Η κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας, μετά την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και εν μέσω μαζικών κινητοποιήσεων, είναι εύθραυστη; Το κόμμα της “σταθερότητας”, των “θεσμών” και της “κανονικότητας” που βρίσκεται;
Τον Απρίλιο του 2024 σχολίαζα από τις στήλες της Εποχής ένα φαινομενικά παράδοξο: Η Νέα Δημοκρατία αν και πολιτικά κυρίαρχη η κοινωνική της νομιμοποίηση ήταν περιορισμένη και ισχνή, πιθανολογούσα μάλιστα ότι σε ανύποπτο χρόνο θα μπορούσε να εκδηλωθεί ένα ισχυρό ρεύμα δυσαρέσκειας και αμφισβήτησης. Τρεις μήνες αργότερα, στις ευρωεκλογές του Μαΐου απώλεσε 12,5% της επιρροής της μπαίνοντας σε έναν κύκλο φθοράς που κορυφώθηκε με την τεράστια συγκέντρωση για το έγκλημα των Τεμπών και αποτυπώθηκε στα εντυπωσιακά ευρήματα των δημοσκοπικών ερευνών που ακολούθησαν. Η εξέλιξη αυτή ήταν φυσιολογική και προδιαγεγραμμένη αφού η πολιτική της κυριαρχία οφειλόταν κυρίως σε μια ευνοϊκή οικονομική και δημοσιονομική συγκυρία.
Ωστόσο η φθορά της κυβέρνησης είναι το πλέον έκτυπο, όχι όμως και το σοβαρότερο, σύμπτωμα μιας ενδημικής κρίσης νομιμοποίησης που φαγοκυτταρώνει το πολιτικό μας σύστημα ήδη από το 2008. Η απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος είναι συνέπεια της εξουδετέρωσης των μηχανισμών διαχείρισης των πολλαπλών κρίσεων που προκαλεί ο παγκοσμιοποιημένος νεοφιλευθερισμός. Εκτιμώ μάλιστα ότι η κρίση θα επιδεινωθεί όταν στο προσεχές διάστημα θα γίνουν ορατά τα αποτελέσματα των ριζικών και ραγδαίων μεταβολών που δρομολογούνται στις διεθνείς γεωοικονομικές στρατηγικές μετα την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, μεταβολές που αφενός θα περιορίσουν ακόμη περισσότερο την κυριαρχία των αδύναμων χωρών όπως η Ελλάδα και αφετέρου θα συρρικνώσουν δραματικά τις κοινωνικές πολιτικές διογκώνοντας τα σωρευμένα κοινωνικά προβλήματα.
Τα Τέμπη, δύο χρόνια μετά, είναι στο προσκήνιο. Πώς επηρεάζουν το πολιτικό τοπίο; Το κομματικό σύστημα;
Τα Τέμπη ήταν η θρυαλλίδα που συμπύκνωσε όλες τις αντινομίες του πολιτικού συστήματος και πυροδότησε όλες τις εστίες κοινωνικής δυσφορίας που αυτές προκαλούν. Τα πλήθη που συνέρρευσαν στις πλατείες δήλωσαν ηχηρά την αγωνιά και την οργή τους για την ακραία διακινδύνευση της ζωής και της ασφάλειας στο όνομα του κέρδους με την κραυγή «δεν έχω οξυγόνο», για το «μπάζωμα» της ανθρώπινης αξιοπρέπειας προκειμένου να συγκαλυφθούν οι πολιτικές ευθύνες, για την φαλκίδευση στοιχειωδών δικαιοκρακτικών εγγυήσεων, γεγονός που εμπεδώνει το αίσθημα της αδικίας, της ανισότητας και της ανασφάλειας δικαίου. Η κοινωνική αποδοκιμασία δεν αποδυναμώνει απλά την κυβέρνηση, αλλά απαξιώνει το σύνολο των πολιτικών θεσμών. Ανεξάρτητα λοιπόν από την έκβαση των κινητοποιήσεων, εφόσον δεν αντιμετωπιστούν ριζικά τα αίτια που τροφοδοτούν την κοινωνική δυσαρέσκεια, το φάντασμα των Τεμπών θα πλανιέται απειλητικά πάνω από το πολιτικό σύστημα. Ακόμα και αν η μνήμη του γεγονότος ξεθωριάσει με τον χρόνο είναι σχεδόν βέβαιο ότι κάποιο νέο συμβάν θα πυροδοτήσει ξανά την κοινωνική διαμαρτυρία.
