Macro

Fabio Stassi «Μάστρο-Τζεπέτο», μετάφραση: Δήμητρα Δότση, Ίκαρος, 2023

Γεννήθηκε στη Ρώμη το 1962. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα γράμματα το 2006. Ο λόγος για τον ιταλό συγγραφέα Φάμπιο Στάσι, που έχει ήδη στις αποσκευές του έντεκα μυθιστορήματα, μαζί με διηγήματα, δοκίμια και παιδικά βιβλία. Διευθυντής πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης στη Ρώμη και υπεύθυνος ιταλικής λογοτεχνίας σε μεγάλο εκδοτικό οίκο της Ιταλίας, ο Στάσι κέρδισε, με ορισμένα έργα του, βραβεία και μεγάλη αναγνώριση. Επίσης, εισήγαγε τη sui generis φιγούρα του βιβλιοθεραπευτή Βίντσε Κόρσο – «Κάθε σύμπτωση έχει ψυχή» (μτφ. Δήμητρα Δότση, εκδ. Ίκαρος, 2019).
 
Από την άλλη, ο Πινόκιο πρωτοεμφανίστηκε διά χειρός Κάρλο Κολόντι, το 1883, και έκτοτε έχει γνωρίσει πάμπολλες εκδοχές. Στο σημείωμά του ο συγγραφέας δηλώνει πως αφορμή για αυτό το βιβλίο ήταν ο αγαπημένος θείος του, πάσχων από Αλτσχάιμερ, που κάθε ημέρα έχανε ένα μέρος της μνήμης και της ομιλίας του. Αλλά και ο ίδιος ο Κολόντι ζούσε μια μίζερη ζωή με οξείς ρευματισμούς, στο φτωχικό δωμάτιο του, με τα λίγα που κέρδιζε, αυτός, λογοκριτής στο θέατρο στο Βασίλειο της Τοσκάνης.
 
Ο Στάσι διαβάζει ανάποδα το βιβλίο του «Πινόκιο»: δεν υπάρχει μαγεία, μεταφυσικές καταστάσεις όπου τα ξύλα αποκτούν ζωή και πορεύονται όπως πορεύονται. Εδώ έχουμε τον μάστρο-Τζεπέτο, ολομόναχο ενώ χάνει τη μνήμη του και τη λαλιά του, με τους συντοπίτες του να τον θεωρούν σαλό και να του σκαρώνουν χοντρές πλάκες: ο προύχοντας του χαρίζει ένα κούτσουρο β’ διαλογής κάνοντάς τον να πιστέψει πως διαθέτει μαγικές ιδιότητες. Μιλάμε για ένα χωριό κατοικημένο από «μικροκαμωμένους, μικρόψυχους και βάρβαρους ανθρώπους που πλήγωναν αδιάκοπα ο ένας τον άλλον». Και ο μοναχικός γέρος με περισσή αγάπη δημιουργεί από το κούτσουρο ένα ξύλινο παιδί.
 
Εδώ είναι που ο Στάσι γειώνει το παραμύθι διαβάζοντάς το από τη μεριά του Τζεπέτο. Δεν υπάρχει ζωή στον Πινόκιο, αλλά στα μάτια τού πατέρα του είναι ολοζώντανος. Η αισχρή μπλόφα συνεχίζεται όταν οι φίλοι του προτρέπουν τον ξυλουργό να γράψει τον γιο του στο σχολείο αφού πρώτα δηλώσει τη γέννησή του. Εκεί κλείνουν τον Πινόκιο σε ένα ντουλάπι και δηλώνουν στον ανήσυχο γονέα πως ο μικρός έφυγε με ένα τσίρκο-μπουλούκι. Αναγκαστικά ο μάστορας βγαίνει στο φως της ημέρας και συγχρωτίζεται τους ομοίους (;) του για πρώτη φορά στη ζωή του.
 
Καθώς ο Στάσι ακολουθεί το γνωστό στόρι, εστιάζει πάντοτε στο πρόσωπο του γέρου πατέρα όπου με τη δύναμη της αγάπης, αυτός ο λιανός, ρακένδυτος άνθρωπος, που «παραήταν φτωχός ακόμα και για να πεθάνει», αναδεικνύεται σε κεντρική προσωπικότητα: διάσημος μαριονετίστας, κλόουν, τρελός και ονειροπόλος, γυρίζει σε διάφορα τσίρκα ψάχνοντας πάντοτε το παιδί – στη φυλακή ως πένητας, στην κοιλιά του κήτους ως άλλος Ιωνάς και τέλος στον Βασιλικό Οίκο των Τρελών.
 
Ο Στάσι ακολουθεί την παράδοση του ιταλικού νεορεαλισμού, με τον φακό του στον ταπεινό Τζεπέτο και κατ’ επέκταση σε όλους τους καταφρονεμένους του κόσμου. Θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν μια ασπρόμαυρη παζολινική ταινία. Αυτό ακριβώς γράφει σε μια αποστροφή του λόγου του ο ρωμαίος λογοτέχνης: «Η αλήθεια είναι ότι η Ναζαρέτ του είναι ένα κακόψυχο χωριό στην κορυφή ενός από τα Απέννινα, που έχει για αγαπημένο του παιχνίδι να λιθοβολεί τους κουτσούς, τους μαγκούφηδες, τους φουκαράδες».
 
Αντώνης Ν. Φράγκος