνοκράτες εισέρχονται πλέον στη Βουλή. Το κεφάλαιό τους δεν στηρίζεται στην κομματική προϋπηρεσία αλλά σε άλλους πόρους εξωπολιτικούς, σε πόρους φήμης, τεχνοκρατίας, ορατότητας κλπ. Τον μετασχηματισμό αυτό δεν τον έχουμε δει μόνο στο επίπεδο του κοινοβουλίου αλλά και στην τοπική αυτοδιοίκηση και στην ευρωβουλή. Το είδαμε και στην περίπτωση κομμάτων, όπως η Νίκη ή παλιότερα το Ποτάμι, και τα δύο κόμματα που συγκροτούνται από ανθρώπους εκτός κομματικής πολιτικής. Το βλέπουμε πλέον και στην περίπτωση ηγεσίας ενός αριστερού κόμματος. Φυσικά το φαινόμενο αυτό συνδέεται με την ραγδαία πτώση της εμπιστοσύνης μετά το 2009 απέναντι στα πολιτικά κόμματα και τους πολιτικούς. Είναι ένα φαινόμενο παλιότερο, επομένως. Η δεύτερη μάκρο-διαδικασία είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως από το 2015 και ύστερα, έχει μετασχηματιστεί σε κόμμα εξουσίας με τα εξής χαρακτηριστικά: είναι ένα κόμμα πλειοψηφικής απεύθυνσης, με πολυσυλλεκτικότητα στη βάση και την ηγεσία, τάσεις αυτονόμησης της ηγεσίας και αρχηγοκεντρισμού, μερικής αποιδεολογικοποίησης, υπερεκτίμησης των δυνατοτήτων των προσώπων, έναντι των πολιτικών οργάνων και της ιδεολογίας, καρτελοποίησης και νομιμοποίησης συμμαχιών πολιτικά ετερόκλητων με στόχο τη διακυβέρνηση και επιμονής σε στρατηγικές προσωποκεντρικής πόλωσης. Πολλά από αυτά τα χαρακτηριστικά αναδείχθηκαν και ως παράμετροι καθοριστικές της εσωκομματικής εκλογής.
Αυτά που περιγράφεις πράγματι τα έχουμε εντοπίσει σε εκλογές. Όμως μια εσωκομματική διαδικασία δεν έχει άλλο εκλογικό σώμα από αυτό των εθνικών ή αυτοδιοικητικών εκλογών;
Οι εσωκομματικές εκλογές ήταν ανοιχτές στη βάση, και συγκέντρωσαν 150.000 ψηφοφόρους. Δεν ψήφισε μόνο η Κεντρική Επιτροπή, η Πολιτική Γραμματεία ή οι σύνεδροι. Οι προϋποθέσεις εγγραφής στο κόμμα δεν διαμορφώνουν ταυτότητα μέλους, όπως παλιότερα. Ο ΣΥΡΙΖΑ πια είναι ένα κόμμα εξουσίας και μετασχηματίζεται σημαντικά ως προς τα προγραμματικά και ιδεολογικά του χαρακτηριστικά.
Η τρίτη διαδικασία ποια είναι;
Θα έλεγα ότι είναι η ρευστοποίηση των πολιτικών ταυτοτήτων και των ορίων τους. Ένα μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων πια δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του στη διαιρετική τομή Αριστεράς-Δεξιάς και αυτό το εντοπίζουμε σε πολλές έρευνες. Σε έρευνα του Eteron (2023), το 58% των πολιτών απαντά ότι η διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς δεν ανταποκρίνεται στη σημερινή εποχή, έναντι ενός 36% που τη θεωρεί σημαντική. Αυτό που έχει ενδιαφέρον, επίσης, είναι ότι οι πολίτες έλκονται από ετερόκλητες πεποιθήσεις: μιλάνε για τον κοινωνικό φιλελευθερισμό, αυτοπροσδιορίζονται στη μεσαία τάξη, έχουν αντιμεταναστευτικά αισθήματα και μπορεί να πολιτικοποιούνται στη βάση συγκεκριμένων θεμάτων. Έχει αλλάξει σε ένα βαθμό ο τρόπος με τον οποίο κινητοποιείται ο κόσμος. Μπορεί βέβαια, ο άξονας Αριστεράς-Δεξιάς να τέμνεται από άλλους άξονες. Αυτοί οι τρεις μετασχηματισμοί βοηθούν στο να κατανοήσουμε τι συνέβη με την εκλογή του κ. Κασσελάκη, ως απόληξη ευρύτερων κοινωνικοπολιτικών μετασχηματισμών που φυσικά δεν συνιστούν ελληνικές ιδιαιτερότητες.
Μετά τις βουλευτικές εκλογές ένα από τα συμπεράσματα που βγήκαν ήταν ότι δεν είχαμε διαβάσει την κοινωνία και την μετεξέλιξή της σε μια κοινωνία χαμηλών προσδοκιών, κ.λπ. Κάτι παρόμοιο συνέβη και τώρα; Αντίστοιχα, δηλαδή, η έκπληξη της εκλογής του κ. Κασσελάκη είναι γιατί δεν είχαμε κατανοήσει ποιο είναι το ρεύμα του ΣΥΡΙΖΑ, ποιοι οι ψηφοφόροι του και οι υποστηρικτές του και ότι το πολιτικό δεν είναι προτεραιότητα;
Ξεκινώ από το τελευταίο σημείο. Μπορούμε να σκεφτούμε αυτά που λέτε ότι το πολιτικό δεν είναι προτεραιότητα είτε ως σύμπτωμα της μεταπολιτικής ή της μεταδημοκρατίας κατά τον Κράουτς. Ότι δηλαδή υπάρχει μια διαδικασία αποπολιτικοποίησης, ότι οι πολίτες συχνά αισθάνονται αποκομμένοι από την πολιτική διαδικασία, τείνουν να μην δείχνουν εμπιστοσύνη σε αντιπροσώπους και το πολιτικό σύστημα αποικίζεται από τεχνοκράτες και εξωπολιτικές καταστάσεις. Υπάρχει και μια άλλη ενδιαφέρουσα οπτική, η οποία τείνει να με πείσει περισσότερο: ότι το πολιτικό διαρκώς επιστρέφει. Είδαμε ουρές για μία εσωκομματική εκλογή, νέα ζητήματα πολιτικοποιούνται με απίστευτη ευκολία στη δημόσια σφαίρα, νέες μορφές κινητοποίησης αναδεικνύονται. Την ίδια στιγμή που διευρύνεται η πολιτική με την έννοια των νέων πεδίων πολιτικοποίησης, την ίδια στιγμή διευρύνονται οι εξωθεσμικές παρεμβάσεις στην πολιτική. Tα πολιτικά κόμματα μετασχηματίζονται διευρύνοντας τις μορφές συμμετοχής σε αυτά, τους τρόπους διακυβέρνησης και τα μέσα επικοινωνίας που διαθέτουν για να εφαρμόσουν τις στρατηγικές τους και την ίδια στιγμή η αυτονομία της πολιτικής μοιάζει να βάλλεται διότι εφαρμόζονται λογικές που προέρχονται από άλλα πεδία. Πρόκειται για ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα παράδοξα της εποχής μας. Η διεύρυνση του περιεχομένου της πολιτικής ο πολλαπλασιασμός των τόπων πολιτικοποίησης και των μέσων κινητοποίησης δεν συνδέεται γραμμικά με τη δημοκρατική διεύρυνση.
Εκτιμάς ότι το πολιτικό και το κομματικό σύστημα θα επηρεαστεί από τις εξελίξεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ;
Θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε τι συνιστά η εκλογή και πώς θα εγγραφεί στους πολιτικούς συσχετισμούς, διότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σε ένα περιβάλλον ασταθές και ο κ. Κασσελάκης δεν έχει ακόμα δείξει την ατζέντα του. Δηλαδή πρέπει να δούμε πώς θα λειτουργήσει το κόμμα, ποιες επιλογές πολιτικού προσωπικού θα γίνουν, πως θα στελεχωθούν καίριες θέσεις και ποιοι προγραμματικοί άξονες θα τεθούν στο συνέδριο. Σαφώς οι αυτοδιοικητικές εκλογές δεν μπορούν να μετρήσουν την απήχηση της εκλογής Κασσελάκη, είναι πολύ νωρίς. Στις ευρωεκλογές, αντίθετα, θα έχουμε ενδείξεις κάποιων συσχετισμών. Οι πρώτες ωστόσο δημοσκοπήσεις δείχνουν περιορισμένη απήχηση στο εκλογικό σώμα. Ωστόσο και οι υπόλοιποι παίκτες έχουν χάσει το βηματισμό τους. Η κυβέρνηση της ΝΔ δυσκολεύεται, παλεύει με τα γεγονότα –που θέτουν νέα ατζέντα στην οποία δεν έχουν δοθεί λύσεις–και με την προηγούμενη τετραετία της, δηλαδή τον εαυτό της, ενώ αυξάνονται τα ποσοστά έλλειψης εμπιστοσύνης στην αποτελεσματικότητά της. Από την άλλη, το ΠΑΣΟΚ φαίνεται ότι δεν έχει καταφέρει να έχει μια ισχυρή αντιπολιτευτική παρουσία, τη στιγμή που θα μπορούσε να αξιοποιήσει τους τριγμούς από τις εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ.
Η εκλογή Κασσελάκη ερμηνεύεται, κυρίως στα τηλεοπτικά πάνελ, ως ένα μήνυμα «ενάντια στην κυβερνώσα αριστερά», από τη στιγμή που οι άλλοι υποψήφιοι (με εξαίρεση τον Στ. Τζουμάκα) ήταν υπουργοί επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Πώς κινήθηκαν οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ;
Η εκλογική συμπεριφορά υπέρ του κ. Κασσελάκη δημιουργήθηκε στη βάση πέντε δυναμικών. Η πρώτη ήταν ότι η ψήφος διαμορφώθηκε στη βάση της εκλογικής συντριβής των διπλών εκλογών του 2023. Εκφράστηκε η προσδοκία αντιστροφής του αρνητικού αποτελέσματος. Η δεύτερη, συνδεδεμένη με την πρώτη, είναι ότι ο κ. Κασσελάκης είναι ο ίδιος εκτός κομματικών μηχανισμών, χαρακτηριστικό που δεν είχε κανένας άλλος υποψήφιος, αν και είχε κομματικά ερείσματα. Το τρίτο στοιχείο είναι ότι δόθηκε η εικόνα ενός προσώπου που διαθέτει μια εξαιρετική επαφή με τους πολίτες και άρα ότι πετυχαίνει μία γείωση στην κοινωνία. Η τέταρτη δυναμική είναι η έκφραση της αντισυστημικότητας και πέμπτον το στοίχημα της εξουσίας που θα μπορούσε να κερδηθεί. Ο κ. Κασσελάκης ακολούθησε μία στρατηγική εξωστρέφειας η οποία ταυτόχρονα είχε βαθιά κομματικά ερείσματα. Και εδώ νομίζω ότι ήταν το λάθος της στρατηγικής της Έφης Αχτσιόγλου, γιατί είχε ως στόχο κυρίως το κομματικό κοινό, τη στιγμή που η εκλογική διαδικασία απευθυνόταν σε μία διευρυμένη βάση. Δεν απευθύνθηκε σε αυτό τον κόσμο και δεν εκτίμησε σωστά την παρουσία Κασσελάκη και όσα προμήνυε. Την δεύτερη βδομάδα έγινε μια στροφή, με στοιχεία πόλωσης και ανάδειξης των προγραμματικών αξόνων, αλλά παρέμεινε πιο θεσμική, χωρίς να συστηθεί ξανά στο εν δυνάμει εκλογικό πληθυσμό. Η στρατηγική της είχε βαθύτερες χαράξεις που δεν αναδείχθηκαν.
Ανέπτυξες πώς αποτιμάς τις εσωκομματικές εκλογές για τον ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα εξουσίας. Για τον ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα της Αριστεράς;
Νομίζω θα αναπροσαρμοστεί σημαντικά ο ΣΥΡΙΖΑ. Ίσως παραμείνει μια τάση εσωκομματική, η οποία θα είναι ισχυρή μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ο ιδεολογικός και προγραμματικός μετασχηματισμός δεν συντελέστηκε την προηγούμενη βδομάδα, έχει ξεκινήσει από το 2015.
Τι μηνύματα θα πρέπει να λάβει η υπόλοιπη Αριστερά για όσα συντελούνται εντός του ΣΥΡΙΖΑ;
Νομίζω ότι αυτές οι δυνάμεις θα διεκδικήσουν πιο δυναμικά την ταυτότητα της Αριστεράς μέσα στο πολιτικό πεδίο, βλέποντας ότι υπάρχει ένα κενό που μπορούν να καλύψουν. Και βέβαια τα κόμματα που είναι σε αυτό το χώρο θα φωτίσουν ακόμα περισσότερο αυτή την έλλειψη, για να μπορέσουν να προσεγγίσουν τον κόσμο που θα μετακινηθεί εκλογικά από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Εν τέλει, η επικοινωνία νίκησε την πολιτική; Πολλές αναλύσεις αποδίδουν την νίκη του κ. Κασσελάκη σε μια πολύ καλή ομάδα επικοινωνίας, με ορθή χρήση σόσιαλ μίντια, με σκηνοθεσία και ωραία παρουσία.
Υπάρχει μια παρανόηση εδώ. Τείνουμε να περιορίζουμε την επικοινωνία σε ένα σύνολο τεχνικών μάρκετινγκ και να τη συρρικνώνουμε στο ζιβάγκο, το πουκάμισο χωρίς γραβάτα, τη καρδούλα, τα σηκωμένα μανίκια, την αξυρισιά των τριών ημερών σε περιόδους κρίσεων ή τα βιντεάκια στο τικ τοκ. Η επικοινωνία είναι συνυφασμένη με την πολιτική και η πολιτική δεν υπάρχει χωρίς επικοινωνία, γιατί επικοινωνία είναι πειθώ, είναι απεύθυνση στον άλλον και ως εκ τούτου συνιστά μια σύνθετη διαδικασία, μέσω της οποίας συνάπτονται κοινωνικοί και πολιτικοί δεσμοί και δημιουργείται η συναίνεση. Ξεχνάμε ότι η επικοινωνία είναι η καταστατική συνθήκη της πολιτικής πειθούς. Η επικοινωνία είναι και στρατηγική και απαιτεί τη συνεκτίμηση ενός συνόλου παραμέτρων: την ανάλυση του πολιτικού πεδίου και των πολιτικών αντιπάλων τις δεδομένες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, την εκλογική γεωγραφία κλπ. Όσο και να βοηθούν οι τεχνικές επικοινωνίας αν δεν υπάρχει το περιεχόμενο της πολιτικής στρατηγικής τότε η εικόνα είναι άδειο κέλυφος και η δυναμική της εξαντλείται πολύ γρήγορα. Εδώ πρέπει να πω ότι πολλές φορές καταγγέλλουμε ως επικοινωνιακά πυροτεχνήματα φαινόμενα που δεν κατανοούμε το ιστορικό τους βάθος και τη δυναμική των κοινωνικοπολιτικών τους συσχετισμών. Το αυτό συνέβη και με την νίκη Κ. Μητσοτάκη. Το τικ τοκ, η επικοινωνιακή διαχείριση των κρίσεων ή η ομάδα των επαγγελματιών συνέβαλλαν στη νίκη αλλά το βασικό είναι ότι η ΝΔ έχει καταφέρει να οικοδομήσει μία στρατηγική ελέγχου και επιβολής της πολιτικής της ατζέντας, ορίζοντας έτσι το γήπεδο που παίζεται το πολιτικό παιχνίδι. Αυτή είναι η ιστορία, να διαμορφώσεις εσύ πρώτος τους όρους της πολιτικής αντιπαράθεσης και να επιβάλλεις την ατζέντα σου.
Ιωάννα Δρόσου