Στο πλαίσιο των εισαγωγικών μου εξετάσεων για το πανεπιστήμιο, θυμάμαι να γράφω μια εργασία για τη διαμάχη εντός του Συντηρητικού Κόμματος της Βρετανίας σχετικά με τους δασμούς στις αρχές του εικοστού αιώνα, προς το τέλος, δηλαδή, του πρώτου μεγάλου κύματος της φιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Εκείνη την περίοδο η φαινομενικά αδιαμφισβήτητη οικονομική υπεροχή της Βρετανίας απέναντι σε χώρες όπως η Γερμανία και οι ΗΠΑ ετίθετο εν αμφιβόλω. Η ιδέα ότι οι δασμοί θα μπορούσαν να σταματήσουν αυτή την τάση συνδέθηκε με τον Τζόζεφ Τσάμπερλεν, ο οποίος, ως δήμαρχος του Μπέρμιγχαμ, ήταν φιλελεύθερος κοινωνικός μεταρρυθμιστής. Αργότερα δίχασε το Φιλελεύθερο Κόμμα λόγω της αντίθεσής του να δοθεί στην Ιρλανδία ένας βαθμός αυτονομίας (Irish Home Rule). Ο Τσάμπερλεν υποστήριξε ότι οι δασμοί θα μπορούσαν να στηρίξουν τη βρετανική βιομηχανία και να ενισχύσουν τους δεσμούς με τις αποικίες (Αυτοκρατορική Προτίμηση), και συγχρόνως τα έσοδα από τους δασμούς θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για κοινωνικές δαπάνες. Ο πρωθυπουργός του, Αρθουρ Μπάλφουρ, ήταν θετικός σε αυτή την ιδέα, αλλά όχι ενθουσιώδης – φαίνεται να υποστήριζε τους δασμούς κυρίως ως διαπραγματευτικό όπλο για να πείσει τρίτες χώρες να μειώσουν τους δικούς τους δασμούς. Από την άλλη, ο υπουργός Οικονομικών, Τσαρλς Ρίτσι, ήταν υποστηρικτής του ελεύθερου εμπορίου και ανοιχτά πολέμιος της ιδέας. Ο Τσάμπερλεν παραιτήθηκε από την κυβέρνηση το 1903 για να κάνει εκστρατεία υπέρ των δασμών. Η διάσπαση συνέβαλε στην ήττα των Συντηρητικών από τους Φιλελεύθερους υποστηρικτές του ελεύθερου εμπορίου στις εθνικές εκλογές του 1906.
Παρ’ όλα αυτά, το ζήτημα δεν εξαφανίστηκε ποτέ από τη δημόσια συζήτηση και στη δεκαετία του 1930 πλέον η συντηρητική κυβέρνηση υποστήριξε το εξής δόγμα: πρώτα οι εγχώριοι παραγωγοί, μετά οι παραγωγοί της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και τελευταίοι οι ξένοι παραγωγοί. Ταυτόχρονα, αυτή ήταν η περίοδος που στις ΗΠΑ τέθηκε σε εφαρμογή ο νόμος Σμουτ-Χόουλι για τους δασμούς, σύμφωνα με τον οποίο οι δασμοί αυξήθηκαν (1930) σε ένα ευρύ φάσμα αγαθών. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι οι οικονομικές επιπτώσεις των δασμών που επικράτησαν τη δεκαετία του 1930 συνέβαλαν στην οικονομική αστάθεια και στα δεινά που ακολούθησαν.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχαμε μια δεύτερη περίοδο φιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, η οποία άρχισε, τουλάχιστον εν μέρει, να αντιστρέφεται μετά την οικονομική κρίση του 2009. Στις αρχές της μεταπολεμικής περιόδου οι δασμοί απασχολούσαν κυρίως τις αναπτυσσόμενες οικονομίες που ήθελαν να εκβιομηχανιστούν και να καλύψουν τη διαφορά με τις πιο ανεπτυγμένες οικονομίες. Αυτή η προσέγγιση, ρητά ή όχι, βασίστηκε στη θεωρία της νηπιακής βιομηχανίας του Φρίντριχ Λιστ – προσωρινή προστασία από τον διεθνή ανταγωνισμό για τις χώρες στα αρχικά στάδια της εκβιομηχάνισης. Αλλά οι δασμοί του Τραμπ είναι πολύ διαφορετικοί, δεδομένου ότι αφορούν την ισχυρότερη οικονομία του κόσμου. Υπό αυτή την έννοια, η διαμάχη γύρω από αυτούς μοιάζει πολύ με τη συζήτηση στη Βρετανία στις αρχές του προηγούμενου αιώνα – πηγάζει από την ίδια ανάγκη προστασίας μιας ισχυρής οικονομίας από νέους παίκτες (σε αυτή την περίπτωση την Κίνα), την ίδια προσπάθεια για ενίσχυση των εγχώριων παραγωγών και ορισμένων επιλεγμένων ξένων παραγωγών (για γεωστρατηγικούς λόγους) και βασίζεται στο ίδιο επιχείρημα ότι τα έσοδα από τους δασμούς μπορούν να χρησιμοποιηθούν για κοινωνικά προγράμματα για όσους έμειναν πίσω κατά την προηγούμενη περίοδο της παγκοσμιοποίησης.