Την ίδια στιγμή η αφύπνιση της κοινωνίας φώτισε αχνά και μια ισχνή προς το παρόν δυνατότητα επαναδιεκδίκησης της πολιτικής και αποκατάσταση των θεμελιακών αξίων. Η δυναμική αμφισβήτηση του κατεστημένου πολιτικού συστήματος και των συστημικών πολιτικών δυνάμεων δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ανάδυση νέων πολιτικών υποκειμένων, την ανάδειξη νέου πολιτικού προσωπικού και τη διατύπωση εναλλακτικών ριζοσπαστικών προγραμμάτων. Παρά τη αισιοδοξία, που εύλογα προκαλούν οι εξελίξεις, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι το κινητοποιημένο πλήθος παραμένει ιδεολογικοπολιτικά αχαρτογράφητο. Από την άποψη αυτή δεν θα πρέπει να θεωρούμε δεδομένο ότι ο ριζοσπαστισμός των μαζών κινείται αυτόδηλα σε προοδευτική κατεύθυνση. Αντίθετα είναι πολύ πιθανό, δεδομένης και της έκδηλης πλέον συντηρητικής στροφής που καταγράφεται διεθνώς, τα ρυάκια της οργής να αρδεύσουν το εύφορο εκλογικά έδαφος της ακροδεξιάς
Ο κίνδυνος της ακροδεξιάς να βρεθεί στα πράγματα πόσο αυξημένος και πόσο ορατός είναι; Στη Γερμανία το AfD εκλέχτηκε δεύτερο κόμμα και στις ΗΠΑ ο Μασκ είναι ο σκιώδης πρόεδρος της ακροδεξιάς πολιτικής του Τραμπ.
Πράγματι κίνδυνος της ακροδεξιάς στοιχειώνει ξανά μετά από 80 χρόνια τον κόσμο. Και ο κίνδυνος αυτή τη φορά είναι υπαρκτός και υπαρξιακός. Μπορεί η σύγχρονη ακροδεξιά να διαφέρει από τους προπολεμικούς της προγόνους, ωστόσο οι πολιτικές που ευαγγελίζεται απειλούν να κατεδαφίσουν τις μεταπολεμικές σταθερές που διασφάλισαν μια μακρά περίοδο ειρηνικής συνύπαρξης σε συνθήκες φιλελεύθερης και δημοκρατικής κοινωνική συμπερίληψης. Ωστόσο υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι και σοβαρές ευθύνες για το γεγονός ότι βγήκε ισχυρή και απενοχοποιημένη από την πολιτική απομόνωση και αποτελεί πλέον μια δύναμη με κυβερνητικές αξιώσεις.
Η αποδόμηση του κοινωνικού κράτους, το οποίο αποτέλεσε μεταπολεμικά ανάχωμα στην επιρροή της ακροδεξιάς, και η συνακόλουθη διόγκωση των κοινωνικών προβλημάτων σε συνδυασμό με την αυταρχική εξουδετέρωση ακόμα και μετριοπαθών ρεφορμιστικών προγραμμάτων διαχείρισής τους, κατασκεύασε επιμελώς πολυπληθή ακροατήρια που αναζητούν λύσεις στις εύληπτες ερμηνείες και τις ανέξοδες και απατηλές υποσχέσεις της. Η φαλκίδευση της δημοκρατίας στο βωμό της οικονομικής αποτελεσματικότητας και η εργαλειοποίηση ακόμα κα της ανθρώπινης ζωής χάριν των κερδών από τις τεχνοκρατικές ελίτ, έδωσε την ευκαιρία στους ακροδεξιούς πολιτικούς να οικειοποιηθούν και να διαστρεβλώσουν τα θεμελιώδη για τις δυτικές κοινωνίες προτάγματα της δημοκρατικής νομιμότητας και του οικουμενικού ανθρωπισμού. Η νομιμοποίηση της ακροδεξιάς ατζέντας (μεταναστευτικό, Νόμος και Τάξη) από τα κόμματα του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου καταργεί στην πράξη την υγειονομική ζώνη που είχε προγραμματικά χαραχθεί γύρω από τα ακροδεξιά μορφώματα με αποτέλεσμα σε πολλές χώρες να αναγνωρίζονται ως αξιόπιστοι συνομιλητές και κυβερνητικοί εταίροι. Σε αυτό το πλαίσιο εγγράφεται και η δυναμική άνοδος της ελληνικής ακροδεξιάς η συνολική επιρροή της οποίας φαίνεται να προσεγγίζει το 20%.
Μάλιστα στον ορίζοντα των ραγδαίων αλλαγών που δρομολογούνται στο διεθνές περιβάλλον οι πολιτικές ευκαιρίες για την ακροδεξιά αυξάνονται σημαντικά.
Η εμφανής πρόθεση της νέας αμερικανικής διοίκησης να εξάγει τον «τραμπισμό» στην Ευρώπη στηρίζοντας απροκάλυπτα ακόμα και κόμματα που κινούνται στις παρυφές του νεοναζισμού όπως η AFD, σε συνδυασμό με την πιθανολογούμενη όξυνση των εθνικιστικών ανακλαστικών που θα ενεργοποιήσει ο αναθεωρητισμός της ισχύος, όπου κατά τα φαινόμενα θα κανοναρχεί εφεξής τις διεθνείς σχέσεις θα ισχυροποιήσουν τη θέση της στα αποδιαρθρωμένα ευρωπαϊκά κομματικά συστήματα.
Συνοψίζοντας θα έλεγα ότι το αυγό του φιδιού επωάστηκε για τέσσερεις σχεδόν δεκαετίες στο έδαφος της νεοφιλελεύθερης δυστοπίας όπου η βαρβαρότητα κανονικοποιήθηκε και οι κοινωνίες εξοικειώθηκαν με το τέρας, ενώ τα διαχειριστικά αδιέξοδα του τεχνοκρατικού αυταρχισμού άνοιξαν το δρόμο για την επέλαση του εθνολαϊκστικού αυταρχισμού της alt right.
Το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε -αφότου κατέρρευσε ο ΣΥΡΙΖΑ- στην αντιπολίτευση. Στέκεται; Μιλάμε για την επαναφορά του παλαιού δικομματισμού;
Αν και στην πολιτική είναι ριψοκίνδυνο να διατυπώνει κανείς βεβαιότητες θεωρώ ότι στην παρούσα συγκυρία μοιάζει σχεδόν απίθανη η παλινόρθωση του δικομματισμού. Και τούτο διότι ο δικομματισμός δεν ανάγεται στη μηχανική του κομματικού συστήματος, ούτε πολύ περισσότερο συνίσταται στη νομή και διαχείριση της εξουσίας από δυο κυρίαρχα κόμματα. Αποτελεί μια ειδική μορφή διαμεσολάβησης των σχέσεων της κοινωνίας με το κράτος από δυο σταθερές παρατάξεις με ισχυρή κοινωνική γείωση, γεγονός που τους παρέχει τη δυνατότητα να οργανώνουν σταθερές κοινωνικές συμμαχίες και να εκπροσωπούν τα συμφέροντά τους μέσα από εναλλακτικά προγράμματα διακυβέρνησης
