Μια αποτίμηση του διαλόγου Wolf–Krugman: Η κατάρρευση της παλιάς οικονομικής τάξης | FT podcasts, Ιούνιος–Ιούλιος 2025
Για τους σκοπούς αυτής της κριτικής, υποθέτω ότι εξακολουθεί να υπάρχει μια πολιτική ελίτ, που η στάση της κυμαίνεται από το να νιώθει άβολα έως να είναι ανοιχτά εχθρική απέναντι στον Τραμπ και την άνοδο της δεξιάς λαϊκιστικής πολιτικής, και που αναζητά καθοδήγηση από μια ελίτ διανοούμενων. Το μέγεθος και η δύναμη αυτής της πολιτικής ελίτ είναι δύσκολο να εκτιμηθούν, αλλά δεδομένης της ποιότητας της ανάλυσης και των συμβουλών που της προσφέρονται, μπορεί κανείς να είναι μόνο επιφυλακτικός ως προς τις δυνατότητες της.
Και ποιος καλύτερος τρόπος από τις συνεισφορές των Martin Wolf και Paul Krugman για να αξιολογήσει κανείς την ποιότητα της καθοδήγησης. Ο πρώτος είναι επί χρόνια αρχισυντάκτης οικονομικών των Financial Times, πρώην υπέρμαχος της παγκοσμιοποίησης, που μετά το 2009 υιοθέτησε μια πιο κριτική στάση απέναντι σε όλη την περίοδο πριν τη χρηματοπιστωτική κρίση. Ο Paul Krugman είναι νομπελίστας οικονομολόγος και πολυγραφότατος συγγραφέας και αρθρογράφος. Πολιτικά είναι δύσκολο να καταταχθεί, αλλά η οικονομική του σκέψη έχει δομηθεί πάνω σε μια μετριοπαθή κριτική της μονεταριστικής ορθοδοξίας της δεκαετίας του 1980. Το εξαμερές podcast των FT αποτελεί μια ευκαιρία να εκτιμηθεί η συνοχή και η ποιότητα της ανάλυσης και των συμβουλών που προτείνουν. Εδώ επικεντρώνομαι στα τρία πρώτα επεισόδια, που εξετάζουν, αντίστοιχα, τις αλλαγές στην πολιτική των ΗΠΑ και στην παγκόσμια οικονομία μετά τον Τραμπ, τα αίτια που οδήγησαν στην επιστροφή του και την άνοδο της άκρας Δεξιάς διεθνώς, και τις συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία σε μια εποχή δασμών και γενικευμένης αβεβαιότητας.
Τόσο o Krugman όσο και o Wolf εκφράζουν την έντονη ανησυχία τους για την πορεία των πραγμάτων. Στο πρώτο επεισόδιο προσφέρουν μια συνολική εικόνα των σοβαρών επιπτώσεων της αντιστροφής της μεταπολεμικής εμπορικής πολιτικής, της αυθαιρεσίας και της διαφθοράς που συνοδεύει τη διοίκηση Τραμπ, της πιθανότητας ή μη χρεοκοπίας του δολαρίου, των συνεπειών των απειλών Τραμπ προς τη Γροιλανδία, τον Καναδά και άλλους, και τέλος της επίθεσης στην επιστήμη, τα πανεπιστήμια και τους ξένους φοιτητές και ακαδημαϊκούς στις ΗΠΑ.
Γίνονται κάποιες εύστοχες επισημάνσεις για την επίθεση στο κράτος δικαίου, όχι μόνο όσον αφορά τα γεγονότα στην Καλιφόρνια και τη χρήση του στρατού, ή τις αυθαίρετες συλλήψεις νόμιμων μεταναστών και φοιτητών, αλλά και για το πώς οι συνεχείς ανακοινώσεις Τραμπ για δασμούς διευρύνουν τις εξουσίες της εκτελεστικής εξουσίας. Όλα αυτά οδηγούν σε αυξημένη πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα, η οποία δεν μπορεί παρά να επιδεινώσει την πορεία της οικονομίας. Ο Krugman θεωρεί ότι από τις τρεις οικονομικές υπερδυνάμεις – ΗΠΑ, Κίνα και Ευρώπη – μόνο η Ευρώπη παραμένει φιλελεύθερη δημοκρατία. Αλλά, προσθέτει, δεν έχει χαθεί κάθε ελπίδα, καθώς ο Τραμπ είναι μια “μηχανή χάους ενός ανδρός” (one-man chaos machine).
