Macro

Ευκλείδης Τσακαλώτος: Πού θα είναι η Ελλάδα το 2060;

Αν κάτι μπορεί να περιγράψει τα αισθήματα των πολιτών για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση και το μέλλον τους είναι μάλλον η ανησυχία και, σε πολλές περιπτώσεις, η απαισιοδοξία. Και αυτό δεν είναι κάτι που θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη. Η οικονομική κρίση, που κράτησε για 10 χρόνια περίπου, η πανδημία και ο πληθωρισμός των τελευταίων 4 ετών έχουν συντελέσει στη δημιουργία μιας ολόκληρης γενιάς που νιώθει εγκλωβισμένη και χωρίς προοπτική.

Από τη μια πλευρά έχουμε την κυβέρνηση που, όπως είδαμε σε προηγούμενη ανάρτηση (Τα 3 τρωτά επιχειρήματα της κυβέρνησης), θριαμβολογεί μιλώντας για μεγάλες αυξήσεις στους μισθούς, χρησιμοποιώντας ωστόσο ονομαστικά μεγέθη. Μια εικόνα που διαψεύδεται εύκολα όταν κάποιος μελετήσει τα πραγματικά μεγέθη, όπου γίνεται αντιληπτό ότι οι αυξήσεις σε πραγματικούς όρους είναι πολύ μικρές, ενώ ειδικά στα χαμηλά και μεσαία στρώματα μάλλον έχουμε μείωση της πραγματικής αγοραστικής δύναμης και του βιοτικού επιπέδου. Με άλλα λόγια παρά τις θριαμβολογίες, το επιχείρημα ότι όλα πάνε καλά δεν συμβαδίζει με την πραγματικότητα που βιώνουν ευρύτατα κοινωνικά στρώματα.
Από την άλλη οι πολίτες δεν κοιτούν μόνο την καθημερινότητά τους και την κατάσταση στην οποία βρίσκονται τώρα, αλλά συγκρίνουν το σήμερα και με την κατάσταση πριν από 20 και 25 χρόνια. Και σε αυτή τη σύγκριση τα συμπεράσματα είναι ακόμη πιο απογοητευτικά: εργαζόμενοι και εργαζόμενες νιώθουν ότι δεν θα έχουν ούτε αξιοπρεπείς μισθούς ούτε θα μπορέσουν να αγοράσουν μια κατοικία, γονείς βλέπουν ότι τα παιδιά τους θα έχουν χειρότερες συνθήκες διαβίωσης από τους ίδιους. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο που έχει καταρρεύσει η ελπίδα που είχαν οι άνθρωποι στο παρελθόν: ότι παρά τις προσωρινές δυσκολίες συνολικά οι επόμενες γενιές θα είναι σε καλύτερη κατάσταση από τις προηγούμενες.
Για να διαπιστώσει κανείς γιατί συμβαίνει αυτό αρκεί να κοιτάξει τα στοιχεία του τι έχει συμβεί στη σχέση τιμών/μισθών τις τελευταίες δύο δεκαετίες, αλλά και ποιες είναι οι πραγματικές ελπίδες ανάκαμψης στο βιοτικό επίπεδο που είχαμε τότε.
Ποια είναι η εικόνα τις τελευταίες δύο δεκαετίας;
Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, ο μέσος πραγματικός ετήσιος μισθός στην Ελλάδα το 2000 (με έτος βάσης το 2023) ήταν περίπου €19.200 ενώ ο μέσος ονομαστικός ετήσιος μισθός ήταν €13.900 (περίπου €992 το μήνα). Τα αντίστοιχα νούμερα για το 2023 ήταν €17.700 ετησίως, περίπου €1.250 ανά μήνα. Βλέπουμε δηλαδή ότι ο ονομαστικός μισθός αυξήθηκε σε αυτά τα 23 χρόνια κατά περίπου 27% ενώ ο πραγματικός μισθός μειώθηκε κατά περίπου 8%.
Προφανώς αυτό είναι αποτέλεσμα και του τι έχει γίνει στην αγορά εργασίας και τους μισθούς, και τι έχει γίνει στον πληθωρισμό.
Αρχίζουμε με την αγορά εργασίας. Οι πιέσεις τόσο στους μισθούς όσο και για πιο ευέλικτες σχέσεις εργασίας ξεκίνησαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, από την περίοδο δηλαδή της σύγκλισης της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς – όλοι θα θυμόμαστε τη συζήτηση για το περίφημο flexicurity-ευέλικτη ασφάλεια. Παρά τις πιέσεις του ΣΕΒ για πιο γρήγορες κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση και προς την κυβέρνηση Σημίτη και προς την κυβέρνηση Καραμανλή, η μεγάλη επίθεση στον κόσμο της εργασίας πραγματοποιήθηκε μόνο κατά τη θητεία της κυβέρνησης Παπαδήμου. Κατά την περίοδο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ υπήρξαν διορθωτικές κινήσεις, αλλά το 2019, με το καλημέρα, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας άρχισε πάλι το ξήλωμα των δικαιωμάτων. Ακόμη και σήμερα πιέζει περεταίρω στην ατζέντα του ΣΕΒ: μιλάει για διευκόλυνση των απολύσεων, διευθέτηση του χρόνου εργασίας σε εβδομαδιαία βάση και θέσπιση της δυνατότητας στις επιχειρήσεις να μην εφαρμόζουν τις συλλογικές συμβάσεις με αστείες προφάσεις. Ένδειξη της πίεσης υπέρ της ατζέντας του ΣΕΒ είναι και η πρόσφατη τοποθέτηση του Κ. Μητσοτάκη ότι η Ελλάδα πρέπει να παρακάμψει την ευρωπαϊκή οδηγία που επιτάσσει κάλυψη του 80% των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις. Άρα και η υπόσχεση του κ. Μητσοτάκη το 2019 για πολλές και καλοπληρωμένες δουλειές και αυτή του 2023 ότι θα ασχοληθεί στη δεύτερη τετραετία με τους μισθούς είναι τουλάχιστον παραπλανητικές.
Τώρα για να έχουμε πιο συνολική εικόνα πρέπει να δούμε τι γίνεται και από την πλευρά των τιμών. Έτσι λοιπόν σε αυτά τα 20 χρόνια θα δει κανείς ότι οι τιμές καθημερινών προϊόντων ευρείας κατανάλωσης έχουν εκτοξευθεί. Την περίοδο 1999 – 2000[1] ένα μπουκάλι νερό κόστιζε 50 δρχ. (€0,15) ενώ σήμερα κοστίζει €0,50 (αύξηση 233%). Μια σοκολάτα κόστιζε 300 δρχ. (€0,88) ενώ σήμερα κοστίζει €2 (αύξηση 127%). Μια τυρόπιτα κόστιζε 150 δρχ. (€0,45) ενώ σήμερα κοστίζει €2,20 (αύξηση 388%). Με λίγα λόγια οι μισθοί αυξήθηκαν κατά 27%, ενώ σε προϊόντα καθημερινής χρήσης οι τιμές τριπλασιάστηκαν ή και τετραπλασιάστηκαν.
Η εικόνα είναι παρόμοια και στις τιμές των κατοικιών. Το 2000 ένα διαμέρισμα 60 τετραγωνικών στο Περιστέρι κόστιζε περίπου €35.000 και ένα στο Παγκράτι περίπου €44.000. Ένας εργαζόμενος δηλαδή ήθελε περίπου 35 (μηνιαίους) μισθούς για να αγοράσει ένα σπίτι στο Περιστέρι ή 44 μισθούς για ένα σπίτι στο Παγκράτι. Σήμερα οι αντίστοιχες τιμές είναι €100.000 και €150.000. Και στις δύο περιπτώσεις οι τιμές περίπου τριπλασιάστηκαν. Δεδομένου όμως ότι ο ονομαστικός μισθός αυξήθηκε μόνο κατά 27%, πλέον ένας εργαζόμενος χρειάζεται 79 μισθούς για να αγοράσει ένα διαμέρισμα στο Περιστέρι και 119 μισθούς για να αγοράσει ένα διαμέρισμα στο Παγκράτι. Με άλλα λόγια, έχει γίνει πλέον άπιαστο όνειρο η ιδέα της απόκτησης ιδιόκτητης κατοικίας. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι το ποσοστό ιδιοκατοίκησης έχει πέσει κατά περίπου 6 ποσοστιαίες μονάδες τα τελευταία 20 χρόνια.
Με αυτά τα δεδομένα, δεν είναι καθόλου περίεργο ότι ο κόσμος σήμερα νιώθει απογοητευμένος. Στις παρούσες συνθήκες, για πολλούς και πολλές, ολόκληρο το μηνιαίο εισόδημα πηγαίνει στην κάλυψη τρεχουσών αναγκών, χωρίς να υπάρχει καμία δυνατότητα αποταμίευσης. Είναι ενδεικτικό ότι σε πρόσφατη μελέτη του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ 60% των νοικοκυριών δήλωσαν ότι το μηνιαίο εισόδημά τους δεν επαρκεί για όλο το μήνα, ενώ σχεδόν έξι στα δέκα νοικοκυριά (58,3%) δήλωσαν ότι αν προκύψει ένα έκτακτο, αλλά αναγκαίο, έξοδο της τάξης των 500€ είτε δεν μπορούν καθόλου να το αντιμετωπίσουν, είτε μπορούν να το αντιμετωπίσουν αλλά με μεγάλη δυσκολία.
