Δύο εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτικές παρεμβάσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την περασμένη εβδομάδα, περιγράφουν τα ιδεολογικά χάσματα που έχουν διαμορφωθεί στην Ευρώπη, μετά από μια δεκαετία κρίσης, τους κινδύνους και τα αδιέξοδα της ΕΕ, αλλά και τις δημοκρατικές εναλλακτικές που μπορούν —υπό προϋποθέσεις— να δώσουν μια διέξοδο στο ευρωπαϊκό τέλμα που βιώνουμε σήμερα. Η πρώτη ομιλία, αυτή του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, έθεσε εκ νέου τους βασικούς άξονες ενός σχεδίου επανίδρυσης της ΕΕ, που θα επανασυνδέσει την Ευρώπη με τις ιδρυτικές αρχές και αξίες της, θα εκδημοκρατίσει την ευρωζώνη και θα εξασφαλίσει την αξιοπρεπή ζωή των πολιτών. Η δεύτερη ομιλία, αυτή του Βίκτορ Όρμπαν, ήταν μια αμετανόητη απολογία υπέρ της εθνοκεντρικής περιχαράκωσης, με μια δόση αντικομμουνιστικής υστερίας.
Ανάμεσα σε αυτές τις δύο αντιλήψεις, για την πορεία που θα ακολουθήσει η Ευρώπη τα επόμενα χρόνια και δεκαετίες, υπάρχει αγεφύρωτο χάσμα. Πολύ απλά, δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Είτε θα ακολουθηθεί η μία κατεύθυνση είτε η άλλη. Κι εδώ ερχόμαστε στην ουσία του προβλήματος, που δεν είναι άλλη από την υποκριτική στάση της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως όμως εκείνων των δυνάμεων που κυριάρχησαν πολιτικά τα χρόνια της κρίσης και έδωσαν τον τόνο: δηλαδή, πρωτίστως της Ευρωπαϊκής Δεξιάς, του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος —περήφανο μέλος του οποίου είναι, άλλωστε, το κόμμα του κ. Όρμπαν.
Αποτέλεσμα και όχι αιτία
Διότι, οι κάθε λογής Όρμπαν (ή Λεπέν) που θεριεύουν στην Ευρώπη δεν είναι η αιτία του προβλήματος, αλλά το αποτέλεσμα. Ένα αποτέλεσμα, για το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ προειδοποιούσε σε όλους τους τόνους πολύ πριν αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Όλοι θυμόμαστε ποια ήταν η ανταπόκριση των ευρωπαίων εταίρων (εντός και εκτός εισαγωγικών) σε αυτήν την προειδοποίηση. Όμως, η αιτία του προβλήματος ήταν και παραμένει το διευρυνόμενο δημοκρατικό έλλειμμα, οι αποφάσεις που λαμβάνονται από απρόσωπους τεχνοκράτες, εκτός δημοκρατικής λογοδοσίας και πίσω από κλειστές πόρτες, η απουσία ισοτιμίας μεταξύ των κρατών-μελών, η διάλυση της κοινωνικής συνοχής εξ αιτίας του νεοφιλελεύθερου δογματισμού και της λιτότητας, η επιβολή της άποψης ότι ο πολίτης δεν έχει λόγο, ότι οι εκλογές δεν μπορούν να αλλάξουν τίποτα. Σε αυτά τα ουσιώδη προβλήματα, η ΕΕ δεν έχει δώσει πειστικές απαντήσεις, ούτε δείχνει ιδιαίτερη διάθεση να αναλάβει δραστικές πρωτοβουλίες. Ας αναλογιστούμε ότι μολονότι η πρόταση για την εκκίνηση της διαδικασίας του άρθρου 7 της Συνθήκης της ΕΕ κατά της Ουγγαρίας συγκέντρωσε τα απαιτούμενα 2/3 των μελών της Ευρωβουλής, το ποσοστό εκείνων που είτε ψήφισαν υπέρ του Όρμπαν, είτε απείχαν δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητο. Ποια θα ήταν τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας, άραγε, εάν αυτή γινόταν μετά τις επόμενες ευρωεκλογές και με τη νέα σύνθεση του Ευρωκοινοβουλίου;
Κοντολογίς: δεν είναι δυνατόν να αποτάσσεται η «επίσημη» Ευρώπη τις δυνάμεις του ακροδεξιού λαϊκισμού και συγχρόνως να υιοθετεί την ανιστόρητη και χυδαία θεωρία των δύο άκρων, τοποθετώντας στην ίδια κατηγορία με τους λαϊκιστές εκείνες τις δυνάμεις που είναι οι μόνες που συστηματικά προτείνουν και διεκδικούν μια διαφορετική, προοδευτική και δημοκρατική πορεία για την Ευρώπη —με άλλα λόγια, την Αριστερά. Δεν είναι δυνατόν να καταδικάζεται —δικαίως— ο κ. Όρμπαν στο Ευρωκοινοβούλιο για παραβίαση των θεμελιωδών αρχών της ΕΕ, αλλά να βρίσκεται στο απυρόβλητο ο κ. Κουρτς, μολονότι η Αυστρία έχει ακριβώς τις ίδιες θέσεις με την Ουγγαρία στο προσφυγικό ζήτημα και στην αυστριακή κυβέρνηση συμμετέχουν οι αυστριακοί ακροδεξιοί. Δεν είναι δυνατόν, τελικά, να μιλά η συστημική Δεξιά για τον κίνδυνο του λαϊκισμού, όταν έχει υιοθετήσει μεγάλο μέρος της ατζέντας και της ρητορικής των ακροδεξιών λαϊκιστών.
Ποια είναι η λύση, λοιπόν; Μόνο ένα ευρύτατο μέτωπο των δημοκρατικών και προοδευτικών δυνάμεων της Ευρώπης μπορεί να αντιπαρατεθεί στη σύγκλιση του νεοφιλελευθερισμού με την ακροδεξιά. Η Αριστερά, όπως προέκυψε και από την ομιλία του Αλέξη Τσίπρα στο Στρασβούργο, έχει απευθύνει ήδη το κάλεσμα. Εναπόκειται, πλέον, στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία —η οποία κάθε άλλο παρά άμοιρη ευθυνών είναι, καθώς τα προηγούμενα χρόνια είχε εγκολπωθεί πλήρως τον νεοφιλελευθερισμό— να ανταποκριθεί σε αυτό το κάλεσμα, κάνοντας την αυτοκριτική της.
Η Αννέτα Καββαδία είναι βουλεύτρια του ΣΥΡΙΖΑ στη Β΄Αθηνών
Πηγή: Η Εποχή