Η διατύπωση αυτή, όπως και η άποψη ότι το πλαίσιο διεθνούς εμπορίου των ΗΠΑ πριν τον Τραμπ ήταν ένα “όμορφο σύστημα”, δεν προμηνύουν ιδιαίτερα βαθιά ανάλυση για τα αίτια της ανόδου του Τραμπ – θέμα του δεύτερου επεισοδίου. Επιπλέον, το πρώτο επεισόδιο κλείνει με έναν φόρο τιμής στον οικονομολόγο Stanley Fischer. Αναμενόμενος ο έπαινος για έναν διάσημο οικονομολόγο που μόλις πέθανε. Αλλά η συζήτηση μαρτυρά και τα όρια της ανάλυσης που ακολουθεί. Ο Fischer ήταν ένας υπερορθόδοξος νεοκλασικός οικονομολόγος που επιχείρησε να συμβιβάσει την αυξανόμενη επιρροή του μονεταρισμού με τη μαθηματική αυστηρότητα μοντέλων, αλλά μοντέλα που θα παίρναν πιο σοβαρά την οικονομική πραγματικότητα. Ο Wolf εμφανίζεται πιο ριζοσπαστικός, λέγοντας ότι ποτέ δεν πήρε στα σοβαρά το μοντέλο ορθολογικών προσδοκιών. Και για να μην υπάρχει αμφιβολία, στο δεύτερο επεισόδιο ο Krugman δηλώνει περήφανα ότι δεν είναι ο τόσο μακριά από τα ορθόδοξα οικονομικά όσο πιστεύουν πολλοί.
Το συμπέρασμα που βγαίνει από αυτά είναι λοιπόν σαφές: ό,τι κι αν προκάλεσε την άνοδο του Τραμπ και την κατάρρευση της παλιάς οικονομικής τάξης, δεν μπορεί να σχετίζεται με την οικονομική θεωρία που διδάσκεται στις σχολές οικονομικών παγκοσμίως. Ούτε με το γεγονός ότι οι φοιτητές πρέπει να κάνουν μεγάλη προσπάθεια για να διδαχθούν ιστορία της οικονομικής σκέψης ή την οικονομική ιστορία. Το γεγονός ότι όλη η οικονομική πολιτική στον ανεπτυγμένο κόσμο πριν το 2009 διαμορφωνόταν από ορθόδοξους οικονομολόγους – άλλους λίγο δεξιότερους του Krugman, άλλους λίγο αριστερότερους – δεν τίθεται ποτέ προς συζήτηση. Παράξενη παράλειψη- το λιγότερο που θα μπορούσε να πει κανείς.
Όχι και τόσο παράξενη όμως για τον Krugman. Στο δεύτερο επεισόδιο κάνει την απίστευτη δήλωση: «Αν δεν ξέρατε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε τις εκλογές του Νοεμβρίου 2024, θα βλέπατε την οικονομική πολιτική των ΗΠΑ από την εποχή του Covid ως μια θριαμβευτική πορεία». Κατά τον Krugman, «πήγε περίφημα» για όλα εκτός από το ποιος κέρδισε. Ο πληθωρισμός επανήλθε στον στόχο, οι πραγματικοί μισθοί αυξήθηκαν και δεν υπήρξε υψηλή ανεργία. Οπότε, αναρωτιέται κάνεις, γιατί κέρδισε ο Τραμπ;
Και πάλι, ο Wolf φαίνεται πιο ριζοσπαστικός. Επισημαίνει την αποδυνάμωση των συνδικάτων ως αιτία ανισότητας αλλά και αποξένωσης των κεντροαριστερών κομμάτων από τη βάση τους. Παλαιότερα, λέει, το Εργατικό Κόμμα εκπροσωπούνταν από ανθρώπους όπως ο Ernest Bevin, συνδικαλιστής και μετά υπουργός. Σήμερα οι ηγεσίες των κεντροαριστερών κομμάτων μοιάζουν «σαν εμάς». Ο Krugman φαίνεται να συμφωνεί με αυτή την παρατήρηση και προσθέτει ότι η υποχώρηση του συνδικαλισμού δεν είναι αναγκαίο αποτέλεσμα των αλλαγών στην οικονομία, και ότι μια ισχυρή συνδικαλιστική παρουσία είναι εφικτή και στη νέα οικονομία, σε μεγάλους εργοδότες όπως η Amazon ή η UPS.