Τι ισχύει για το μέλλον;
Ας πάρουμε ένα πρώτο παράδειγμα. Αν υποθέταμε ότι οι μισθοί αυξάνονταν κατά 5% κάθε χρόνο (ένα νούμερο μάλλον αισιόδοξο) και ότι οι τιμές στην αγορά ακινήτων τα επόμενα χρόνια θα παραμείνουν σταθερές (μάλλον απίθανο), και πάλι θα έπρεπε να περάσουν περίπου 17 χρόνια για να επανέλθει η σχέση μισθών – αξίας ακινήτων στα επίπεδα του 2000.
Το αίσθημα αυτό επιβεβαιώνεται και αν δούμε τη γενική εικόνα και συγκρίνουμε την ελληνική πραγματικότητα σε σχέση με την προ κρίσης κατάσταση αλλά και σε σχέση με την Ευρώπη. Σε πρόσφατη εργασία τους οι Γιαννουλάκης, Σακελλάρης και Τσουκαλάς (Μάιος 2025), προσπαθώντας να εκτιμήσουν την πορεία της ελληνικής οικονομίας στα επόμενα 10 χρόνια, αναφέρουν ότι η Ελλάδα θα βρεθεί στο προ κρίσης (2007) κατά κεφαλήν ΑΕΠ κάποια στιγμή μετά το 2030. Δηλαδή 25 χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης θα ξαναφτάσουμε στο σημείο που ήμασταν τότε.
Αλλά ίσως το πιο σημαντικό στοιχείο είναι να δούμε πόσο μακριά είμαστε από να γίνουμε μια μέση ευρωπαϊκή χώρα (χωρίς να παίρνουμε θέση στο ερώτημα αν η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο επίγειος παράδεισος). Ένα ευνοϊκό σενάριο είναι 38 χρόνια! Για να καταλήξουμε σε αυτό το αποτέλεσμα αρκεί κανείς να κάνει έναν πρόχειρο υπολογισμό για το πως θα φτάσουμε στον ευρωπαϊκό μέσο όρο στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης από το 69% που είμαστε σήμερα. Ακόμη και αν κάνουμε υποθέσεις οι οποίες να είναι ευνοϊκές για το αφήγημα της κυβέρνησης, και να υποθέσουμε ότι για τα επόμενα χρόνια η ελληνική οικονομία καταφέρνει να έχει διπλάσιους ρυθμούς ανάπτυξης με την Ευρωπαϊκή Ένωση (2% στην Ελλάδα και 1% Ευρώπη) θα φτάσουμε στον ευρωπαϊκό μέσο όρο μετά το 2060.
Συμπέρασμα
Οι τελευταίες δεκαετίες ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού δεν έχουν φέρει τα αποτελέσματα που υποσχέθηκαν. Η ελεύθερη αγορά δεν οδήγησε σε ουσιαστικές αυξήσεις των μισθών, ενώ οι τιμές των αγαθών και των κατοικιών εκτοξεύθηκαν. Αυτό έχει οδηγήσει σε διάχυτη απαισιοδοξία για το μέλλον που φαίνεται παντού: ερήμωση της χώρας, brain drain, υπογεννητικότητα κλπ. Η στασιμότητα στην οικονομία δεν πρόκειται να αντιστραφεί απλώς με την ελπίδα ότι ο ιδιωτικός τομέας θα λύσει τα προβλήματα. Χρειάζεται παρεμβάσεις που θα ενισχύσουν τους μισθούς, θα στρέψουν την οικονομία σε επενδύσεις υψηλής παραγωγικότητας για να τονωθεί και να διασφαλιστεί μια βιώσιμη ανάπτυξη.
Αλλά από κάπου πρέπει να αρχίσει κανείς. Όσο η κυβέρνηση δεν στηρίζει τα δικαιώματα των εργαζομένων για τις συλλογικές συμβάσεις και όχι μόνο, όπως λέει ακόμη και ο ΟΟΣΑ, δεν υπάρχει ελπίδα για αύξηση του πραγματικού μισθού. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση φαίνεται να πιστεύει ότι ο μόνος τρόπος να στηριχθεί το εισόδημα των μεσαίων και των λαϊκών στρωμάτων είναι να έχουν δύο και τρεις δουλειές αρκεί για να μην είμαστε αισιόδοξοι για το μέλλον.