Η πανδημία χτύπησε μια παγκόσμια οικονομία που δεν είχε ξεπεράσει την οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, και που όλες οι ενδείξεις προμήνυαν έντονα υφεσιακές τάσεις. Η Ελλάδα έδειχνε βελτίωση των δεικτών το πρώτο εξάμηνο του 2019, όμως οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν μετά την αλλαγή διακυβέρνησης και πριν από τον κορωνοϊό δεν οδήγησαν σε ενθαρρυντικά αποτελέσματα είτε σε σχέση με τον ρυθμό ανάπτυξης είτε σε σχέση με τα δημοσιονομικά.
Οταν σχεδιάζει κανείς για την επόμενη μέρα της πανδημίας, χρειάζεται να σκεφτεί και για την ουσία και επί της διαδικασίας.
Η ουσία είναι ότι τρεις σημαντικοί παράγοντες που μας οδήγησαν στην παγκόσμια κρίση του 2009 –οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, μακροοικονομικές ανισορροπίες, και ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα αποκομμένο από τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας– δεν αντιμετωπίστηκαν και σε κάποιες πτυχές χειροτέρεψαν. Οι ανισότητες, όλων των ειδών, ενισχύθηκαν, και επηρέασαν όλο και μεγαλύτερο κομμάτι των μεσαίων τάξεων. Οι μακροοικονομικές ανισορροπίες επίσης παρέμειναν, και στο επίπεδο της Ε.Ε. τώρα πια παίρνουν και τη μορφή μεγάλων αποκλίσεων όχι μόνο στο εξωτερικό ισοζύγιο αλλά και στο επίπεδο δημοσίου χρέους – το πρόβλημα, δηλαδή, που αρνήθηκαν να αντιμετωπίσουν, και θα το βρούμε μπροστά μας, φοβάμαι σε χειρότερη μορφή, το τελευταίο Eurogroup και η τελευταία Σύνοδος Κορυφής. Τέλος, το χρηματοπιστωτικό σύστημα παρέμενε εύθραυστο, προτιμώντας, σε αυτή τη φάση, να δανείζει σε επιχειρήσεις για συγχωνεύσεις και εξαγορές, για επαναγορά μετοχών, και άλλες, στην ουσία κερδοσκοπικές δραστηριότητες.
Απλοποιώντας κάπως, οι τρεις παράγοντες συνδέονται: με φτηνό εργατικό δυναμικό (ανισότητα), οι επιχειρήσεις προτιμούν να βασίζονται σε αυτό τον συντελεστή παραγωγής παρά να επενδύουν σε νέες τεχνολογίες ή νέες μορφές παραγωγής, και το χρηματοπιστωτικό σύστημα χρησιμοποιεί τα λιμνάζοντα κεφάλαια με μη παραγωγικό τρόπο. Και βέβαια κανείς στις χώρες που κερδίζουν πιο πολύ, από μια μικρότερη πίτα (ως αποτέλεσμα ιστορικά χαμηλών επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ), δεν μεριμνά ώστε να βάλει μπροστά δημόσιες επενδύσεις για να αντιμετωπίσει τις μακροοικονομικές ανισορροπίες.
Η πανδημία βρήκε την Ελλάδα αποδυναμωμένη μετά την περιπέτεια των τριών μνημονίων. Παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια μνημονίου είχαμε βελτίωση και στην οικονομία και στις εξαγωγές, και στη μείωση της φτώχειας και των ανισοτήτων, και στα δημοσιονομικά, η κρίση άφησε πολύ βαθιά αποτυπώματα.
Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι πολιτική που εντείνει τις ανισότητες συνιστά διέξοδο. Η διάλυση των εργασιακών σχέσεων που προωθεί η κυβέρνηση θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη πτώση στους μισθούς και σε αυξημένη ανισότητα – τι άλλο στόχο, εξάλλου, μπορεί να έχει αυτή η στρατηγική; Κάτι που όμως παράλληλα θα εντείνει και τις ανισορροπίες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα μέσω της αύξησης των κόκκινων δανείων. Δυσκολεύομαι να δω πώς αυτό θα προωθήσει την αναγκαία παραγωγική ανασυγκρότηση που θα διασφαλίζει και την προστασία του περιβάλλοντος, πώς θα μας αναβαθμίσει στην παγκόσμια αλυσίδα αξιών, πώς θα ενσωματώσει τις μικρές μας επιχειρήσεις σε ένα άλλο παραγωγικό μοντέλο. Η μη ενσωμάτωση αποτελεί και ένα επιπλέον στοιχείο όξυνσης προβλημάτων του χρηματοπιστωτικού συστήματος και όξυνσης του κοινωνικού ζητήματος.