Υπάρχει επίσης κάποια συμφωνία σχετικά με τις συνέπειες των αυξανόμενων ανισοτήτων και το γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση – και η όποια οικονομική ανάπτυξη υπήρξε – άφησε πίσω πολλούς ανθρώπους. Ο Krugman προσθέτει ότι οι επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης ίσως να ήταν οριακές για τη συνολική απασχόληση στη βιομηχανία των ΗΠΑ, αλλά ο εντεινόμενος ανταγωνισμός μπορούσε να έχει καταστροφικά αποτελέσματα σε συγκεκριμένες περιοχές. Φέρνει ως παράδειγμα τον κλάδο των επίπλων, που παλιότερα θεωρούνταν σχεδόν μη εμπορεύσιμο αγαθό στις ΗΠΑ. Η επίπτωση της εισόδου των Κινέζων στην αγορά στο σύνολο της αμερικανικής οικονομίας μπορεί να ήταν περιορισμένη, αλλά για τη Βόρεια Καρολίνα ήταν καταστροφική. Και οι δύο συνομιλητές συμφωνούν ότι οι επιπτώσεις για συγκεκριμένες περιοχές και κοινότητες, που χάνουν τη βάση παραγωγής ή εξαγωγών τους, μπορεί να είναι ολέθριες. Από την άλλη πλευρά, και οι δύο εμφανίζονται δύσπιστοι ως προς το κατά πόσο η περιφερειακή πολιτική μπορεί να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια σε αυτές τις περιπτώσεις.
Ωστόσο, παρόλο που ο Krugman αναγνωρίζει ότι υπάρχουν πραγματικά παράπονα λόγω της ανισότητας, επισημαίνει ότι ακόμη και οικονομίες όπως η Δανία και η Ολλανδία – με πολύ χαμηλότερα επίπεδα ανισότητας – αντιμετωπίζουν προβλήματα με την άκρα Δεξιά. Στη συνέχεια υποστηρίζει ότι υπάρχει πάντα ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού που είναι βαθιά δυσαρεστημένο. Ακόμη και στις καλύτερες εποχές, αυτό μπορεί να φτάνει το 25–30% του εκλογικού σώματος. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ευάλωτοι στα σήματα που λαμβάνουν, επειδή συνήθως είναι λιγότερο ενημερωμένοι για την πολιτική και «δεν έχουν σαφή εικόνα του τι πραγματικά συμβαίνει». Η άποψη αυτή αντανακλά τη βαθύτερη ανησυχία του Krugman για την ανισότητα στην κορυφή της κατανομής εισοδήματος και πλούτου — καθώς οι ελίτ μπορούν να μετατρέψουν την οικονομική ισχύ σε πολιτική επιρροή και να ελέγξουν τα μέσα ενημέρωσης που διαμορφώνουν τη γνώμη των «ανενημέρωτων».
Υπάρχουν πολλά που μπορούν να ειπωθούν για αυτή την επιχειρηματολογία.
Το πρώτο είναι ότι, ανεξαρτήτως της ακρίβειας του επιχειρήματος ότι ένα 30% του πληθυσμού είναι πάντα δυσαρεστημένο – δεν παρουσιάζεται κάποια τεκμηρίωση για τον ισχυρισμό – φαίνεται πως έχουμε απομακρυνθεί από την παλιά εικόνα της «κοινωνίας των δύο τρίτων», στην οποία μόνο το ένα τρίτο ήταν περιθωριοποιημένο. Στην ακμή του νεοφιλελευθερισμού, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι υπήρχε μια μορφή ηγεμονίας: τα κεντροδεξιά και κεντροαριστερά κόμματα συμφωνούσαν στις βασικές γραμμές της οικονομικής πολιτικής και, κυρίως, το εκάστοτε κυβερνών κόμμα μπορούσε να διαμεσολαβήσει μεταξύ των συμφερόντων των ελίτ και των ανησυχιών μεγάλων τμημάτων της μεσαίας και εργατικής τάξης. Είτε μιλάμε για τον Scholz και τον Starmer, είτε για τον Trump και τον Merz, δεν φαίνεται να υπάρχει καμία προοπτική ταχείας επιστροφής σε μια τέτοια ηγεμονική δομή. Η οικονομική στασιμότητα και η πολιτική αστάθεια ήρθαν για να μείνουν.
Επομένως, το ερώτημα που θα έπρεπε να είχαν θέσει οι Wolf και Krugman δεν είναι απλώς γιατί οι πολιτικές του Τραμπ δεν θα λειτουργήσουν στις ΗΠΑ και θα προκαλέσουν αναστάτωση και αβεβαιότητα στον υπόλοιπο κόσμο – για το οποίο μιλούν περισσότερο στο τρίτο επεισόδιο σχετικά με τις συνέπειες της εμπορικής του πολιτικής. Το πραγματικό ερώτημα είναι: γιατί αποτυγχάνει η κεντρώα πολιτική που οι ίδιοι υποστηρίζουν; Γιατί ο Μπάιντεν οδήγησε στον Τραμπ; Το να υποστηρίζεται ότι η οικονομική πολιτική πριν το 2024 πήγαινε περίφημα δεν αποτελεί καν αρχή για μια τέτοια συζήτηση – πόσο μάλλον επαρκή απάντηση. Φαίνεται να υπάρχει μια δομική τομή μετά το 2009, η οποία δημιουργεί σοβαρά εμπόδια στη βιωσιμότητα τόσο της κεντροαριστεράς όσο και της κεντροδεξιάς και της άκρας Δεξιάς, εφόσον καμία από αυτές δεν είναι διατεθειμένη να αγγίξει τον συσσωρευμένο πλούτο και την εξουσία των ελίτ, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει να απευθυνθεί σε μεγάλα τμήματα της εργατικής και μεσαίας τάξης.
