Δεν ξέρουμε ακόμα ποια θα είναι η «συμβιβαστική» πρόταση που θα κατατεθεί έπειτα από το αδιέξοδο του τελευταίου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ούτε αν η Ιταλία, η Ισπανία κι η Γαλλία θα την αποδεχτούν ούτε αν το μέτωπο των 9 κρατών μελών που ζήτησαν την έκδοση ευρωομολόγου θα παραμείνει αρραγές –ήδη η Γαλλία φαίνεται να τα στρίβει. Επίσης, δεν ξέρουμε αν στο εσωτερικό των 9 κρατών που ζήτησαν ευρωομόλογο υπάρχει αρραγές μέτωπο –με εξαίρεση την Ελλάδα όπου αυτό είναι δεδομένο–, ενώ ξέρουμε ότι οι ευρωπαίοι σοσιαλιστές είναι διχασμένοι –κι εκεί θα χρειαστεί τόσο το ΚΙΝΑΛ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ (στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής συνεννόησης των προοδευτικών δυνάμεων) να ασκήσουν κάθε δυνατή πίεση, ώστε να μεταπειστούν κυρίως οι γερμανοί και οι αυστριακοί Σοσιαλδημοκράτες, αλλά και οι αυστριακοί Πράσινοι που συγκυβερνούν. Βέβαιο είναι πάντως ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να συνεχίσει με τα εργαλεία που διαθέτει σήμερα. Ο ιταλός πρωθυπουργός δήλωσε ότι στην ανάγκη η χώρα του θα προχωρήσει με τις δικές της δυνατότητες, κι αυτό μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε.
Οι πόροι που χρειάζονται τα πιο αδύναμα κράτη μέλη για να αντιμετωπίσουν την πανδημία, δηλαδή να στηρίξουν τις υπηρεσίες υγείας, αλλά τις κοινωνικές επιπτώσεις των μέτρων περιορισμού της δημόσιας ζωής είναι πολύ μεγάλοι. Ακόμα περισσότεροι πόροι θα χρειαστούν μετά για την επανεκκίνηση, με δεδομένο μάλιστα ότι αυτή η επανεκκίνηση δεν μπορεί να σημαίνει επιστροφή στα παλιά. Τέτοιους πόρους δεν διαθέτουν και δεν μπορούν να τους βρουν με τον συνήθη τρόπο, δηλαδή στις χρηματαγορές. Δεν είναι μόνο ότι ήδη τα επιτόκια δανεισμού αυτών των κρατών ανεβαίνουν λόγω της επιδημίας· θα ανέβουν κι άλλο, όταν τα οικονομικά πιο εύρωστα κράτη θα βγουν στις αγορές. Ήδη η Γερμανία αποφάσισε, με συμπληρωματικό προϋπολογισμό, ότι φέτος θα δανειστεί 156 δισεκατομμύρια ευρώ, το μεγαλύτερο δάνειο μετά τον πόλεμο. Δεν είναι βέβαιο ότι αυτό το ποσό θα μπορέσει να το βρει με αρνητικό επιτόκιο, όπως δανειζόταν τα τελευταία χρόνια. Βέβαιο είναι όμως ότι με αυτή την κίνηση (και ανάλογα δάνεια που θα χρειαστούν η Ολλανδία, η Αυστρία, η Σουηδία, προπάντων όμως οι ΗΠΑ) η χρηματαγορά θα στεγνώσει, δηλαδή τα επιτόκια, τουλάχιστον για τα πιο αδύναμα κράτη, θα είναι υψηλά.
Η πρόταση του ευρωομολόγου
Για τη θεραπεία αυτής της ανάγκης προτάθηκε το ευρωομόλογο. Προτάθηκε δηλαδή να βγει η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση στις χρηματαγορές και να δανειστεί, ώστε να χρηματοδοτήσει τα κράτη μέλη της που διαφορετικά θα αναγκαστούν να πληρώσουν υψηλά επιτόκια. Πώς μπορεί να το κάνει αυτό, δηλαδή ποιος ευρωπαϊκός θεσμός θα εκδώσει το ομόλογο είναι τεχνικό ζήτημα. Δυσκολότερο πρόβλημα είναι η διανομή, δηλαδή με ποια κριτήρια θα χρηματοδοτηθούν τα κράτη μέλη και αν αυτή η χρηματοδότηση θα έχει τη μορφή δανείου ή μεταβιβαστικής πληρωμής (όπως είναι π.χ. τα διαρθρωτικά προγράμματα).
Πάντως, η πρόταση είναι αίτημα για τη σφαγή μιας από τις ιερές αγελάδες της Ένωσης: την απαγόρευση να αναλαμβάνει η Ένωση υποχρεώσεις των κρατών μελών. Με τη διαβεβαίωση της Κριστίν Λαγκάρντ ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί να αγοράσει «εφάπαξ» το ευρωομόλογο έρχεται η σειρά της δεύτερης ιερής αγελάδας: η πρόταση Λαγκάρντ σημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα χρηματοδοτήσει απευθείας την Ευρωπαϊκή Ένωση, κι αυτό ήταν εξ αρχής αδιανόητο για τους αρχιτέκτονες της Ευρωζώνης.
Η ιστορική σχέση ΕΚΤ και Ευρωζώνης
Η ανεξαρτησία των Κεντρικών Τραπεζών και η απαγόρευση να χρηματοδοτούν απευθείας τα κράτη-ιδιοκτήτες τους επιβλήθηκε για πρώτη φορά από τους Συμμάχους στην ηττημένη Γερμανία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το επιχείρημα (κυρίως των ΗΠΑ) ήταν ότι η Κεντρική Τράπεζα δεν πρέπει να δέχεται πολιτικές εντολές, ώστε η γερμανική κυβέρνηση να μην μπορεί να χρηματοδοτήσει με έκδοση χρήματος επιθετική πολιτική, όπως έκαναν ο αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β΄ και ο Χίτλερ. Μετά την πλήρη ένταξη της (Δυτικής) Γερμανίας στις ευρωατλαντικές δομές, το επιχείρημα μετεξελίχθηκε σε μια κλασική νεοφιλελεύθερη δοξασία που υπηρετεί την πρόθεση για γενική μείωση των δημόσιων δαπανών, ότι δηλαδή τα κράτη, εν προκειμένω η Ε.Ε., τείνουν να ευνοούν την άσκοπη έκδοση χρήματος για μικροπολιτικούς λόγους και έτσι ευνοούν τον πληθωρισμό. Στην Γερμανία ξύπνησε η μνήμη του τερατώδους πληθωρισμού στις δύο μεταπολεμικές περιόδους και οι σχετικές απαγορεύσεις του ιδρυτικού νόμου της Μπούντεσμπανκ έγιναν raison d’état (κρατικό συμφέρον). Το καθεστώς αυτό επιβλήθηκε στην Ευρωζώνη σε πολύ αυστηρότερη μορφή: το γερμανικό καθεστώς ήταν νόμος που μπορούσε να αλλάξει με μια απόφαση της Βουλής· το καθεστώς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι διακρατική συμφωνία, για την αλλαγή της οποίας πρέπει να συμφωνήσουν όσα κράτη την υπέγραψαν.
Η σύνδεση, βέβαια, της ποσότητας του χρήματος με τον πληθωρισμό είναι ανοησία. Τις τιμές δεν τις καθορίζει η ποσότητα του χρήματος, αλλά η χρήση των πόρων – με άλλα λόγια, η οικονομική πολιτική στο μέτρο που αυτή επηρεάζει την προσφορά και τη ζήτηση. Ο μεταπολεμικός υπερπληθωρισμός οφειλόταν στις πολεμικές δαπάνες, που χρηματοδοτήθηκαν με έκδοση χρήματος, και στην καταστροφή του παραγωγικού δυναμικού από τον πόλεμο. Ο μεγάλος πληθωρισμός σήμερα οφείλεται στις περισσότερες περιπτώσεις σε κρίσεις (όπως η ήταν η πετρελαϊκή κρίση) ή σε οικονομικούς αποκλεισμούς (π.χ. οικονομικές κυρώσεις κατά της Βενεζουέλας ή του Ιράν) που προκαλούν κατάρρευση του νομίσματος, μείωση της προσφοράς εμπορευμάτων και μαύρη αγορά.
Οι προϋποθέσεις
Τα πιο αδύναμα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σήμερα βρίσκονται μπροστά σε μία κατάσταση που μπορεί να συγκριθεί με καταστροφές που καταλήγουν σε φτώχεια και υψηλό πληθωρισμό. Όπως αναλύει η Βάλια Αρανίτου (στη σειρά Αναλύσεις για τον #covid19 του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς (https://poulantzas.gr/yliko/valia-aranitou-i-asymmetres-epiptosis-stin-elliniki-epichirimatikotita-apo-tin-krisi-tou-coronavirus/), κράτη σαν την Ελλάδα με πολύ μεγάλο αριθμό μικρών και αδύναμων επιχειρήσεων και με υψηλή εξάρτηση από τον τουρισμό κινδυνεύουν ιδιαίτερα από τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας. Αν μάλιστα ο κίνδυνος αντιμετωπιστεί με τη γνωστή ευρωπαϊκή αντιπληθωριστική συνταγή που χαρακτηρίζεται με τον κακότεχνο όρο «εσωτερική υποτίμηση», τα πράγματα θα γίνουν ακόμα χειρότερα. Ήδη υπάρχουν τέτοια μέτρα μείωσης των μισθών και υπαινιγμοί για τις συντάξεις.
Επομένως, χρειάζεται γρήγορη απόφαση για μεγάλη δαπάνη σε ενωσιακή κλίμακα. Το ευρωομόλογο μπορεί να είναι λύση υπό προϋποθέσεις. Το ποσό πρέπει να είναι πολύ μεγάλο, της τάξης των τρισεκατομμυρίων ευρώ. Το ομόλογο πρέπει να έχει πολύ μεγάλη διάρκεια και μηδενικό επιτόκιο και να αγοραστεί ολόκληρο και εφάπαξ από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δηλαδή με έκδοση χρήματος ώστε να μην επηρεάσει τα επιτόκια. Οι δαπάνες που θα γίνουν με αυτούς τους πόρους θα πρέπει να έχουν επίβλεψη ώστε να κατευθυνθούν σε μέτρα για την ενίσχυση των δημόσιων συστημάτων Υγείας και Κοινωνικής Προστασίας, αλλά και σε μέτρα για την οικονομική ανοικοδόμηση με ιδιαίτερη φροντίδα ώστε να εφαρμοστεί πρόγραμμα οικολογικού μετασχηματισμού της παραγωγής στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τέλος, χρειάζεται να σκεφτούμε και άλλους πόρους σαν αυτούς που επιστράτευσαν διάφορα κράτη σε κρίσιμες καταστάσεις και ο σημαντικότερος μπορεί να προέλθει από τη φορολόγηση των μεγάλων και πολύ μεγάλων περιουσιών ή έστω από την επιβολή έκτακτης εισφοράς.
Αυτά είναι πολύ δύσκολα πράγματα που οδηγούν σε μια διαφορετική Ε.Ε. Αλλά τι λιγότερο μπορεί να απαιτήσει η Αριστερά;
Θόδωρος Παρασκευόπουλος
Πηγή: Η Εποχή