Τα γεωπολιτικά δεδομένα, ο πόλεμος, η πανδημία, η όξυνση των ανισοτήτων ανοίγουν εκ νέου τη συζήτηση για την αμφισβήτηση του κυρίαρχου καπιταλιστικού υποδείγματος. Ποιο είναι το όριο της αριστερής πολιτικής σήμερα; Υπάρχουν ανυπέρβλητοι συστημικοί περιορισμοί δεδομένης της «παντοκρατορίας» της αγοράς;
Κυρίαρχο, αλλά όχι πια ηγεμονικό. Δεν λύνει προβλήματα, αναβάλλει την αντιμετώπισή τους, δεν δημιουργεί ευρύτερες συναινέσεις, δεν πείθει για το δίκαιο του αφηγήματος. Η αλήθεια είναι ότι ζούμε μάλλον ένα νέο επεισόδιο ύφεσης -μεγάλου κύματος, όπως το έχει αναλύσει ο Κοντράτιεφ-, δηλαδή μιας ύφεσης που κρατάει για μεγάλο διάστημα, με παγκοσμίως αναιμική ανάπτυξη, χαμηλές επενδύσεις, στασιμότητα στους μισθούς και αύξηση των ανισοτήτων, σαν αυτό του τέλους του 19ου αιώνα και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Προφανώς υπάρχουν μικρές περίοδοι ανάκαμψης εντός αυτών των κυμάτων, αλλά είναι απόλυτα ανεπαρκείς να αλλάξουν την τάση.
Οι υπέρμαχοι του κυρίαρχου υποδείγματος προσπαθούν με διάφορους τρόπους να αντιμετωπίσουν την κατάσταση -πότε νομισματική χαλάρωση, πότε περιοριστική νομισματική πολιτική, πότε αύξηση των δαπανών, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, πότε λιτότητα-, αλλά το σύνολο αυτών των παρεμβάσεων δεν δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ένα νέο μεγάλο αναπτυξιακό κύμα.
Η συγκεκριμένη κατάσταση δεν πείθει πια ότι οι ιδιωτικοποιήσεις των φυσικών μονοπωλίων αυξάνουν την αποτελεσματικότητα, ότι η κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων θα οδηγήσει σε «πολλές και καλές δουλειές», ότι η κλιματική κρίση μπορεί να αντιμετωπιστεί από τις μεγάλες επιχειρήσεις και τις τράπεζες, ότι η ιδιωτική Υγεία εξασφαλίζει τους ανθρώπους ή ότι οι αγορές θα λύσουν το στεγαστικό πρόβλημα. Αυτό σημαίνει απώλεια ηγεμονίας του συστήματος.
Η Αριστερά πρέπει να διευρύνει τις ρωγμές που δημιουργούνται. Και έτσι, σιγά-σιγά να αρχίσει να κάνει ηγεμονικό ότι μια ριζική αλλαγή μοντέλου είναι και εφικτή, και αναγκαία. Πρέπει να πείσει ότι η λογική του ατομικού δρόμου έχει κοντά ποδάρια, γιατί τα συλλογικά προβλήματα δεν έχουν ατομικές απαντήσεις. Με άλλα λόγια, ή όλοι μαζί θα τα καταφέρουμε, ή όλοι μαζί θα αποτύχουμε.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο σας για την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ «Με την πλάτη στον τοίχο. Διαπραγματεύσεις για την Οικονομία και την Κοινωνία». Ποια είναι τα κεντρικά συμπεράσματα που κρατάτε για τη «δεύτερη φορά Αριστερά»;
Αυτό που σίγουρα θα κρατούσαμε όσες και όσοι βρεθήκαμε στις διαπραγματεύσεις είναι ότι και στη δεύτερη, και στην τρίτη φορά Αριστερά θα πρέπει να έχουμε την ίδια πυξίδα: τα δικαιώματα και τις ανάγκες των πολλών, τα λαϊκά και μεσαία στρώματα, τις κοινωνικές αναφορές μας.
Η δεύτερη φορά θα είναι σε άλλες συνθήκες. Χάρη στα όσα κάναμε στην πρώτη, η χώρα δεν χρεοκόπησε, δεν είμαστε σε Μνημόνιο κι έτσι δεν θα χρειάζεται να διαπραγματευόμαστε για τα πάντα. Αλλά για όσα χρειαστεί, όπως η επαναδιαπραγμάτευση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, θα είμαστε σαφώς καλύτερα προετοιμασμένοι. Κρατάμε ακόμα ότι τώρα, που δεν θα υπάρχει η ασφυκτική πίεση των αξιολογήσεων, θα μπορούμε να έχουμε καλύτερη επικοινωνία με τον κόσμο. Να φτιάξουμε έναν σοβαρό μηχανισμό επικοινωνίας κόμματος και κυβέρνησης, μια αμφίδρομη σχέση, όπου το κόμμα θα έχει ουσιαστικό λόγο στις αποφάσεις, αλλά ταυτόχρονα θα αποτελεί και τον τρόπο επικοινωνίας της κυβέρνησης με την κοινωνία.
Τέλος, θα πρέπει να κρατήσουμε αυτό που μας έμαθε η πρώτη φορά: ότι ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές, ακόμη και στις χειρότερες συνθήκες, πάντα υπάρχει εναλλακτική. Ίσως όχι ιδανική, αλλά υπάρχει. Και είναι στο χέρι μας να αξιοποιήσουμε τις ρωγμές ώστε να μπορέσει η εναλλακτική να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής πολιτικών για τη δικαιοσύνη παντού.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται πως τα μέτρα που λαμβάνει για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και της ακρίβειας προσανατολίζονται πρώτα απ’ όλα στους κοινωνικά αδύναμους. Τι αντιπροτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. και γιατί θεωρεί πως η στρατηγική της κυβέρνησης δεν λύνει τα προβλήματα στην οικονομία και την κοινωνία;
Οι ισχυρισμοί της κυβέρνησης θα μπορούσαν να είναι αληθείς αν στους κοινωνικά αδύναμους συμπεριλαμβάνονταν, για να πάρω ένα τυχαίο παράδειγμα, οι πάροχοι ενέργειας που κερδίζουν δισεκατομμύρια. Πρόκειται για πλήρη διαστρέβλωση της πραγματικότητας, πρακτική στην οποία η Ν.Δ., δυστυχώς, μας έχει συνηθίσει. Οι πολίτες βρίσκονται αντιμέτωποι από τη μία με ένα μείγμα εκρηκτικών τιμών σε τρόφιμα και καύσιμα και στάσιμων μισθών, και από την άλλη με τα αναποτελεσματικά μέτρα μιας κυβέρνησης που αρνείται πεισματικά να παρέμβει ρυθμιστικά στην αγορά ενέργειας και να ενισχύσει ουσιαστικά τα εισοδήματα των πολιτών. Αντιθέτως, με την πολιτική της, το μόνο που πετυχαίνει είναι να τροφοδοτεί την αισχροκέρδεια και να εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα.
Εμείς, από την άλλη, προτείνουμε ένα τελείως διαφορετικό μείγμα πολιτικής για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και της ακρίβειας, με την επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ, την επιβολή πλαφόν στην τιμή λιανικής και στο περιθώριο κέρδους στην ενέργεια, την έκτακτη φορολόγηση των υπερκερδών σε τράπεζες, παρόχους ενέργειας και διυλιστήρια και τη μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα και του ΕΦΚ στα καύσιμα όσο διαρκεί η κρίση. Για την ανακούφιση των πολιτών στηρίζουμε επιπλέον τη δίκαιη αύξηση των εισοδημάτων των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων, με την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 880 ευρώ, την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, την τιμαριθμική αναπροσαρμογή στους μισθούς δημοσίων υπαλλήλων.
Και, σε αντίθεση με την κυβέρνηση, που προσπαθεί να πείσει ότι οι επιλογές της είναι μονόδρομος, οι πολιτικές που προτείνουμε είναι και ρεαλιστικές, και θα έχουν αποτέλεσμα στην καθημερινότητα του κόσμου. Ίσως βέβαια να στενοχωρήσουν κάποια από τα συμφέροντα που στηρίζουν τη Ν.Δ., αλλά αυτό αναδεικνύει τις διαφορές μας.
Ποια είναι η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. για την επόμενη ημέρα της χώρας και τι σημαίνει στην πράξη προοδευτική διακυβέρνηση με την απλή αναλογική;
Η στρατηγική μιας προοδευτικής διακυβέρνησης είναι ουσιαστικά η εκπόνηση ενός σχεδίου για το πού θέλουμε να είναι η χώρα σε μία τετραετία. Και, προφανώς, σε συνθήκες απλής αναλογικής, αυτό είναι κάτι το οποίο θα πρέπει να συμφωνήσουμε με τους εν δυνάμει συμμάχους μας. Και στον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. είμαστε σαφείς για τις βασικές αρχές.
Θέλουμε μια χώρα που θα δουλεύουν η Δημοκρατία και η Δικαιοσύνη. Που δεν θα υπάρχει ατιμωρησία, που οι θεσμοί θα έχουν νόημα, που δεν θα κάνει κουμάντο μια χούφτα μεγαλοεπιχειρηματιών που ελέγχουν κανάλια, ομάδες και κόμματα. Θέλουμε μια χώρα που θα έχει καλύτερα νοσοκομεία, που θα βρίσκεις φάρμακα, που τα σχολεία θα έχουν μόνιμους δασκάλους και καθηγητές, μια χώρα δηλαδή που το κοινωνικό κράτος θα στηθεί ξανά στα πόδια του. Θέλουμε μια χώρα που ο κόσμος θα νιώθει πραγματική ασφάλεια, στην εργασία του, στην καθημερινότητά του, που δεν θα φοβάται πως μια κακοτυχία θα του διαλύσει τη ζωή. Θέλουμε μια χώρα που θα μειώνονται οι ανισότητες, μια χώρα που θα έχει ανάπτυξη για όλους. Με άλλα λόγια, θέλουμε μια χώρα σε αντίθετη κατεύθυνση από σήμερα, μια χώρα όπου σταδιακά ο συσχετισμός δύναμης εργασίας-κεφαλαίου θα αρχίσει να αλλάζει υπέρ της πρώτης.
Με δεδομένο ότι μέχρι τις εκλογές διαφαίνεται ότι θα κυριαρχεί η υπόθεση των παρακολουθήσεων, αλλά και συνολικά η αντιπαράθεση γύρω από τα σκάνδαλα, εκτός από την κυβέρνηση, που φθείρεται ραγδαία, εκτιμάτε πως αυτή η ατζέντα αυξάνει την καχυποψία των πολιτών απέναντι στο σύνολο του πολιτικού συστήματος;
Φοβάμαι πως οι συνεχείς αποκαλύψεις σκανδάλων «κανονικοποιούν» τη διαφθορά και τη θεσμική εκτροπή, πως ο κόσμος τείνει να πιστέψει ότι έτσι είναι η πολιτική. Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση δεν πρόκειται περί αυτού, δηλαδή για τη συνηθισμένη προεκλογική σκανδαλολογία, αλλά για δομικά προβλήματα του κράτους. Γι’ αυτό το «όλα στο φως» είναι αναγκαία συνθήκη για την επίλυσή τους. Δεν είναι όμως επαρκής. Απαιτείται ένα συνολικό πλαίσιο για το πώς δεν θα επιτρέψουμε να ξανασυμβούν. Ένα πλαίσιο θεσμικό, ελεγκτικό, διαφανές. Κάτι που είναι πάγια επιλογή της Δεξιάς να μην χτιστεί.
Το «επιτελικό κράτος» της Ν.Δ. αποκαλύπτεται. Δεν είναι μόνο ένα μεροληπτικό ταξικά κράτος υπέρ των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων, ούτε μόνο ένα αυταρχικό κράτος με εργαλεία την αστυνομική βία, την κρατική καταστολή, την επιτήρηση, τις παρακολουθήσεις και τη συρρίκνωση ελευθεριών, αλλά και το κράτος που συγκαλύπτει τη μικρή και μεγάλη διαφθορά. Κι αυτό πρέπει να αλλάξει. Αυτό είναι το στοίχημα.
Για ποιον λόγο ένας νέος άνθρωπος να προσέλθει στις κάλπες και να ψηφίσει;
Γιατί δεν πάει άλλο, αυτή η κυβέρνηση πρέπει να φύγει, κι αυτή είναι μια υπόθεση που μας αφορά όλους, ιδιαίτερα τους νέους, τις γυναίκες και τους άνδρες που ξεκινούν τον βίο τους σε συνθήκες μεγάλης αβεβαιότητας και επισφάλειας. Το θέμα δεν είναι μόνο η κάλπη, αυτή είναι μια στιγμή, το θέμα είναι να κερδίσει τους νέους η πολιτική. Ότι η πολιτική συμμετοχή έχει νόημα, ότι μπορεί να αλλάξει τα πράγματα, ότι η πολιτική ατζέντα περιλαμβάνει και τις δικές τους προτεραιότητες.
Ζούμε κάτι πρωτόγνωρο στην ιστορία του καπιταλισμού. Τα νέα παιδιά είναι η πρώτη γενιά που ζει και θα ζήσει χειρότερα από τους γονείς της. Το ότι καταρρέει αυτή η υπόσχεση του καπιταλισμού είναι μια τεράστια ρωγμή στο αφήγημα του συστήματος. Και οι νέοι άνθρωποι έχουν κάθε λόγο να διευρύνουν τη ρωγμή αυτή. Στην κάλπη, στον δρόμο, παντού.