Δεύτερον – και ίσως ακόμη πιο σημαντικό – είναι το επιχείρημα ότι οι ανεπαρκώς ενημερωμένοι άνθρωποι είναι ευάλωτοι στη δεξιά πολιτική. Δύσκολα μπορεί να βρει κανείς καλύτερο παράδειγμα για να επαληθεύσει το επιχείρημα του Michael Sandel, ότι το Δημοκρατικό Κόμμα – και άλλα κεντροαριστερά κόμματα αλλού – όχι μόνο αγνόησαν τη παραδοσιακή τους βάση, αλλά ταυτόχρονα υιοθέτησαν μια συγκαταβατική, υποτιμητική στάση απέναντί της. Τους λένε ότι το φταίξιμο είναι δικό τους. Δεν επένδυσαν στην εκπαίδευσή τους, δεν είχαν την ενέργεια να μετακινηθούν εκεί όπου υπάρχουν δουλειές, δεν είχαν την επιχειρηματική νοοτροπία να ιδρύσουν τη δική τους επιχείρηση. Οι οικονομολόγοι που βρέθηκαν πίσω από τους Κλίντον, Ομπάμα και Μπάιντεν έκαναν ελάχιστα για να αλλάξουν αυτή τη νοοτροπία – όταν δεν τη διαιώνιζαν κιόλας. Σκέφτηκαν ποτέ σοβαρά το επιχείρημα του Sandel, ότι το Δημοκρατικό Κόμμα, ειδικά μετά την πανδημία, έπρεπε να υπερασπιστεί την αξιοπρέπεια όλων των μορφών εργασίας και, κατ’ επέκταση, να ασχοληθεί πραγματικά με το πρόβλημα των στάσιμων μισθών; Τόσο ο Κλίντον όσο και ο Ομπάμα έδειξαν καθαρά την προτίμησή τους για οικονομολόγους που συμμερίζονταν την οπτική της «χρηματοπιστωτικής κοινότητας» – οι οποίοι, κατά τα φαινόμενα, πίστευαν πως η δική τους εργασία αμειβόταν τόσο γενναιόδωρα επειδή ήταν εξαιρετικά ταλαντούχοι.
Ο Wolf και ο Krugman συμμερίζονται την οικονομική σκέψη αυτών των οικονομολόγων. Ο κόσμος τους σβήνει και δείχνουν ανίκανοι να εμπλακούν σε οποιαδήποτε μορφή αυτοκριτικής.
Υπάρχουν και ερωτήματα εδώ που ξεπερνούν τα όρια της οικονομικής θεωρίας. Προς το τέλος του δεύτερου επεισοδίου, ο Krugman αναφέρεται στο τραγούδι του Peter Gabriel – games without frontiers, war without tears – ως μια επίθεση στον «παράλογο εθνικισμό». Καταλήγει λέγοντας: «Τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει και τόσο, εκτός από το ότι κάποτε είχαμε έναν σχετικά καλοπροαίρετο ηγεμόνα από τη δική μας πλευρά του Ατλαντικού». Μετά όμως τον πόλεμο του Bush και του Blair στο Ιράκ, και τη χωρίς όρους στήριξη του Μπάιντεν στη γενοκτονία στη Γάζα, αυτή η “καλή προαίρεση” μπορεί να υπάρχει μόνο στα μάτια όσων δεν μπορούν να κατανοήσουν την απώλεια του κόσμου τους. Ένας ηγεμόνας είναι αυτός που κυβερνά έστω με κάποιο πρόσχημα ηθικής και διανοητικής υπεροχής. Αυτό που είχαμε στον 21ο αιώνα είναι μια υπερδύναμη που επιδιώκει κυριαρχία μέσω της ωμής βίας. Και αυτό δεν ξεκίνησε με τον Donald Trump.
Αφού ακούσει κανείς τα τρία πρώτα επεισόδια περισσότερες από μία φορά, καταλήγει στην πεποίθηση ότι δεν υπάρχει καμία νέα σκέψη από την πλευρά των κεντρώων διανοουμένων. Αν υπάρχουν ελίτ που επιθυμούν κάτι διαφορετικό από αυτό που προσφέρεται σήμερα, θα πρέπει να ανησυχούν σοβαρά.