Στη συνάφεια αυτή η αναπαραγωγή του δικομματισμού προϋποθέτει την ικανότητα των κομμάτων να ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τα αιτήματα της εκλογικής τους πελατείας σε συνθήκες σχετικής πολιτικής σταθερότητας. Οι προϋποθέσεις αυτές έχουν εκλείψει προ πολλού. Συνεπώς, θα έλεγα ότι η κατάρρευση του δικομματισμού, η απίσχναση των πάλαι ποτέ κραταιών κομμάτων και ο κατακερματισμός του κομματικού συστήματος είναι δευτερογενή συμπτώματα της δομικής κρίσης αποτελεσματικότητας του κράτους και της εμφανούς δυσκολίας των μηχανισμών του να εφαρμόσουν πολιτικές ενσωμάτωσης που θα οργανώνουν σε σταθερές βάσεις την συναίνεση. Για να το θέσω διαφορετικά: η κρίση του δικομματισμού αλλά και των κομμάτων γενικότερα είναι η άλλη όψη της κρίσης του σύγχρονου φιλελεύθερου δημοκρατικού κράτους. Η εκτίμησή μου ενισχύεται από το γεγονός ότι η Νέα Δημοκρατία λίγους μήνες μετά το εντυπωσιακό ποσοστό που κατέγραψε στις δίδυμες εκλογές του 2023 κινείται σταθερά σε φθίνουσα τροχιά ενώ το τελευταίο διάστημα πλησιάζει τις ιστορικά χαμηλές της επιδόσεις. Το ΠΑΣΟΚ ,από την άλλη, παρά τη γοργή αποσύνθεση του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι εξαντλεί την περιορισμένη ούτως η άλλως δυναμική του και κατ’ επέκταση την προοπτική του να αποτελέσει τον εναλλακτικό πόλο διακυβέρνησης. Θα πρέπει ωστόσο να σημειώσω ότι ο κατακερματισμός και η ρευστοποίηση του κομματικού συστήματος δεν αποτελεί μια ακόμη ελληνική ιδιαιτερότητα. Οι ίδιοι ακριβώς παράγοντες αποδιοργανώνουν επίσης εδραιωμένους και ανθεκτικούς δικομματισμούς όπως στη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο και διπολισμούς όπως στην περίπτωση της Γαλλίας.
Η Αριστερά έχει χάσει την αξιοπιστία της. Ο κόσμος δεν εμπιστεύεται τα κόμματα, που προέρχονται από το χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Από την άλλη, η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλους, η οποία επίσης προέρχεται από τον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να προτάσσει αριστερές ιδέες απαραίτητα, είναι το μόνο κόμμα που ανεβαίνει. Γιατί;
Προφανώς αναφέρεσαι στα σκηνώματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Διότι οι συριζογενείς σχηματισμοί στο Κοινοβούλιο ελάχιστη πλέον σχέση έχουν με τον ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου 2009-2015. Αυτό το κόμμα ήταν επινόηση της κοινωνίας σε συνθήκες βαθύτατης κρίσης. Ήταν το πολιτικό όχημα που επέλεξε, με δικαιολογημένες επιφυλάξεις και με περιορισμένες προσδοκίες, για να επανακάμψει στην πολιτική και να δοκιμάσει τις αντοχές και τα όρια του συστήματος, που προκάλεσε την κρίση, σε αποκαταστακές μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα διασφάλιζαν ένα ελάχιστο επίπεδο κοινωνικής συνοχής και ασφάλειας.