Υπάρχει επίσης ένας άλλος ενδιαφέρων παραλληλισμός. Η σταυροφορία του Τσάμπερλεν για τους δασμούς υποστηρίχθηκε από την Αγγλική Ιστορική Σχολή οικονομολόγων, οι οποίοι επηρεάστηκαν από τη Γερμανική Ιστορική Σχολή. Και οι δύο σχολές ασκούσαν κριτική στην τότε κυρίαρχη ατομιστική οριακή σχολή, αυτό που σήμερα ονομάζουμε νεοκλασική ορθοδοξία. Ομοίως υπάρχει τώρα ένας αυξανόμενος αριθμός Ρεπουμπλικανών οικονομολόγων που υποστηρίζουν τους δασμούς του Τραμπ και ενδιαφέρονται περισσότερο για τους θεσμούς, την ισορροπία δυνάμεων και τα παγκόσμια γεωστρατηγικά ζητήματα παρά για τον αγαπημένο του νεοκλασικού υποδείγματος homo economicus.
Οι δασμοί πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σαφώς δεν λειτούργησαν. Θα έχουν καλύτερη τύχη αυτοί του Τραμπ; Η απάντηση είναι όχι, αλλά είναι σημαντικό να καταλάβουμε γιατί. Οι χώρες χρησιμοποίησαν με επιτυχία τους δασμούς για να εκβιομηχανιστούν και να καλύψουν την απόσταση οικονομικής ανάπτυξης. Μπορεί κανείς να σκεφτεί την Ιαπωνία ή την Κορέα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά οι δασμοί ήταν μόνο ένα μέρος μιας συνολικής στρατηγικής που περιελάμβανε, ανάλογα με τη συγκεκριμένη περίπτωση, τη βιομηχανική πολιτική, τις κατευθυνόμενες πιστώσεις και μέτρα για την άμβλυνση της εισοδηματικής ανισότητας – στην περίπτωση της Κορέας, για παράδειγμα, η προσέγγιση ξεκίνησε με μια αγροτική μεταρρύθμιση για να διευρύνει τη συναίνεση στη στρατηγική εκβιομηχάνισης. Πάνω απ’ όλα, η επιτυχία εξαρτάται από την ύπαρξη αναπτυξιακού κράτους για την οργάνωση της συνολικής προσέγγισης, τον συντονισμό των διαφόρων παραγόντων και την κατεύθυνση των τομέων ή των δραστηριοτήτων που πρέπει να κινητοποιηθούν. Ακόμη και οι δασμοί του Μακίνλεϊ (1890) –πολύ αγαπημένοι στον Τραμπ– έπαιξαν μικρό μόνο ρόλο στην απόδοση της οικονομίας των ΗΠΑ, η μετανάστευση, οι τεχνολογικές εξελίξεις και οι επενδύσεις ήταν πολύ πιο σημαντικές. Εν ολίγοις, οι δασμοί από μόνοι τους δεν αποτελούν βιώσιμη στρατηγική.
Ως εκ τούτου, ο Τραμπ θα αποτύχει να τετραγωνίσει τον κύκλο τού να διατηρήσει την απήχηση στις ελίτ, μέσω φορολογικών περικοπών για παράδειγμα, και ταυτόχρονα να συμπεριλάβει ένα σημαντικό μέρος των Αμερικανών της εργατικής τάξης στο σχέδιό του. Δεν θα επιτύχει μια επικαιροποιημένη έκδοση της κοινωνίας των δύο τρίτων. Οι δεξιές κυβερνήσεις στην Ευρώπη που αντιτίθενται στους δασμούς δεν θα έχουν καλύτερη τύχη. Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, των ανισοτήτων και των τεχνολογικών προκλήσεων χρειάζεται το είδος του αναπτυξιακού κράτους που τόσο ο Τραμπ όσο και ο Μητσοτάκης απεχθάνονται. Και έχουν τους λόγους τους: μια απάντηση στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε χρειάζεται μια πολιτική και κοινωνική συμμαχία που θα οδηγήσει σε μια εντελώς διαφορετική διαμόρφωση νικητών και ηττημένων. Χωρίς την προοπτική μιας νέας εκδοχής της κοινωνίας των δύο τρίτων, με ή χωρίς δασμούς, δεν βλέπω πως οι ελίτ θα δημιουργήσουν μια νέα εποχή πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας.