30 Σεπτεμβρίου 2016. Ο Κάμερον Χάρις, ένας νεαρός που μόλις έχει τελειώσει τις σπουδές του και ψάχνει να βρει δουλειά, κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας του και γράφει ένα άρθρο στο blog του, το ChristianTimesNewspaper.com. Η συγγραφή τού παίρνει περίπου 15 λεπτά.
Στις αρχές του Σεπτεμβρίου, ο Ντόναλντ Τραμπ, δεύτερος πίσω από την Χίλαρι Κλίντον στις δημοσκοπήσεις, μιλώντας στο Οχάιο, για να δικαιολογήσει τα άσχημα ποσοστά του και την επικείμενη νίκη της Κλίντον, δήλωνε: «Σας λέω ειλικρινά ότι φοβάμαι πως οι εκλογές θα είναι νοθευμένες». Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι είχε «όλο και περισσότερες» αποδείξεις γι’ αυτό, χωρίς ποτέ να διευκρινίσει.
Ε, αφού ο Τραμπ δεν είπε τίποτα, τα έγραψε ο Χάρις. Το «ρεπορτάζ» του έλεγε ότι βρέθηκαν σταυρωμένα ψηφοδέλτια της Κλίντον (για να αντικαταστήσουν τα κανονικά) στο Οχάιο. Υπήρχε μάλιστα και ένας μάρτυρας, ένας ηλεκτρολόγος –του έδωσε και όνομα- που πήγε στην αποθήκη με τα ψηφοδέλτια για δουλειά και ανακάλυψε τις κούτες. Στόλισε το άρθρο και με μια φωτογραφία που βρέθηκε τυχαία στο Διαδίκτυο και η προέλευσή της ήταν από την Αγγλία.
Ήταν η αρχή του «success story» α λα Χάρις. Ανέβασε το κείμενό του σε πέντε διαφορετικές σελίδες στο Facebook, τις οποίες είχε φτιάξει ειδικά για την «μπίζνα» του και το άρθρο απογειώθηκε. Σε λιγότερο από μία εβδομάδα τού έφερε 5.000 δολάρια έσοδα από κλικ σε διαφημίσεις της Google. Σημαντικό κομμάτι από τα συνολικά 22.000 δολάρια που κέρδισε μέχρι την ημέρα των εκλογών. Κι αυτό για περίπου 20 ώρες δουλειά. Η εργατοώρα του πληρώθηκε κάπου 1.000 δολάρια.
Τέλη Οκτωβρίου, με την προεκλογική εκστρατεία –και την καριέρα του- να πλησιάζει στο τέλος της, ο Χάρις ζήτησε εκτίμηση της εμπορικής αξίας του domain του, το οποίο είχε φτάσει να είναι στα 20.000 πιο επισκέψιμα όλου του Διαδικτύου. Η εκτίμηση ήταν για 115.000-125.000 δολάρια κι εκεί ο Χάρις έκανε το μεγάλο λάθος: Αποφάσισε να μην την πουλήσει και να περιμένει λίγο ακόμα. Τον πρόλαβε, ωστόσο, η Google, γιατί μόλις αποκαλύφθηκε ότι τα άρθρα του ήταν αποκυήματα μιας πλούσιας και κυρίως παραδόπιστης φαντασίας, η εταιρεία τον απέκλεισε, όπως και άλλες αντίστοιχες σελίδες, από τη διαφήμισή της. Το domain του δεν άξιζε πια τίποτα και σήμερα έχει ήδη κατέβει από το Δίκτυο.
Ωστόσο, και γερό μεροκάματο έβγαλε και σήμερα ετοιμάζεται να ανοίξει τη δική του εταιρεία συμβούλων επικοινωνίας.
Τι συμβαίνει, λοιπόν, σήμερα; Τι είναι όλη αυτή η βιομηχανία των fake news;
Είναι σίγουρο ότι για όλα φταίει ο Ντεριντά. Ο θεμελιωτής της αποδόμησης. Από κει άρχισαν όλα: Το τέλος του ενός, η αρχή του άλλου, η έννοια, η τρέλα, τα αντιφατικά νοήματα, η αποδόμηση του εαυτού σου… Τα αποδομήσαμε κι εμείς όλα και φτάσαμε το 2016 η λέξη της χρονιάς να είναι «post-truth», η «μετα-αλήθεια», δηλαδή οι συνθήκες εκείνες στις οποίες για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης τα πραγματικά γεγονότα είναι λιγότερο σημαντικά από το συναίσθημα και τις προσωπικές πεποιθήσεις.
Κι αυτό στην πολιτική είχε ως αποτέλεσμα έναν Τραμπ, έναν Πούτιν, μια Λεπέν, έναν Βίλντερς και πολλούς άλλους.
Και στην ενημέρωση είχε ως αποτέλεσμα έναν άλλο νεολογισμό: Τις ψευδείς ειδήσεις, τα «fake news».
Θα πάμε πίσω στον χρόνο, περίπου τριάντα χρόνια πριν, στο 1988. Τότε οι Έντουαρντ Χέρμαν και Νόαμ Τσόμσκι δημοσιεύουν ένα βιβλίο με τίτλο «Κατασκευάζοντας τη συναίνεση» (με υπότιτλο “Πολιτική Οικονομία των Μέσων Μαζικής Eνημέρωσης”). Στο βιβλίο αυτό υποστηρίζουν ότι τα αμερικανικά μίντια βάζουν ζουρλομανδύα στον εθνικό διάλογο. Ισχυρίζονται πως η είδηση καθορίζεται από μια χούφτα εταιρειών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης που έχουν πρόσβαση στο ευρύ κοινό και υψώνουν ένα τεράστιο εμπόδιο που κρατά μικρότερες, ανεξάρτητες φωνές εκτός δημόσιου διαλόγου. Το επιχειρηματικό μοντέλο τους στηρίζεται σε μεγάλες διαφημιστικές καμπάνιες, οι οποίες δεν βλέπουν με καλό μάτι τη δημοσίευση άρθρων που οι ίδιες θεωρούν αμφιλεγόμενα ή δυσάρεστα. Από την πλευρά τους, οι δημοσιογράφοι στηρίζονται στη συνεργασία τους με «υψηλόβαθμες» πηγές, μια συμβιωτική σχέση που αποτρέπει τον Τύπο από το να δημοσιεύει οτιδήποτε μπορεί να είναι αντίθετο στις απόψεις των πηγών αυτών. Το αποτέλεσμα είναι μια ψεύτικη εθνική συναίνεση, η οποία αγνοεί γεγονότα, απόψεις και ιδέες.
Ποια είναι τα στοιχεία που μας ενδιαφέρουν στα παραπάνω;
Ολιγάριθμα μέσα
Μεγάλες διαφημιστικές καμπάνιες
Συνέργεια πολιτικών – δημοσιογράφων
Εθνική συναίνεση
Ποια είναι η κατάσταση σήμερα; Πρώτον τα μέσα δεν είναι απλώς πολλά είναι άπειρα. Δεύτερον, η διαφήμιση δεν προτιμά τις μεγάλες καμπάνιες, αλλά μικρές, στοχευμένες διαφημίσεις, μέσω κυρίως δύο κολοσσών, της Google και του Facebook. Και τέλος, οι πολιτικοί δεν έχουν ανάγκη τους δημοσιογράφους για να φτάσουν στους πολίτες, μπορούν να το κάνουν μέσα από το Twitter.
Αυτές οι κεφαλαιώδεις διαφορές θα έφταναν για να ακυρώσουν τη θεωρία των Χέρμαν και Τσόμσκι και ο μεταμοντέρνος κόσμος μας να ήταν ένας κόσμος δημοκρατικός, όπου η κυκλοφορία των ειδήσεων θα χαρακτηριζόταν από τον πλουραλισμό και την πολυφωνία. Όπως θα ήθελε ο Ντεριντά. Και ώς έναν βαθμό αυτό είναι αλήθεια.
Στην πραγματικότητα, όμως, όλοι έχουν πια την ικανότητα και τη δυνατότητα να φτάσουν σε όλους και να τους πουν το οτιδήποτε. Έπεσε κάθε φράγμα. Και μαζί με τις νέες, αντισυστημικές ιδέες περνάνε και ιδέες περιθωριακές, με την κακή έννοια του όρου, περνάει η ρητορική μίσους και φυσικά και οι ψεύτικες ειδήσεις. Και δεν υπάρχει απολύτως τίποτα για να τα σταματήσει.
Πολλές πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι το κοινό παρακολουθεί κυρίως τις ειδήσεις που «μιλάνε» στα ενδιαφέροντά του, στις πεποιθήσεις του και πάνω απ’ όλα στα συναισθήματά του. Και τα κυρίαρχα συναισθήματα είναι σήμερα δύο, ο φόβος και ο θυμός. Όπως ακριβώς ορίζει η εποχή της «μετα-αλήθειας»
Με άλλα λόγια, περάσαμε από τη συναίνεση, δηλαδή τη συμφωνία, στη διαφωνία, δηλαδή στην αντιγνωμία, ακόμα και τη διένεξη.
Έχουμε λοιπόν το νέο προϊόν προς πώληση από το νέο οικονομικό μοντέλο των μίντια, τη διένεξη.
Το δεύτερο ερώτημα είναι πού το πουλάμε.
Στο παλιό μοντέλο, η εφημερίδα ή το κανάλι ή το ραδιόφωνο ήταν διάσπαρτα από διαφημίσεις. Δεν πάει πολύς καιρός που το διαφημιστικό τμήμα έστελνε τις σελίδες στη σύνταξη με τη σήμανση Χ σε όσες από αυτές είχαν «πουληθεί». Οι δημοσιογράφοι έπρεπε να γεμίσουμε τις υπόλοιπες σελίδες. Αν κάποια είδηση έμενε απέξω, τόσο το χειρότερο για την είδηση. Παρ’ όλα αυτά, το προϊόν ήταν η είδηση, χωρίς αυτή δεν υπήρχε διαφήμιση. Και όσο πιο καλό το προϊόν, τόσο πιο πολύ το αγαπούσαν και το εμπιστεύονταν οι αναγνώστες, τόσο το αγόραζαν και τόσο οι διαφημιστές αγόραζαν σελίδες. Όλοι αγόραζαν, λέξη-κλειδί.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αντέστρεψαν αυτό το μοντέλο. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν είναι παρά διαφημιστικές πλατφόρμες που έψαχναν και κάποιο περιεχόμενο για να «τσιμπήσουν» πελάτες. Ως γνωστόν, η διαφήμιση είναι δωρεάν, ο καταναλωτής δεν αγοράζει διαφήμιση, θα πρέπει να τον παγιδέψεις, κατά κάποιον τρόπο, για να τη δει. Έτσι, λοιπόν, αυτό που στον χρήστη του Διαδικτύου σερβιρίστηκε ως δωρεάν, δηλαδή μια μηχανή αναζήτησης, ένας λογαριασμός ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ένας χώρος για να ποστάρει τις φωτογραφίες τής γάτας του, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια τεράστια παγίδα για να επανέρχεται ξανά και ξανά και να βομβαρδίζεται από διαφημίσεις. Οι διαφημιστικές πλατφόρμες δεν ενδιαφέρονται για το ποιόν του περιεχομένου. Ενδιαφέρονται μόνο για την επιστροφή του «πελάτη».
Και ο «πελάτης»; Τόσο χαζός είναι πια, που δεν το κατάλαβε; Που δελεάστηκε από το δωρεάν και έπεσε στην παγίδα; Όχι, ήταν η συγκυρία τέτοια. Η ανάδυση του δωρεάν (δεν θα λέμε πια μέσα κοινωνικής δικτύωσης) συνέπεσε με μια κατακόρυφη πτώση της αξιοπιστίας της δημοσιογραφίας. Η «συναίνεση», όπως την όρισαν οι Χέρμαν και Τσόμσκι, ήταν –μαζί με την οικονομική κρίση που χτύπησε και τα μίντια- ένας από τους βασικούς παράγοντες που ο κόσμος αποστράφηκε τα μέσα ενημέρωσης και δεν πίστευε πια σ’ αυτά. Προτιμούσε τις θεωρίες της συνωμοσίας και τα ψέματα που έθρεφαν και εξέφραζαν τον φόβο και τον θυμό του. Ακριβώς ο ίδιος μηχανισμός όπως και στην πολιτική.
Και δεν είναι καθόλου τυχαίο που η εποχή των fake news είναι η εποχή των ισχυρών ανδρών στον πλανήτη, ανδρών χωρίς ιδεολογία, αλλά με μπόλικη δόση λαϊκισμού.
Τη διένεξη δεν την πουλάμε, τη χαρίζουμε.
Το μοντέλο αντιστράφηκε εντελώς από τη στιγμή που ο πολίτης πίστεψε ότι η ενημέρωση μπορεί να είναι δωρεάν, ότι μπορεί να την έχει χωρίς να πληρώσει. Θεώρησε πως δεν χρειάζεται πια τους δημοσιογράφους ως διαμεσολαβητές, γιατί μπορούσε να έχει πρόσβαση απευθείας στην πηγή. Καταργώντας, όμως, τους δημοσιογράφους, κατήργησε και την αξιολόγηση, την ιεράρχηση, την εξακρίβωση, τη διασταύρωση της είδησης.
Το τρίτο και τελευταίο μας ερώτημα είναι το πώς. Ο μηχανισμός δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολος. Γράφουμε ένα άρθρο, ό,τι να ’ναι και κάνουμε ένα tweet, το οποίο, με τη σειρά του, γίνεται retweet από άλλους. Αυτοί οι άλλοι μπορεί να είναι και δικοί μας ψεύτικοι λογαριασμοί. Το ίδιο γίνεται και με το Facebook. Κατόπιν, κάποιος major account στο Twitter ή το Facebook με χιλιάδες followers κάνει retweet ή share. Έτσι, η «είδηση» φτάνει στα μεγαλύτερα blogs και τέλος στα mainstream media. Πλέον, ακόμα κι αν έμπειροι δημοσιογράφοι θελήσουν να ψάξουν, είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί η αρχική πηγή της «είδησης». Εν τω μεταξύ, ο αρχικός συντάκτης κερδίζει από τα κλικ που γίνονται στις διαφημίσεις στην ιστοσελίδα του.
Το εργοστάσιο ψεύτικων ειδήσεων στο Βέλες
Το πρώτο άρθρο για τον Ντόναλντ Τραμπ που δημοσίευσε ο Μπόρις περιέγραφε ότι, κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας στη Βόρεια Καρολίνα, ο υποψήφιος πρόεδρος χαστούκισε κάποιον στο ακροατήριο επειδή διαφώνησε μαζί του. Όλα ψέματα φυσικά. Ο Μπόρις το είχε βρει κάπου στο Δίκτυο και το αντέγραψε στη σελίδα του, την Daily Interesting Things. Κατόπιν, έκανε αναρτήσεις σε διάφορες ομάδες στο Facebook που ασχολούνταν με τις αμερικανικές εκλογές. Το άρθρο μοιράστηκε 800 φορές, ο Μπόρις έβγαλε 150 δολάρια από διαφημίσεις και παράτησε αμέσως την τελευταία τάξη του Λυκείου. Από τον Αύγουστο ώς τον Νοέμβριο του 2016, ο Μπόρις εισέπραξε συνολικά 16.000 δολάρια από τις δύο φιλοτράμπ ιστοσελίδες του, σε μια χώρα που ο μέσος μηνιαίος μισθός είναι 371 δολάρια, την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Εκεί, η πόλη Βέλες των 55.000 κατοίκων έφτασε να έχει περίπου 100 τέτοιες σελίδες, γεμάτες με «ζουμερές», εντελώς ψεύτικες ειδήσεις υπέρ του Τραμπ.
Οι κάτοικοι του Βέλες, μιας μολυσμένης πρώην βιομηχανικής πόλης, που τα τελευταία χρόνια έχει μαραζώσει, δημιούργησαν μια βιομηχανία ψυχρού αμοραλισμού, έξω από κάθε ιδεολογία αλλά και ευαισθησία για το αποτέλεσμα των εκλογών. Όποιος και να κέρδιζε το ίδιο τους έκανε, αρκεί να έβγαζαν αρκετά χρήματα χωρίς να νοιάζονται για τις συνέπειες των πράξεών τους.
Η περίπτωση του Μπόρις είναι χαρακτηριστική. Δημοσίευε και με το δικό του όνομα αλλά και μέσα από 200 ψεύτικα προφίλ του Facebook. Τα έκανε share από το ένα στο άλλο και ο κόσμος «τσίμπαγε» βλέποντας τόσα likes και shares. Μία από τις αναρτήσεις του έφτασε να έχει 1.200 shares. Έμαθε και κόλπα: Διαφημίσεις ανάμεσα στο κείμενο, ώστε τελικά ένας στους πέντε επισκέπτες της σελίδας να κάνει κλικ πάνω σε μία απ’ όλες.
Οι φίλοι του ζήλεψαν και έκαναν το ίδιο. Και ζήλεψαν και οι φίλοι τους και ήθελαν κι αυτοί. Κι έτσι φτάσαμε στις 100 αντίστοιχες ιστοσελίδες. Μία-μία έκλεισαν όταν η Google κατέβασε τις διαφημίσεις της. Έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν ενδιαφέρεται για τις αμερικανικές εκλογές πια. Κάτι άλλο θα βρουν, δεν μπορεί. Δύσκολο, όμως, να γυρίσουν στις παλιές τους περιβαλλοντικές ανησυχίες…
Βάλια Καϊμάκη
Πηγή: Η Αυγή