Θεωρώ ότι ο τρόπος που διαχειρίστηκε την πρόκληση αυτή ο ΣΥΡΙΖΑ, τόσο κατά την κυβερνητική του θητεία, όσο και κατά την παραμονή του στην αξιωματική αντιπολίτευση, διέρρηξε οριστικά τους χαλαρούς ούτως ή άλλως δεσμούς του με μια ετερογενή και ρευστή κοινωνική βάση. Η προσχώρησή του στις λογικές διαχείρισης και η παράδοσή του στις δουλείες του κυβερνητισμού έγιναν έξη προαιρετική. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι τα θραύσματα αυτού του θνησιγενούς –εκ του αποτελέσματος– εγχειρήματος παραμένουν προσκολλημένα σε τακτικές κινήσεις κορυφής , αναφέρω ενδεικτικά τις εργώδεις και αγωνιώδεις προσπάθειες του Αλέξη Τσίπρα να επιστρέψει στην πολιτική σκηνή και τις αδιαφανείς διεργασίες για τη συγκρότηση της «μεγάλης κεντροαριστεράς» καθώς και σε θεσμικούς ελιγμούς όπως λ.χ. οι αστοχίες και οι παλινωδίες κατά τη διαδικασία ανάδειξης προέδρου της Δημοκρατίας και οι ατελέσφορες διαμάχες για τον προσφορότερο πολιτικό έλεγχο της κυβέρνησης. Ταυτόχρονα επιχειρούν να ψαρέψουν αμήχανα στα θολά νερά της κοινωνικής δυσαρέσκειας επενδύοντας τακτικά στα αμφίβολα και πρόσκαιρα οφέλη της παρωχημένης πλέον στρατηγικής της τεχνητής πόλωσης. Θα έλεγα ότι η εξ ευώνυμων της Νέας Δημοκρατίας αντιπολίτευση, απομονωνόμενη και απονομιμοποιημένη από την πραγματική κοινωνία, εξακολουθεί να πολιτεύεται με προκρισιακούς όρους αναμένοντας να εισπράξει εκλογικά τη φθορά του κυβερνώντος κόμματος. Κι όλα αυτά τη στιγμή που η πρόσφατη διεθνής εμπειρία δείχνει ότι τα προνομιακά ακροατήρια της Αριστεράς και ενδεχομένως ευρύτερα στρώματα αποζητούν ριζοσπαστικές λύσεις και δραστικές τομές.
Όσον αφορά την απρόσμενη δυναμική που εκδηλώνει η Πλεύση Ελευθερίας εκτιμώ ότι αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι ο λόγος και οι πρακτικές τη Ζωής Κωνσταντοπούλου οικειοποιούνται ιδιώματα και στάσεις της αντιπολιτικής, μιας πολιτικής υποκουλτούρας με ισχυρή επιρροή σε διαταξικά ακροατήρια, εργαλειοποιόντας τον τυφλό θυμό και τους ανεπεξέργαστους φόβους των στρωμάτων που βιώνουν εντονότερα τις συνέπιες της κρίσης. Από την άποψη αυτή όπως σωστά υπαινίχθηκες πόρρω απέχει από το ήθος και τις αξίες της Αριστεράς. Εκτιμώ επίσης ότι η δημοσκοπική άνοδος του εν λόγω μορφώματος είναι ευκαιριακή στο βαθμό που οφείλεται κυρίως στις εντάσεις της πολιτικής συγκυρίας, προνομιακό πεδίο για την αψίκορη αρχηγό, και στην προνομιακή μεταχείριση που της επιφυλάσσουν τα κυρίαρχα μέσα. Εξάλλου στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, είναι γνωστό ότι η Ζωή Κωνσταντοπούλου, παρά την παθιασμένη αντισυστημική ρητορεία της και το αντισυμβατικό στυλ που λανσάρει, είναι σάρκα εκ της σαρκός του συστήματος. Δεν θα ήταν υπερβολή αν ισχυριζόμουν ότι αποτελεί συστημική βαλβίδα εκτόνωσης της ογκούμενης δυσθυμίας. Μάλιστα η παροχέτευσή της στο κόμμα της κ. Κωνσταντοπούλου αλλά και στους σχηματισμούς της ακροδεξιάς αποτελεί για την κυβέρνηση μια βολική διευθέτηση. Πρώτον διότι τα κόμματα αυτά δεν συνιστούν ουσιαστική απειλή για τις κυρίαρχες επιλογές της και δεύτερο επειδή η εκλογική τους ενίσχυση περιορίζει τις πιθανότητες διαμόρφωσης ενός ισχυρού και ανταγωνιστικού πόλου.
Ιωάννα Δρόσου