Είναι προφανές ότι η αντιμετώπιση του οικονομικού, κοινωνικού και οικολογικού σκέλους του προβλήματος, και όχι μόνο του υγειονομικού, απαιτεί μια σημαντική αύξηση του ρόλου του κράτους
Μόνο το κράτος μπορεί να ενεργοποιήσει διαθέσιμους πόρους για επενδύσεις, που μετά ο ιδιωτικός αλλά και ο κοινωνικός τομέας θα ακολουθήσει. Γιατί μόνο το κράτος μπορεί να λειτουργήσει ως συντονιστής μιας νέας πολιτικής οικονομίας. Να λύσει προβλήματα συντονισμού όπου κάποιος θα επένδυε αν κάποιος άλλος ήταν επίσης διαθέσιμος να επενδύσει αλλά κανείς δεν τους φέρνει μαζί, γιατί μόνο το κράτος μπορεί να εξασφαλίσει επενδύσεις στις υποδομές (και όχι μόνο στους δρόμους και το τσιμέντο γενικότερα) ή στο ανθρώπινο κεφάλαιο ή στο κοινωνικό κεφάλαιο, η απουσία των οποίων καθιστά μη ελκυστικές πολλές άλλες επενδύσεις. Τέλος, το κράτος θα κληθεί ενδεχομένως πάλι να παρέμβει στο τραπεζικό σύστημα, όχι μόνο για να μην τεθεί σε αμφισβήτηση η βιωσιμότητά του, αλλά και να εξασφαλίσει το πλαίσιο παρέμβασής του για να ενισχύσει τις ανάγκες της κοινωνίας και της πραγματικής οικονομίας
Και κάπου εδώ ερχόμαστε στο θέμα της διαδικασίας, Γιατί αυτό που λείπει και έλειπε τις τελευταίες δεκαετίες, είναι η σοφή διαχείριση της γνώσης, ο προγραμματισμός και το σχέδιο. Και όταν λέμε το σχέδιο, εννοούμε και τη δίκαιη κατανομή των αναγκαίων για την κοινωνική και παραγωγική ανασυγκρότηση βαρών. Μεγάλες και μικρές επιχειρήσεις (και όχι μόνο οι τράπεζες) θα έχουν πρόβλημα επιβίωσης και άρα μπαίνει με οξύτατο τρόπο το θέμα με ποιους όρους θα παρασχεθεί η βοήθεια γιατί δεν μπορεί να είναι εσαεί αποδεκτό ιδιωτικά κέρδη σε καλούς καιρούς και κοινωνικοποίηση των ζημιών σε εποχές κρίσης.
Το επιτελικό κράτος της Ν.Δ. είναι εμφανώς ανίκανο να αντιμετωπίσει τέτοιες προκλήσεις, πρωτίστως γιατί δεν το αφορά η σοφή διαχείριση της γνώσης. Γνώση δηλαδή και για τη φύση του προβλήματος αλλά και για τον σχεδιασμό και υλοποίηση των λύσεων, που είναι διάσπαρτη στην κοινωνία, σε επιμελητήρια, σε συνδικάτα και κινήματα, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και αλλού. Είναι ανίκανο να εμπλακεί με την κοινωνία για το κοινωνικό κόστος που θα υπάρχει ενώπιον μιας άλλης μεγάλης οικονομικής κρίσης και να διαβουλευτεί ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο.
Χρειάζεται ένας άλλος οικονομικός κοινωνικός και πολιτικός συσχετισμός που να βασίζεται στην αξία του δημοσίου, της κοινωνικής αλληλεγγύης και την ικανότητα να σκέφτεται κανείς out of the box.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι τέως υπουργός Οικονομικών.
Πηγή: Καθημερινή